Τι σημαίνει το once στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης once στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του once στο Αγγλικά.

Η λέξη once στο Αγγλικά σημαίνει μια φορά, μία φορά, κάποτε, μόλις, όταν, μόλις, όταν, μια φορά, μία φορά, κάποτε, άλλοτε, μόλις, όταν, αναπάντεχα, ξαφνικά, ταυτόχρονα, αμέσως, στη στιγμή, αυτοστιγμεί, άμεσα, την ίδια στιγμή, ταυτόχρονα, ανεψιός από τον πρώτο ξάδερφο, μια στο τόσο, για αλλαγή, πρώτη φορά, για μία φορά, μια φορά, για μια φορά, μία φορά την εβδομάδα, εβδομαδιαίως, σε εβδομαδιαία βάση, άλλη μια φορά, άλλη μια φορά, ακόμα μια φορά, άλλη μία φορά, μια και καλή, μια άλλη φορά στο παρελθόν, και μια άλλη φορά παλιότερα, και μια άλλη φορά, μια στο τόσο, μια στις τόσες, μια φορά στα χίλια χρόνια, περιστασιακά, άλλη μια φορά, άλλη μια φορά, μια-δυο φορές, συγγενής μεγαλύτερος κατά μία γενιά, συγγενής μικρότερος κατά μία γενιά, μια φορά κι έναν καιρό, μοναδικός, γρήγορος έλεγχος, μόνο μια φορά, μόνο μια φορά, πολύ μαζί στα ξαφνικά. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης once

μια φορά, μία φορά

adverb (a single time)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
I have only smoked marijuana once.
Έχω καπνίσει μαριχουάνα μόνο μια φορά (or: μία φορά).

κάποτε

adverb (formerly)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
I once knew how to sew.
Κάποτε ήξερα να ράβω.

μόλις, όταν

conjunction (if ever)

(σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.)
Once you try Thai food you will want more.
Άπαξ και δοκιμάσεις Ταϊλανδέζικο φαγητό, θα θέλεις κι άλλο.

μόλις, όταν

conjunction (after, when)

(σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.)
You can pay for it once you get here.
Μπορείς να το πληρώσεις αφού πρώτα έρθεις.

μια φορά, μία φορά

noun (a single time)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Once is enough for me. I have no interest in doing it again.
Μια φορά (or: μία φορά) μου είναι αρκετή. Δε με ενδιαφέρει να το ξανακάνω.

κάποτε, άλλοτε

adjective (former)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
The once happily married man got a divorce.

μόλις, όταν

adverb (when, at the time)

(σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.)
Once the evidence becomes public, there will be an outcry.

αναπάντεχα, ξαφνικά

adverb (suddenly)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
All at once, I heard a noise in the kitchen.

ταυτόχρονα

adverb (simultaneously, at the same time)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
The guests cried "Surprise!" all at once.

αμέσως, στη στιγμή, αυτοστιγμεί, άμεσα

adverb (immediately)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
When Beth saw how ill her son was, she called the health centre at once.
Όταν η Μπεθ είδε πόσο άρρωστος ήταν ο γιος της, κάλεσε αμέσως το κέντρο υγείας.

την ίδια στιγμή, ταυτόχρονα

adverb (at one time: simultaneously)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
I can't clean the house and take care of the children at once.
Δεν μπορώ να καθαρίζω το σπίτι και να προσέχω τα παιδιά ταυτόχρονα.

ανεψιός από τον πρώτο ξάδερφο

noun (child of your first cousin) (παιδί πρώτου ξαδέρφου)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μια στο τόσο

expression (occasionally) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Every once in a while, Paula goes to the gym.

για αλλαγή, πρώτη φορά, για μία φορά

adverb (for a change, for the first time)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Maybe I should do my work a little at a time for once, instead of putting it off.

μια φορά, για μια φορά

adverb (informal (one time only)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Just once, I wish you would ask politely. I'll make an exception just once.

μία φορά την εβδομάδα, εβδομαδιαίως, σε εβδομαδιαία βάση

adverb (on a weekly basis)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Our bins are collected once a week.

άλλη μια φορά

adverb (one more time, as an encore)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Everyone clapped and the band came back to play once again.
Όλοι χειροκρότησαν και το συγκρότημα επέστρεψε για να ξαναπαίξει.

άλλη μια φορά, ακόμα μια φορά

adverb (yet again)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
He has failed the exam once again. Once again, my son forgot to make his bed.
Απέτυχε στο διαγώνισμα για άλλη μια φορά. Για ακόμα μια φορά, ο γιος μου ξέχασε να στρώσει το κρεβάτι του.

άλλη μία φορά

expression (US (repeatedly)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

μια και καλή

adverb (for the final time)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
You said yes, then you said no. Tell me once and for all, will you marry me?

μια άλλη φορά στο παρελθόν, και μια άλλη φορά παλιότερα, και μια άλλη φορά

adverb (on one previous occasion)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μια στο τόσο, μια στις τόσες

adverb (figurative (very rarely) (καθομ: πολύ σπάνια)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
He only calls once in a blue moon.

μια φορά στα χίλια χρόνια

adverb (extremely rarely)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
A chance like this only comes along once in a lifetime.

περιστασιακά

adverb (occasionally)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
I hear from old school friends once in a while.
Περιστασιακά μαθαίνω νέα από παλιούς μου φίλους από το σχολείο.

άλλη μια φορά

adverb (yet again)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Once more you have failed to get your essay in on time.

άλλη μια φορά

adverb (one more time)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Can you please show me once more how it works?

μια-δυο φορές

expression (a couple of times, a few times)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

συγγενής μεγαλύτερος κατά μία γενιά

adjective (relative: one generation older)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
My father's first cousin is my first cousin once removed.

συγγενής μικρότερος κατά μία γενιά

adjective (relative: one generation younger)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
My first cousin's daughter is my first cousin once removed.

μια φορά κι έναν καιρό

adverb (start of a fairy tale)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Once upon a time, in a land far away, there lived an orphan girl with her wicked stepmother.
Μια φορά κι έναν καιρό σε μια μακρινή χώρα ζούσε ένα ορφανό κορίτσι με την κακιά μητριά του.

μοναδικός

adjective (opportunity: very rare)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The brothers thought the trip around the world was a once-in-a-lifetime opportunity.

γρήγορος έλεγχος

noun (informal (quick inspection, look)

μόνο μια φορά

adverb (on one occasion only)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I've been to Paris only once but would like to return some day.

μόνο μια φορά

adverb (a single time without repetition)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Press the "enter key" only once.

πολύ μαζί στα ξαφνικά

noun (sudden excess of [sth])

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
I took a big gulp of beer and got too much at once.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του once στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του once

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.