Τι σημαίνει το móðurmál στο Ισλανδικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης móðurmál στο Ισλανδικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του móðurmál στο Ισλανδικό.

Η λέξη móðurmál στο Ισλανδικό σημαίνει μητρική γλώσσα, μητρική γλώσσα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης móðurmál

μητρική γλώσσα

noun

μητρική γλώσσα

Δείτε περισσότερα παραδείγματα

Þegar ég var níu ára heimsótti hana vottur sem talaði ungversku en það var móðurmál mömmu. Það varð til þess að hún fékk áhuga á að kynna sér boðskap Biblíunnar.
Όταν ήμουν εννιά χρονών, επισκέφτηκε τη μητέρα μου κάποια Μάρτυρας του Ιεχωβά που μιλούσε την ουγγρική, τη μητρική γλώσσα της μητέρας μου, πράγμα που την παρακίνησε να δώσει προσοχή στο άγγελμα της Γραφής.
Hvaða gagn geta börnin haft af því að læra móðurmál ykkar?
Πώς μπορεί να ωφεληθούν τα παιδιά σας μαθαίνοντας τη γλώσσα σας;
Þegar hér var komið hafði hún lært portúgölsku, og móðurmál hennar, spænskan, gerði hana mjög dýrmæta í viðskiptum við spænskumælandi nágrannanna Brasilíu.
Μέχρι τότε είχε μάθει να ομιλεί Πορτογαλικά και η μητρική της, η Ισπανική, την κατέστησαν ανεκτίμητη στο να κάνει συναλλακτικές δραστηριότητες με τους ισπανόφωνους γείτονες της Βραζιλίας.
5 Hvað felur það í sér að Guð ‚gefi nýtt tungumál‘ þeim sem tala þessi ólíku tungumál? Útheimtir það að þeir hætti að tala móðurmál sitt og læri hið upprunalega tungumál sem Guð gaf Adam?
5 Για να ‘αλλάξει ο Θεός και να κάνει καθαρή’ τη γλώσσα των ανθρώπων που μιλούν όλες αυτές τις γλώσσες, μήπως θα απαιτηθεί να αφήσουν αυτοί τη μητρική τους γλώσσα και να μάθουν εκείνη που έδωσε αρχικά ο Θεός στον Αδάμ;
Eins og útskýrt er í leiðbeiningunum á bls. 2 í bæklingnum skaltu komast að því hvert sé móðurmál húsráðandans og síðan láta hann lesa textann á viðeigandi blaðsíðu í bæklingnum.
Όπως εξηγούν οι οδηγίες στη σελίδα 2 του βιβλιαρίου, αφού πρώτα εξακριβώσετε τη γλώσσα του οικοδεσπότη, δώστε του να διαβάσει τις τυπωμένες πληροφορίες στην αντίστοιχη σελίδα του βιβλιαρίου.
Annar vinnufélagi, sem var frá Filippseyjum, var forviða að rekast á móðurmál sitt í bæklingnum og vildi í framhaldinu fá að vita meira um Votta Jehóva.
Κάποια συνεργάτιδα από τις Φιλιππίνες εντυπωσιάστηκε βρίσκοντας τη μητρική της γλώσσα στο βιβλιάριο και ενδιαφέρθηκε να μάθει περισσότερα για τους Μάρτυρες του Ιεχωβά.
Ef íslenska er ekki móðurmál þitt gætirðu skoðað listann á bls. 2 og kannað hvort tímaritið kemur út á móðurmáli þínu.
Αν διαβάζετε αυτό το περιοδικό σε μια άλλη γλώσσα εκτός της μητρικής σας, γιατί να μην ανατρέξετε στη σελίδα 2 για να δείτε αν περιλαμβάνεται και η δική σας γλώσσα στις γλώσσες στις οποίες εκδίδεται Η Σκοπιά;
