Τι σημαίνει το nota στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης nota στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του nota στο ισπανικά.

Η λέξη nota στο ισπανικά σημαίνει σημείωμα, βαθμός, τόνος, νότα, σημείωση, υποσημείωση, τόνος, μελωδία, υπόμνημα, σημείωμα, είδηση, σημείωμα, ειδοποίηση, κλειδί, βαθμός, σημείωση, σημείωμα, σχολιασμός, βαθμολογία, σχόλιο, υποψία γεύσης, δόση, υπηρεσιακό σημείωμα, άρθρο, θέμα, ανεπεξέργαστη βαθμολογία, ακατέργαστη βαθμολογία, σχόλιο, παρατηρώ, προσέχω, καταλαβαίνω, παρατηρώ, προσέχω, πιάνει το μάτι μου, αντιλαμβάνομαι, διακρίνω, αναγνωρίζω, γεύομαι, ανιχνεύω, εντοπίζω, προσέχω, παρατηρώ, βαθμολογώ, σημειώνω, υποσημείωση, σύμπτωση, βάζω υποσημειώσεις σε κτ, σημειώνω κάτι, σημειώνω, σημειώνω, γράφω, βαθμολογημένος, με βαθμό "Καλώς", σημειώνω δεόντως, καταγράφω δεόντως, Είστε έτοιμος να παραγγείλετε;, σημειώστε, σημειώσατε, σημειωτέον δε, ενημερωτικό έντυπο, περίληψη, μέσος όρος, ειδοποίηση απόρριψης, καλός βαθμός, υπόσχεση πληρωμής, πιστωτικό τιμολόγιο, χρεωστικό σημείωμα, ψηλή νότα, υψηλή νότα, μέσος όρος βαθμολογίας, βαθμός λίγο κάτω από τη βάση, βαθμολογία λίγο κάτω από τη βάση, άδεια, νότα οξύτερη κατά ένα ημιτόνιο, νότα υψωμένη κατά ένα ημιτόνιο, σημείωμα αυτοκτονίας, αυτοκτονικό σημείωμα, μήνυμα αυτοκτονίας, ευχαριστήριο σημείωμα, μουσική νότα, κεντρικό θέμα, δίνω βάση σε κτ, δίνω προσοχή σε κτ, δίνω προσοχή, προσέχω, δίνω προσοχή, προσέχω, στέλνω σημείωμα, τραγουδάω φάλτσα, φαλτσάρω, προσέχω, παίρνω παραγγελία, κόβω βαθμό, σημειώνω, καταγράφω για μελλοντική χρήση, κρατώ σημείωση για κάτι, χαμηλός βαθμός, κακός βαθμός, ευχαριστήριο, φυσική, αναίρεση. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης nota

σημείωμα

nombre femenino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Le escribí una nota con la hora de la reunión y la dejé sobre su escritorio.
Του έγραψα ένα σημείωμα με την ώρα της συνάντησης και το άφησα στο γραφείο του.

βαθμός

nombre femenino (αξιολόγηση)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Él obtuvo la nota "B+" en el examen.
Ο βαθμός του στο διαγώνισμα ήταν Β+.

τόνος

nombre femenino

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
El flautista tocó una nota dulce.
Ο φλαουτίστας έπαιξε έναν γλυκό τόνο.

νότα

nombre femenino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
¡Sigue las notas en la música! ¡No adivines!
Ακολουθήστε τις νότες στην παρτιτούρα! Μη μαντεύετε!

σημείωση, υποσημείωση

nombre femenino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
¿Has leído la nota al final de la página?
Διάβασες την υποσημείωση στο τέλος της σελίδας;

τόνος

nombre femenino

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Mantente en la nota y deja de cambiar de tono, por favor.
Μείνε στον τόνο σου και σταμάτα να αλλάζεις κλειδί, σε παρακαλώ.

μελωδία

nombre masculino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
El ave emitió una hermosa nota.

υπόμνημα, σημείωμα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Me dejó una nota en el escritorio para que la llamara.
Άφησε ένα σημείωμα στο γραφείο μου για να την καλέσω.

είδηση

nombre femenino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
¿Leíste la nota sobre el descubrimiento de un nuevo planeta?

σημείωμα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

ειδοποίηση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
El jardinero dejó una nota con el recibo en la puerta de Tom.

