Τι σημαίνει το reunión στο ισπανικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης reunión στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του reunión στο ισπανικά.
Η λέξη reunión στο ισπανικά σημαίνει συνάντηση, συνέλευση, συγκέντρωση, συνάντηση, συγκέντρωση, οι συγκεντρωμένοι, επανένωση, σύσκεψη, συνεδρίαση, οι συγκεντρωμένοι, συνάθροιση, συγκέντρωση, συνάθροιση, συγκέντρωση, συζήτηση σε ανεπίσημο επίπεδο, συγκέντρωση, συνάντηση, συγκέντρωση, συμβούλιο, συνάντηση, σύσκεψη, συγκέντρωση, επιτροπή, μάζωξη, συνάντηση, συγκέντρωση, συνάθροιση, παρέα, συγκέντρωση, συνάθροιση, συμβούλιο, συνεδρίαση, συνάντηση, συνέδριο, συγκέντρωση, συνάντηση, συνάθροιση, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, σε συνεδρία, χορός του σχολείου, συνέλευση, τηλεδιάσκεψη, κλήση διάσκεψης, συνάντηση σε κλειστό κύκλο, συνάντηση πρόσωπο με πρόσωπο, μηνιαία συνάντηση, ο καλός κόσμος, τριμηνιαία συνάντηση, συνάντηση κάθε τρίμηνο, ετήσια συνάντηση, σύσκεψη, διάσκεψη, συνεδρίαση, σημείο συνάντησης, χώρος συγκέντρωσης, επαγγελματική συνάντηση, ενημερωτική συνάντηση, συνεδρία αξιολόγησης, σύσκεψη πωλητών, συνάντηση πωλητών, συνέλευση προσωπικού, συνάντηση προσωπικού, το καλύτερο δυνατόν, συνάντηση παλιών συμμαθητών, οικογενειακή συγκέντρωση, οικογενειακή συνάντηση, αίθουσα συνάθροισης που προσαρτάται σε εκκλησία, συνέλευση δημοτών, συνεδριάζω, συγκεντρώνομαι, συναθροίζομαι, συνάντηση φαλαινοθήρων, κρυφή συνάντηση, συγκέντρωση μαθητών, στο σπίτι, αναφορά, ενημέρωση, τακτική συνεδρίαση, τακτική συνάντηση. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης reunión
συνάντηση, συνέλευση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La reunión de la comunidad tuvo una duración de dos horas. Η συνάντηση (or: συνέλευση) της κοινότητας κράτησε δύο ώρες. |
συγκέντρωσηnombre femenino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Hubo una reunión en el ayuntamiento para discutir los proyectos de construcción. Έγινε μια συγκέντρωση στο δημαρχείο για να συζητηθούν τα σχέδια ανοικοδόμησης. |
συνάντησηnombre femenino (παλιών συμμαθητών κ.λπ.) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Neil apenas podía reconocer a algunos de sus amigos de escuela en la reunión, hace veinte años que habían terminado la escuela. Ο Νιλ δυσκολεύτηκε να αναγνωρίσει μερικούς από τους παλιούς συμμαθητές του στο reunion (or: ριγιούνιον). Είχαν περάσει τριάντα χρόνια από τότε που τελείωσαν το σχολείο. |
συγκέντρωση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Tendremos una pequeña reunión el viernes si quieres venir. Θα κάνουμε μια μικρή μάζωξη την Παρασκευή άμα θέλεις να έρθεις. |
οι συγκεντρωμένοιnombre femenino (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Unos cuantos granjeros y algunos tenderos asistieron a la reunión. Στους συγκεντρωμένους συγκαταλέγονταν μερικοί αγρότες και κάποιοι καταστηματάρχες. |
επανένωση(músicos) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Cuando la banda anunció su reunión, los fanáticos estuvieron encantados. |
σύσκεψη, συνεδρίαση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La junta para hablar del nuevo proyecto empezará a las cuatro de la tarde. Η σύσκεψη (or: Το μίτινγκ) για το νέο έργο αρχίζει στις τέσσερις η ώρα. |
οι συγκεντρωμένοι
El cura terminó la oración y la concurrencia dijo "Amén". Ο ιερέας τελείωσε την προσευχή και το ποίμνιο μουρμούρησε «Αμήν». |
συνάθροιση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Juan cantó un solo ante la reunión. Ο Χουάν τραγούδησε ένα σόλο πριν τη συνάθροιση. |
συγκέντρωση, συνάθροιση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
συγκέντρωση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Anoche fuimos a una reunión en casa de nuestros vecinos, y la pasamos regio. |
συζήτηση σε ανεπίσημο επίπεδο
(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
συγκέντρωσηnombre femenino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La reunión de la ígelsia comunitaria atrajo a personas de todas las edades. |
συνάντηση, συγκέντρωσηnombre femenino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Todas las mujeres de las granjas cercanas vinieron para la reunión anual de confección de colchas. |
συμβούλιο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Después de una consulta breve con el director, los dos maestros decidieron renunciar. |
συνάντηση(coloquial) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) No te he visto en años, debemos hacer una juntada pronto. |
σύσκεψη(συνήθως σε γραφείο κλπ) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) El profesor dio una conferencia a los padres para presentar el programa. Ο δάσκαλος έκανε μια συνάντηση με τους γονείς για να παρουσιάσει το πρόγραμμα σπουδών. |
συγκέντρωση(ES, coloquial) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Han organizado una quedada para escuchar música el próximo fin de semana ¿te apuntas? |
επιτροπή
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) El parlamento de obispos se reúne sólo cada tres años. Η επισκοπή επιτροπή συνεδριάζει μόνο κάθε τρία χρόνια. |
μάζωξη(ES, coloquial) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Las chicas tienen una quedada esta noche en mi casa. Τα κορίτσια έχουν συνάντηση σήμερα στο σπίτι μου. |
συνάντηση, συγκέντρωση, συνάθροιση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Habrá una convención de motociclistas en el parque el sábado. Θα γίνει μια συνάντηση (or: μάζωξη) μοτοσικλετιστών στο πάρκο το Σάββατο. |
παρέα
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Después de la cena, el tío Arturo entretuvo a la compañía con otra de sus anécdotas. Μετά το δείπνο, ο θείο Άρθουρ διασκέδασε την παρέα με ακόμα ένα από τα μακροσκελή ανέκδοτά του. |
συγκέντρωση, συνάθροιση(por la noche) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Fue una velada casual con pizza y vino de la casa. |
