Τι σημαίνει το reaching στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης reaching στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του reaching στο Αγγλικά.
Η λέξη reaching στο Αγγλικά σημαίνει φτάνω, φτάνω, επικοινωνώ με κπ, φτάνω, φτάνω, φτάνω, φτάνω, κάνω να πιάσω, φτάνω, ικανότητα αντίληψης, εύρος, πεδίο, τεντώνομαι, φτάνω, τεντώνω, απλώνω, φτάνω, φτάνω ως, φτάνω μέχρι, παρακολουθούμαι από, δίνω να καταλάβει, τεντώνω το χέρι, απλώνω το χέρι, τεντώνω το χέρι προς κπ/κτ, απλώνω το χέρι προς κπ/κτ, εκτείνομαι σε κτ, στρέφομαι προς, απλώνω τα χέρια, προσπαθώ να επικοινωνήσω, τεντώνομαι πάνω από κτ, σηκώνω τα χέρια, απλώνω τα χέρια, που δεν είναι προσβάσιμος, σε σημείο που δεν μπορεί να το πιάσει κπ, ανέφικτος, ακατόρθωτος, μεγάλη προσδοκία, ευρύ πεδίο, φτάνω στον πάτο, σε απόσταση που δεν φτάνεται, σε απόσταση μεγαλύτερη από το σημείο που φτάνει το χέρι, ανέφικτος, ακατόρθωτος, μη προσβάσιμος σε κπ, βρίσκω μία συμβιβαστική λύση, προβαίνω σε συμβιβασμό, καταλήγω σε συμφωνία, σκύβω, στοχεύω ψηλά, ωριμάζω, ενηλικιώνομαι, φτάνω σε οργασμό, φτάνω στα όριά μου, φτάνω, πετυχαίνω τους στόχους μου, σε μικρή απόσταση, σε απόσταση αναπνοής. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης reaching
φτάνωtransitive verb (get to, arrive at) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Have you reached Philadelphia yet? If not, keep driving. Φτάσατε στη Φιλαδέλφεια; Αν όχι, συνεχίστε να οδηγείτε. |
φτάνωtransitive verb (extend arm) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Can you reach the glasses on the top shelf? Φτάνεις τα ποτήρια στο πάνω ράφι; |
επικοινωνώ με κπtransitive verb (figurative (contact by telephone) Let me see if I can reach him to ask him about the party. Άσε να δω αν μπορώ να τον πιάσω στο τηλέφωνο και να τον ρωτήσω για το πάρτι. |
φτάνωtransitive verb (plane, train: arrive at) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The train reached its destination on time. Το τρένο έφτασε στον προορισμό του στην ώρα του. |
φτάνωtransitive verb (extend: in distance) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) His legs were so long they reached the end of the bed. Τα πόδια του ήταν τόσο μακριά που έφταναν στην άκρη του κρεβατιού. |
φτάνωtransitive verb (limit, level: attain) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The temperature is expected to reach 30°C today. Η θερμοκρασία αναμένεται να φτάσει τους 30°C σήμερα. |
φτάνωtransitive verb (live to be: a given age) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) He felt lucky to have reached the age of ninety. Αισθανόταν τυχερός που έφτασε τα ενενήντα. |
κάνω να πιάσω(move to take) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) He reached for the book. Τεντώθηκε για να πιάσει το βιβλίο. |
φτάνωnoun (arm's length) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The glasses on the top shelf are beyond her reach. Δεν φτάνει τα ποτήρια στο πάνω ράφι. |
ικανότητα αντίληψηςnoun (figurative (comprehension) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) That idea is beyond the reach of most students. |
εύρος, πεδίοnoun (figurative (extent, range) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) The reach of the storm extended all the way to California. |
τεντώνομαιintransitive verb (stretch) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) She reached towards the ceiling to stretch her sore muscles. |
φτάνωintransitive verb (extend) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The sound reaches far, but nobody is listening. |
τεντώνω, απλώνωtransitive verb (extend, stretch out) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) He reached his hand down to pick the paper off the floor. |
φτάνωtransitive verb (amount to) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The charity collection reached thirty thousand dollars this year. |
φτάνω ως, φτάνω μέχριtransitive verb (go as far as) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) We have just enough gas to reach the next service station. Τα καύσιμα μας φτάνουν ίσα για να φτάσουμε ως το επόμενο βενζινάδικο. |
παρακολουθούμαι απόtransitive verb (TV, radio: be seen by) (εικόνα) This show reaches thousands of teenagers. |
δίνω να καταλάβειtransitive verb (figurative (make understand) (σε κάποιον) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) I've explained the problem to him many times, but you just can't reach him. Του εξήγησα πολλές φορές το πρόβλημα, αλλά δεν μπορώ να τον κάνω να το καταλάβει. |
τεντώνω το χέρι, απλώνω το χέριphrasal verb, intransitive (stretch arm out) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) He reached across and stroked me on the cheek. |
τεντώνω το χέρι προς κπ/κτ, απλώνω το χέρι προς κπ/κτphrasal verb, transitive, inseparable (stretch arm over) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Susie knocked my wine glass over when she reached across the table to get the salt. |
εκτείνομαι σε κτphrasal verb, transitive, inseparable (figurative (extend over) Graceful elm trees reached across the garden path. |
στρέφομαι προςphrasal verb, transitive, inseparable (figurative (turn to, resort to) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Instead of apologising for his mistakes, Don always reaches for excuses. |
απλώνω τα χέριαphrasal verb, intransitive (literal (extend one's arm outwards) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