κλειδί

(μουσική)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
La canción estaba escrita en la nota re mayor.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Το τραγούδι γράφτηκε στο κλειδί της Ρε μείζονος.

βαθμός

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Obtuvo una mala nota en español.
Πήρε χαμηλό βαθμό στα ισπανικά.

σημείωση

nombre femenino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La reprimenda se ingresó como una nota en su archivo permanente.
Η επίπληξη περάστηκε ως σημείωση στο μόνιμο μητρώο του.

σημείωμα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

σχολιασμός

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

βαθμολογία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Sally obtuvo las calificaciones más altas en sus exámenes finales.
Η Σάλλυ είχες τις υψηλότερες βαθμολογίες στις εξετάσεις.

σχόλιο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

υποψία γεύσης

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Creo que las coles de Bruselas se han puesto malas, tienen un matiz extraño.

δόση

(genérico)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
El adicto obtuvo su dosis de cocaína.

υπηρεσιακό σημείωμα

άρθρο, θέμα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
El artículo de Jacqueline empieza en la página 7.

ανεπεξέργαστη βαθμολογία, ακατέργαστη βαθμολογία

nombre femenino

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Mi calificación en el examen de matemática fue del 65%, pero fue la mejor de la clase, así que me llevé la mejor nota.

σχόλιο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Agregué mis acotaciones (or: observaciones, or: notas) en el margen.
Πρόσθεσα τα σχόλιά μου στο περιθώριο.

παρατηρώ, προσέχω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ella notó que él no tenía puesto su anillo.
Παρατήρησε ότι δεν φορούσε το δαχτυλίδι του.

καταλαβαίνω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
¿Notas que he aumentado diez libras?
Μπορείς να καταλάβεις ότι έχω πάρει πέντε κιλά;

παρατηρώ, προσέχω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El agujero que Jim había notado en la cerca el día anterior se había vuelto más grande.

πιάνει το μάτι μου

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Cuando vi mi apariencia en el espejo, inmediatamente corrí a cambiarme.
Όταν παρατήρησα την εμφάνισή μου στον καθρέφτη, έτρεξα αμέσως πίσω στη ντουλάπα μου για να αλλάξω.

αντιλαμβάνομαι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Jess percibió un dejo de arrepentimiento en la voz de Simón.

διακρίνω, αναγνωρίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Glenn detectó el olor del gas. Detecté una nota de pena en la voz de la anciana.
Αντιλήφθηκα ένα τόνο οίκτου στη φωνή της ηλικιωμένης κυρίας.

γεύομαι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Sentí un poco de sabor a canela en la pasta.
Γεύτηκα λίγη κανέλα στα ζυμαρικά.

ανιχνεύω, εντοπίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El escáner de seguridad detectó algo extraño.
Ο σαρωτής ασφαλείας εντόπισε κάτι περίεργο.

προσέχω, παρατηρώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Se dio cuenta de su desagrado y reaccionó adecuadamente.
Πρόσεξε (or: Παρατήρησε) τη δυσαρέσκειά της και απάντησε κατάλληλα.

βαθμολογώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La maestra corrigió los exámenes de los estudiantes.
Ο καθηγητής βαθμολόγησε τα διαγωνίσματα των φοιτητών.

σημειώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ellos anotaron todos los problemas en un pedazo de papel.

υποσημείωση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
En una nota a pie de página dice que después encontraron el dinero.

σύμπτωση

(figurado) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Reencontrarme con mi ex compañero fue solo una nota a pie de página de la conferencia.

βάζω υποσημειώσεις σε κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

σημειώνω κάτι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

σημειώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Apuntaré la dirección.
Θα σημειώσω στα γρήγορα τη διεύθυνση.

σημειώνω, γράφω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La policía anotó su nombre y dirección y le dijo que no abandonara la ciudad.
Ο αστυνομικός σημείωσε το όνομα και τη διεύθυνσή του και του είπε να μην φύγει από την πόλη.

βαθμολογημένος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

με βαθμό "Καλώς"

locución adjetiva

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

σημειώνω δεόντως, καταγράφω δεόντως

locución verbal

Είστε έτοιμος να παραγγείλετε;

(restaurante)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

σημειώστε, σημειώσατε

expresión (latín: presta atención)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

σημειωτέον δε

expresión (latinismo)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Nota bene, trabajos entregados fuera del plazo no serán tenidos en cuenta.

