Τι σημαίνει το pequeño στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης pequeño στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του pequeño στο ισπανικά.

Η λέξη pequeño στο ισπανικά σημαίνει μικρός, κοντός, μικρός, μικρός, αγοράκι, μικρός, μικρόσωμος, ελάχιστος, μικρός, μικροσκοπικός, παιδί, παιδάκι, παιδί, περιορισμένος, ντελικάτος, λεπτεπίλεπτος, μικρός, S, μικροσκοπικός, μικρότερος, μικρός, το μικρότερο παιδί, συνοπτικός, σύντομος, μικρός, μικρότερος, μικρός, μικρός, αγοράκι, ο λιγότερος, μικρότερος, μικρός, μπαούλο, μπαουλάκι, εξόγκωμα, XS, περιορίζω, μειώνω, λιγοστεύω, ελαττώνω, μικροσκοπικός, μικρούλης, μικρούτσικος, πριβέ, κοντύτερος, μικρός, μικροσκοπικός, μικροσκοπικός, λιλιπούτειος, extra small, όταν ήμουν παιδί, σαν παιδί, τόσο λίγος όσο, τόσο μικρός όσο, η απουσία αυξάνει την ένταση της αγάπης, διαβολάκι, διαολάκι, αυτοκίνητο πόλης, ιδιοκτήτης μικρής έκτασης γης, ρυάκι, κυκλάκι, ψευτοπαρηγοριά, διαολάκι, διαβολάκι, μικρό δάχτυλο ποδιού, δεύτερος ρόλος, Μπόρντερ Τεριέ, βαρελάκι, μικρό δωμάτιο, δωμάτιο φιλοξενούμενων, μικροεπιχειρηματίας, μικρό διαμέρισμα, ένα μικρό ποσοστό, συνοικιακό κατάστημα, αγοράκι, μαστραπάς, μικρό κεραμικό σκεύος για μαγείρεμα, μικρό μέγεθος, διαβολάκι, τερατάκι, μεσοαστός, μεταχειρισμένα ρούχα, παλιά ρούχα, μικρότερος, μεσοαστικός, πεταλούδα, μικρό γήπεδο μπέιζμπολ, καρυδότσουφλο, κεφαλάκι, μικρός ρόλος, σε άσχημη κατάσταση, δωματιάκι, είμαι πολύ μεγάλος για κτ, μικρό βήμα, μικρούλης, μικρούτσικος, κρυψώνα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης pequeño

μικρός

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Usó una cuchara pequeña para remover su café.
Χρησιμοποίησε ένα μικρό κουτάλι για να ανακατέψει τον καφέ του.

κοντός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
El niño es muy pequeño para alcanzar esa altura.
Το παιδί είναι πολύ κοντό και δεν φτάνει.

μικρός

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Esta inversión nos da un rendimiento pequeño. Deberíamos invertir en otra parte.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Η επένδυση αυτή απέδωσε μόνο μικρό κέρδος. Καλύτερα να επενδύσουμε αλλού.

μικρός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Es un viaje corto desde aquí.
Είναι πολύ μικρή η απόσταση από εδώ.

αγοράκι

nombre masculino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

μικρός

(literal)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Le dolía el tobillo y sólo podía dar pequeños pasos.

μικρόσωμος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Es muy pequeña para salir con un jugador de baloncesto, ¿no?
Είναι πολύ μικρόσωμη για να βγει με μπασκετμπολίστα, έτσι δεν είναι;

ελάχιστος

(posibilidad)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Hay una pequeña posibilidad de que llueva mañana, pero hasta ahora, es más probable que esté soleado.

μικρός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Las pinturas de Vermeer son admiradas por sus pequeños detalles.

μικροσκοπικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Alice vivía en un pequeño estudio, y apenas tenía espacio para caminar alrededor de la cama.
Η Άλις ζούσε σε ένα μικροσκοπικό στούντιο στο οποίο μετά βίας υπήρχε χώρος να περπατήσει γύρω από το κρεβάτι της.