Rúmlega einn af hverjum fimm jarðarbúum talar einhvers konar kínversku sem sitt móðurmál.
Περίπου το 1/5 του παγκόσμιου πληθυσμού μιλά κάποια μορφή της Κινεζικής ως μητρική γλώσσα.
Þegar þú þroskast ferðu þó kannski að koma auga á kosti þess að geta talað móðurmál þitt reiprennandi.
Καθώς όμως μεγαλώνεις, ίσως αρχίσεις να εκτιμάς τα οφέλη τού να γνωρίζεις καλά τη μητρική σου γλώσσα.
Árið 1980 var þetta hlutfall orðið um tveir af fimm en núna er enska móðurmál aðeins eins af hverjum fimm vottum.
Ως το 1980, η αναλογία αυτή είχε γίνει περίπου 2 στους 5, ενώ σήμερα μόνο 1 στους 5 Μάρτυρες μιλάει την αγγλική ως μητρική του γλώσσα.
(Sálmur 143:10) Við náum ef til vill að hafa áhrif á huga fólks ef við prédikum og kennum á máli sem er ekki móðurmál þess.
(Ψαλμός 143:10) Αν κηρύττουμε ή διδάσκουμε στους ανθρώπους το άγγελμα της Γραφής σε μια γλώσσα με την οποία δεν είναι εξοικειωμένοι, μπορεί να αγγίξουμε τη διάνοιά τους.
En til að ná til hjartans hjá áheyrendum okkar er oft betra að nota móðurmál þeirra, málið sem hreyfir við innstu löngunum þeirra, hvötum og vonum. — Lúkas 24:32.
Ωστόσο, για να αγγίξουμε την καρδιά των ακροατών μας, είναι συνήθως καλύτερο να χρησιμοποιούμε τη μητρική τους γλώσσα —τη γλώσσα που μιλάει στις ενδόμυχες προσδοκίες, στα κίνητρα και στις ελπίδες τους. —Λουκάς 24:32.
Hefur einhver sem er að læra móðurmál þitt spurt þig hvað ákveðið orð merki?
Σας έχει ρωτήσει ποτέ κάποιος που μαθαίνει τη γλώσσα σας τη σημασία μιας συγκεκριμένης λέξης;
Ef þú fluttist til annars lands með fjölskyldu þinni þegar þú varst barn hefurðu kannski ekki gert þér ljóst að móðurmál þitt gæti nýst þér seinna á ævinni.
Αν η οικογένειά σου μετανάστευσε όταν ήσουν σε πολύ μικρή ηλικία, ίσως να μην έχεις καταλάβει ότι η μητρική σου γλώσσα θα μπορούσε να σου φανεί χρήσιμη αργότερα στη ζωή.
Þær eru því læsar og skrifandi á rússnesku en tala jafnframt móðurmál sitt.
Έτσι λοιπόν, διάβαζαν και έγραφαν στη ρωσική και, ταυτόχρονα, μιλούσαν τη μητρική τους γλώσσα.
Þótt Dalmatin stundaði nám erlendis hvatti Trubar hann til að leggja rækt við móðurmál sitt, slóvenskuna.
Αν και ο Νταλματίν σπούδασε στο εξωτερικό, ο Τρούμπαρ τον ενθάρρυνε να θεωρεί πολύτιμη τη μητρική του γλώσσα, τη σλοβενική, και να τη βελτιώνει.
Aklilu svaraði um hæl að hann vonaðist til þess að fá einhvern tíma að tilheyra amharískumælandi söfnuði, en amharíska er móðurmál hans.
Μάλιστα, μια ημέρα, όταν ο συνεργάτης του Ακλίλου στο έργο κηρύγματος τον ρώτησε ποιους στόχους είχε τώρα στη ζωή, ο Ακλίλου απάντησε αμέσως ότι έλπιζε να ανήκει κάποτε σε μια εκκλησία που θα μιλούσε τη γλώσσα του, την αμχαρική.