ενημερωτικό έντυπο

El folleto dice que debes registrarte online.
Το ενημερωτικό έντυπο λέει πως πρέπει να εγγραφείς διαδικτυακά. Η γραμματέας διασφάλισε πως υπήρχαν αρκετά αντίγραφα του ενημερωτικού εντύπου για όλους όσους συμμετείχαν στη σύσκεψη.

περίληψη

(libro)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Antes de comprar un libro, siempre leo la publicidad en la tapa de la cubierta posterior.

μέσος όρος

(calificaciones)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
Molly tiene el promedio general más alto de noveno grado.

ειδοποίηση απόρριψης

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
La mayoría de los autores reciben muchas notas de rechazo antes de ser finalmente publicados.

καλός βαθμός

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Obtuve una nota alta en el examen de español.

υπόσχεση πληρωμής

locución nominal femenina

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

πιστωτικό τιμολόγιο

nombre femenino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
A cambio del producto que devolvió, le extendieron una nota de crédito.

χρεωστικό σημείωμα

nombre femenino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Nota de débito es el documento que envía un comerciante a su cliente, en la que le notifica haber cargado o debitado en su cuenta una determinada suma o valor.

ψηλή νότα, υψηλή νότα

nombre femenino (música)

Siempre llega a las notas altas.

μέσος όρος βαθμολογίας

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
El puntaje promedio de este examen es del 65%.

βαθμός λίγο κάτω από τη βάση, βαθμολογία λίγο κάτω από τη βάση

locución nominal femenina (AR)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Eso fue una nota casi de eximición, sólo necesitabas dos puntos más para aprobar.

άδεια

(καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
No se olviden de hacerles firmar a sus padres la nota de permiso para ir al concierto.

νότα οξύτερη κατά ένα ημιτόνιο, νότα υψωμένη κατά ένα ημιτόνιο

nombre femenino (Música) (μουσική)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Las notas sostenidas se representan en el pentagrama con #.

σημείωμα αυτοκτονίας, αυτοκτονικό σημείωμα, μήνυμα αυτοκτονίας

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

ευχαριστήριο σημείωμα

No te olvides de mandarles una carta de agradecimiento.

μουσική νότα

κεντρικό θέμα

δίνω βάση σε κτ, δίνω προσοχή σε κτ

locución verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Tomen nota de las fechas de entrega de la tarea.

δίνω προσοχή, προσέχω

locución verbal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Estaba tomando buena nota ¡pero todavía no entiendo cómo hizo el mago para levantar tu reloj!

δίνω προσοχή, προσέχω

locución verbal (figurado) (ακούω προσεκτικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Tomad nota todos o tendréis problemas.

στέλνω σημείωμα

verbo transitivo

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

τραγουδάω φάλτσα, φαλτσάρω

locución verbal (AR, coloquial)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

προσέχω

locución verbal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Tomen nota, señores: el trabajo se tiene que terminar hoy.

παίρνω παραγγελία

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
¿Les tomo el pedido ahora o necesitan más tiempo para decidir?

κόβω βαθμό

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
La profesora le bajó la nota a mi prueba porque cometí muchos errores de ortografía.
Ο καθηγητής μου έκοψε βαθμούς επειδή έγραψα λάθος πολλές λέξεις.

σημειώνω, καταγράφω για μελλοντική χρήση

locución verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Espera, tomaré nota de eso.
Μισό λεπτό να το σημειώσω.

κρατώ σημείωση για κάτι

locución verbal

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)

χαμηλός βαθμός, κακός βαθμός

(συχνά στον πληθυντικό)

Siempre tenía notas bajas en física y química.

ευχαριστήριο

Ella envió una nota de agradecimiento por los regalos de boda.
Έστειλε ευχαριστήριες κάρτες για τα δώρα του γάμου.

φυσική

(música)

Las teclas blancas son para las notas naturales, y las negras para los sostenidos y los bemoles.
Τα λευκά πλήκτρα στο πιάνο είναι για τις φυσικές και τα μαύρα για τις διέσεις και τις υφέσεις.

αναίρεση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Mira la notación, es una nota natural, no sostenida.

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του nota στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Σχετικές λέξεις του nota

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.