παιδί, παιδάκι

nombre masculino, nombre femenino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

παιδί

nombre masculino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
¡Vamos, pequeños (or: niños), es hora de irse a dormir!

περιορισμένος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
A mi hija no le gusta ir al sótano porque odia los espacios cerrados.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Το δωμάτιο δεν είχε παράθυρα και ήταν περιορισμένο.

ντελικάτος, λεπτεπίλεπτος

(μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Por lo general, la actriz delicada hace papeles de personajes más jóvenes que ella.

μικρός

(posibilidad)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Hay una escasa posibilidad de que Roberto pierda su empleo.
Υπάρχει μια μικρή πιθανότητα να χάσει τη δουλειά του ο Ρόμπερτ.

S

(talle, ropa) (συντομογραφία: small)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
La camisa está disponible en S, M, L y XL.
Το πουκάμισο βγαίνει σε S, M, L και XL.

μικροσκοπικός

(ropa)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Todo el mundo creía que las cortas vestimentas de Joan eran inapropiadas.

μικρότερος, μικρός

(deportes: liga, no primera)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
El jugador de béisbol tenía mucho éxito en la liga menor.
Ο παίχτης του μπέιζμπολ ήταν επιτυχημένος στα μικρότερα πρωταθλήματα.

το μικρότερο παιδί

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Con frecuencia, el menor de la familia es el que recibe más atención.
Το στερνοπαίδι της οικογένειας συνήθως το προσέχουν περισσότερο.

συνοπτικός, σύντομος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Una descripción concisa te ayudará a identificar las plantas.
Οι σύντομες περιγραφές θα σε βοηθήσουν να αναγνωρίσεις τα φυτά.

μικρός, μικρότερος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Tengo tres hermanos menores y una hermana mayor.
Έχω τρεις μικρούς (or: μικρότερους) αδερφούς και μια μεγάλη αδερφή.

μικρός

(μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Como dijo Emerson: "El tonto afán por la coherencia es el gnomo de la mentes estrechas".
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Δεν μπορώ να σας καταλάβω με το μικρό μου μυαλό.

μικρός

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Este televisor es grande pero el de nuestro dormitorio es pequeño.
Αυτή η τηλεόραση είναι μεγάλη, αλλά εκείνη που έχουμε στο δωμάτιό μας είναι μικρή.

αγοράκι

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
¡Te conozco desde que eras un niño pequeño!

ο λιγότερος

De los tres hermanos, Tony gasta la menor cantidad de dinero en ropa.

μικρότερος, μικρός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
El doctor tiene que ignorar las lesiones menores porque había mucha gente herida.
Ο γιατρός πρέπει να αγνοήσει τα μικρότερα τραύματα γιατί τόσοι πολλοί άνθρωποι είχαν χτυπήσει.

μπαούλο, μπαουλάκι

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
El soldado tiene una foto de su esposa en su casillero.

εξόγκωμα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

XS

(voz inglesa) (νούμερο ρούχων)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

περιορίζω, μειώνω, λιγοστεύω, ελαττώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

μικροσκοπικός, μικρούλης, μικρούτσικος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
El niño pequeñito tenía que sentarse en una pila de cojines para llegar a la mesa.
Το μικρούτσικο παιδάκι έπρεπε να καθίσει πάνω σε μια στοίβα από μαξιλάρια για να μπορέσει να φτάσει το τραπέζι.

πριβέ

(en un bar) (συνήθως σε κλαμπ)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Richard y Daisy se llevaron sus bebidas al cuartito.

κοντύτερος

(estatura)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Mallory es más baja que su hermana mayor.

μικρός, μικροσκοπικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

μικροσκοπικός, λιλιπούτειος

locución adjetiva (εξαιρετικά μικρός)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

extra small

(AR)

(άκλιτο επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.κυριλέ ντύσιμο, γκρι μαλλιά κλπ, και δεν αλλάζει ανάλογα με το γένος. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Este vestido es XS y me queda chico,, ¿no tenés uno igual que sea S?