6 Börnin ykkar læra líklega tungumál heimamanna í skólanum og af umhverfi sínu, en móðurmál ykkar læra þau fyrst og fremst ef þið talið oft saman á því máli.
6 Τα παιδιά σας πιθανώς θα μάθουν την τοπική γλώσσα στο σχολείο καθώς και από τον περίγυρό τους, αλλά μαθαίνουν τη δική σας γλώσσα κυρίως μέσω της συχνής επικοινωνίας μαζί σας στη γλώσσα σας.
Ef móðurmál þitt er spænska þá „¡Buen fin de semana!“
Αν μιλάτε ισπανικά, τότε “¡Buen fin de semana!”
Nú á dögum er spænska móðurmál um það bil 540 milljóna manna.
Σήμερα, η ισπανική είναι η πρώτη γλώσσα περίπου 540 εκατομμυρίων ανθρώπων.
Þó að innfæddir eigi önnur móðurmál og tali þau dagsdaglega nota trúsystkini okkar yfirleitt ensku á samkomum og í boðunarstarfinu.
Αν και οι αδελφοί μας σε αυτές τις χώρες μπορεί να μιλούν και άλλες τοπικές γλώσσες, συχνά χρησιμοποιούν την αγγλική για την καθημερινή τους επικοινωνία στις συναθροίσεις και στη διακονία αγρού.
Noor, sem vitnað var í áður, segir: „Faðir minn reyndi að fara fram á að við töluðum móðurmál hans á heimilinu en við vildum ekki tala arabísku.
Η Νουρ, η οποία προαναφέρθηκε, λέει: «Ο πατέρας μου επέμενε πάρα πολύ να μιλάμε τη γλώσσα του στο σπίτι, αλλά εμείς δεν θέλαμε να μιλάμε αραβικά.
Móðurmál þeirra, fatastíll, siðir og matarmenning er ef til vill ólík því sem þú hefur alist upp við.
Η μητρική τους γλώσσα, το ντύσιμό τους, οι τρόποι τους και τα φαγητά τους ίσως είναι πράγματα που δεν τα έχετε συνηθίσει.
Þú gast þess aldrei að þú talaðir móðurmál mitt
Δε μου είπες ότι μιλάς τη γλώσσα μας, Δρ Τζόουνς
Margir tjá sams konar þakklæti þegar þeir fá Biblíuna og önnur rit þýdd á móðurmál sitt, þegar þeir njóta góðs af hjálparstarfi eða þegar þeir sjá árangurinn af boðuninni við ritatrillur.
Πολλοί εκφράζουν παρόμοια εκτίμηση όταν παίρνουν την Αγία Γραφή και άλλα έντυπα μεταφρασμένα στη γλώσσα τους, όταν ωφελούνται από το έργο παροχής βοήθειας ή όταν βλέπουν τα αποτελέσματα της δημόσιας μαρτυρίας στην περιοχή τους.

Ας μάθουμε Ισλανδικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του móðurmál στο Ισλανδικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ισλανδικό.

Γνωρίζετε για το Ισλανδικό

Τα ισλανδικά είναι μια γερμανική γλώσσα και η επίσημη γλώσσα της Ισλανδίας. Είναι μια ινδοευρωπαϊκή γλώσσα, που ανήκει στον βορειο-γερμανικό κλάδο της ομάδας των γερμανικών γλωσσών. Η πλειοψηφία των ισλανδόφωνων ζει στην Ισλανδία, περίπου 320.000. Περισσότεροι από 8.000 φυσικοί ομιλητές της Ισλανδίας ζουν στη Δανία. Η γλώσσα ομιλείται επίσης από περίπου 5.000 άτομα στις Ηνωμένες Πολιτείες και από περισσότερα από 1.400 άτομα στον Καναδά. Αν και το 97% του πληθυσμού της Ισλανδίας θεωρεί τα ισλανδικά ως μητρική του γλώσσα, ο αριθμός των ομιλητών μειώνεται σε κοινότητες εκτός Ισλανδίας, ιδιαίτερα στον Καναδά.