προσπαθώ να επικοινωνήσωphrasal verb, intransitive (figurative (try to communicate) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I tried to reach out to the family in their time of need. Προσπάθησα να επικοινωνήσω με την οικογένεια σε αυτή τους τη δύσκολη στιγμή. |
τεντώνομαι πάνω από κτphrasal verb, intransitive (stretch one's arm out) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) She had to reach over the sink to open the kitchen window. |
σηκώνω τα χέρια, απλώνω τα χέριαphrasal verb, intransitive (extend one's arm upwards) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
που δεν είναι προσβάσιμοςadjective (inaccessible) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) To avoid accidents, make sure that the appliance and its power cord are beyond reach of children. Προς αποφυγή ατυχημάτων, φροντίστε η συσκευή και το καλώδιό της να μην είναι προσβάσιμα σε παιδιά. |
σε σημείο που δεν μπορεί να το πιάσει κπadverb (in an inaccessible place) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) We placed a mobile above the cot, just beyond reach, so the baby had to grab at it. |
ανέφικτος, ακατόρθωτοςadjective (figurative (unattainable) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) He proved that no dream was beyond reach if we were willing to work for it. |
μεγάλη προσδοκίαnoun (great scope) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ευρύ πεδίοnoun (wide-ranging effect or influence) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) They successfully used the internet to give them a broad reach to a whole new class of voters. |
φτάνω στον πάτοverbal expression (figurative, informal (reach lowest, worst level) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Mike hit rock bottom when he failed all his exams. |
σε απόσταση που δεν φτάνεταιadverb (beyond arm's length) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) I could almost touch the ceiling, but it was just out of reach. Μπορούσα σχεδόν ν' αγγίξω το ταβάνι, αλλά ήταν μόλις σε μια απόσταση που δε φτανόταν. |
σε απόσταση μεγαλύτερη από το σημείο που φτάνει το χέριadjective (beyond arm's length) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
ανέφικτος, ακατόρθωτοςadjective (figurative (unattainable) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) On my salary, a new Ferrari is out of reach. So far, a cure for the common cold remains out of reach. Με το μισθό μου μια καινούρια Φεράρι είναι κάτι ανέφικτο. Μέχρι τώρα, θεραπεία για το κοινό κρυολόγημα παραμένει ανέφικτη. |
μη προσβάσιμος σε κπexpression (inaccessible) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Your pills should be out of the reach of children. |
βρίσκω μία συμβιβαστική λύση, προβαίνω σε συμβιβασμόverbal expression (find a mutually-acceptable solution) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) It's hard for people to reach a compromise when their goals are very different. |
καταλήγω σε συμφωνίαverbal expression (come to a mutual decision) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) After seven months of negotiations the union and management have finally reached agreement. |
σκύβω(extend arm downward) (έμφαση στην κατεύθυνση) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Greg reached down to give the little girl a flower. |
στοχεύω ψηλάexpression (figurative (try to achieve [sth] difficult) |
ωριμάζω, ενηλικιώνομαιverbal expression (grow up, become an adult) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Some farm animals can take up to three years to reach maturity. A lot of kids these days are in too much of a hurry to reach maturity. Κάποια ζώα της φάρμας κάνουν έως και τρία χρόνια για να ενηλικιωθούν. |
φτάνω σε οργασμόverbal expression (climax sexually, come) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Some people become so dependent on pornography that they can't reach orgasm without it. |
φτάνω στα όριά μουverbal expression (figurative, informal (be exasperated) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) I need a break from the kids; I've reached the end of my rope! |
φτάνωverbal expression (arrive) (σε προορισμό) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) You may need to change trains and take a bus before you reach your destination. Μπορεί να χρειαστεί να αλλάξεις τρένο και να πάρεις λεωφορείο πριν φτάσεις. |
πετυχαίνω τους στόχους μουverbal expression (achieve your aim) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) You'll never reach your goal without a lot of hard work. Δεν θα πετύχεις ποτέ τους στόχους σου χωρίς σκληρή δουλειά. |
σε μικρή απόστασηadverb (close enough to be reached) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Medicines should not be stored within reach of children. The baby cried for the ball, which was not within reach. Τα φάρμακα δεν πρέπει να αποθηκεύονται σε μικρή απόσταση από τα παιδιά. Το μωρό έκλαιγε για την μπάλα, η οποία δεν ήταν σε μικρή απόσταση. |
σε απόσταση αναπνοήςadjective (figurative (attainable) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Solar powered cities are within reach. |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του reaching στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του reaching
Συνώνυμα
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.