συμβούλιο(privada, breve) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Los jefes tuvieron una breve charla para decidir qué hacer con el aspirante. |
συνεδρίαση, συνάντηση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Durante la sesión de la tarde, el grupo debatió sobre la política de reclutamiento de la empresa. |
συνέδριο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Muchas personas llegaron a la convención de ciencia ficción usando disfraces. |
συγκέντρωση, συνάντησηnombre femenino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Hay una fiesta benéfica a favor de organizaciones de caridad. ¿Quieres ir? |
συνάθροιση(cristianismo) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Esta mañana se celebrará una reunión de veneración cuáquera en el salón. Θα γίνει μια συνάθροιση (or: μάζωξη) Κουακέρων για προσευχή στην αίθουσα σήμερα το πρωί. |
<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>(voz inglesa) |
σε συνεδρίαlocución adverbial (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Me temo que el jefe está en una reunión y no puede atender ningún llamado en este momento. |
χορός του σχολείου
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Suzie está ahorrando para comprar un nuevo vestido para ponérselo en la reunión de antiguos alumnos. Η Σούζυ κάνει οικονομίες για να αγοράσει ένα καινούργιο φόρεμα για τον χορό του σχολείου. |
συνέλευση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La designación del candidato demócrata se llevará a cabo en dos semanas. |
τηλεδιάσκεψη, κλήση διάσκεψης
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La ventaja de una conferencia telefónica es que gente de todo el mundo puede participar en ella. |
συνάντηση σε κλειστό κύκλο
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Aunque algunos miembros pedían un debate público, la mayoría pensó que el asunto era tan sensible que debía discutirse en una reunión a puerta cerrada. |
συνάντηση πρόσωπο με πρόσωπο
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Cuando se discuten cosas como estas suele ser mejor una reunión en persona. |
μηνιαία συνάντησηnombre femenino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) ¿Fuiste a la última reunión mensual de la compañía? |
ο καλός κόσμος(μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Dos cosas nunca deberían discutirse en una reunión social: religión y política. |
τριμηνιαία συνάντηση, συνάντηση κάθε τρίμηνοnombre femenino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Recuerda que este viernes es la reunión trimestral del grupo de ventas con el jefe. |
ετήσια συνάντησηnombre femenino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Nota para el director: en España es una "reunión anual", no un "mitin anual". |
σύσκεψη, διάσκεψη, συνεδρίασηlocución nominal femenina (συμβουλίου) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Se solicita a todos los directores que estén presentes en la reunión de la Junta directiva del próximo viernes. |
σημείο συνάντησηςlocución nominal masculina (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Fijaron la biblioteca como punto de reunión porque estaba cerca de la casa de ambos. |
χώρος συγκέντρωσης
(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) En caso de incendio, el punto de encuentro es el estacionamiento. |
επαγγελματική συνάντηση
|
ενημερωτική συνάντησηnombre femenino Para explicar lo sucedido la directora convocó a los padres a una reunión informativa. |
συνεδρία αξιολόγησηςlocución nominal femenina (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
σύσκεψη πωλητών, συνάντηση πωλητώνnombre femenino (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
συνέλευση προσωπικού, συνάντηση προσωπικούnombre femenino (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
το καλύτερο δυνατόν
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
συνάντηση παλιών συμμαθητών
(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
οικογενειακή συγκέντρωση, οικογενειακή συνάντηση
Mi cuñado viene de Australia a visitarnos, así que vamos a organizar una reunión familiar. |
αίθουσα συνάθροισης που προσαρτάται σε εκκλησία
(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
συνέλευση δημοτών
(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
συνεδριάζω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) El consejo va a celebrar una reunión para debatir sobre el mantenimiento de las carreteras. |
συγκεντρώνομαι, συναθροίζομαιlocución verbal (formal) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Los líderes de equipo necesitan tener una reunión para discutir los problemas. Οι αρχηγοί της ομάδας πρέπει να μαζευτούν για να συζητήσουν το πρόβλημα. |
συνάντηση φαλαινοθήρων
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
κρυφή συνάντηση
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
συγκέντρωση μαθητών
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) En la escuela de Victor, la reunión de profesores y alumnos tiene lugar cada mañana a las 9:00 en punto. |
στο σπίτι
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Estoy organizando una reunión en casa para este fin de semana ¿no querés venir?. |
αναφορά, ενημέρωση(posterior a evento) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) El equipo facilitará al cliente una reunión informativa cuando el proyecto finalice. |
τακτική συνεδρίαση, τακτική συνάντησηlocución nominal femenina |
Ας μάθουμε ισπανικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του reunión στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.
Σχετικές λέξεις του reunión
Ενημερωμένες λέξεις του ισπανικά
Γνωρίζετε για το ισπανικά
Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.