όταν ήμουν παιδί, σαν παιδί

locución adverbial

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
De niño, Enrique tenía terror a los perros, pero más tarde se hizo veterinario.

τόσο λίγος όσο, τόσο μικρός όσο

(cantidad)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Tan poco como dos gramos alcanzan para matarte.

η απουσία αυξάνει την ένταση της αγάπης

expresión

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

διαβολάκι, διαολάκι

(un niño) (καθομιλουμένη, μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Kyle le dijo al niño que lo deje en paz, pero el pequeño fastidioso no se iba.

αυτοκίνητο πόλης

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Puedo estacionar mi coche pequeño donde quiero porque es muy pequeño.

ιδιοκτήτης μικρής έκτασης γης

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Los pequeños agricultores están protestando contra el nuevo cable de alta tensión.

ρυάκι

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

κυκλάκι

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

ψευτοπαρηγοριά

(PR)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La pensión, aunque no era mala, era un pequeño consuelo para la viuda.

διαολάκι, διαβολάκι

(για παιδιά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Mi hermano era un pequeño demonio cuando era chico.
Ο αδερφός μου ήταν διαολάκι όταν ήταν μικρός.

μικρό δάχτυλο ποδιού

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Se rompió el dedo pequeño del pie cuando un auto le pisó el pie.

δεύτερος ρόλος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

Μπόρντερ Τεριέ

locución nominal masculina (ράτσα σκύλου)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

βαρελάκι

nombre masculino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Trajeron la cerveza en pequeños barriles metálicos.

μικρό δωμάτιο, δωμάτιο φιλοξενούμενων

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Θα σου στρώσω το κρεβάτι στο δωμάτιο των φιλοξενούμενων.

μικροεπιχειρηματίας

locución nominal masculina

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Los pequeños empresarios han sido gravemente perjudicados por la crisis.

μικρό διαμέρισμα

nombre masculino

Esta habitación me recuerda un pequeño apartamento en el que vivía durante mi época de estudiante.

ένα μικρό ποσοστό

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Reservó un pequeño porcentaje para él, el resto se lo dio a sus hijos.

συνοικιακό κατάστημα

(μτφ: όχι μέλος αλυσίδας)

αγοράκι

(informal, niño)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

μαστραπάς

(παλαιό)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

μικρό κεραμικό σκεύος για μαγείρεμα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μικρό μέγεθος

διαβολάκι, τερατάκι

(καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Mi sobrino es un diablillo, quedó agotada después de cuidarlo toda la tarde.

μεσοαστός

locución nominal con flexión de género

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

μεταχειρισμένα ρούχα, παλιά ρούχα

Al más pequeño le toca llevar la ropa que le queda pequeño a su hermano mayor.

μικρότερος

(superlativo) (αδερφός, αδερφή)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La más joven de mis hermanas tiene 10 años menos que yo.
Η μικρότερη αδερφή μου είναι 10 χρόνια πιο μικρή από μένα.

μεσοαστικός

locución adjetiva

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

πεταλούδα

(especie de Saturnia pavonia) (έντομο)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Casi todas las mariposas emperador tienen alas de colores brillantes.

μικρό γήπεδο μπέιζμπολ

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

καρυδότσουφλο

(καθομιλουμένη, μτφ)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

κεφαλάκι

(queso) (τυρί)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

μικρός ρόλος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Todo el mérito deberías llevártelo tú, yo sólo jugué un pequeño papel en la consecución del contrato.

σε άσχημη κατάσταση

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Decir que la economía está hecha un pequeño desastre sería poco.

δωματιάκι

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

είμαι πολύ μεγάλος για κτ

locución verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μικρό βήμα

μικρούλης, μικρούτσικος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

κρυψώνα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του pequeño στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Σχετικές λέξεις του pequeño

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.