Τι σημαίνει το reyna στο Ισλανδικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης reyna στο Ισλανδικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του reyna στο Ισλανδικό.
Η λέξη reyna στο Ισλανδικό σημαίνει δοκιμάζω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης reyna
δοκιμάζωverb Háttur lífsins er að láta reyna á ankeri okkar og freista okkar til að reka frá. Η ζωή έχει έναν τρόπο να δοκιμάζει την άγκυρά μας και να μας βάζει σε πειρασμό να μετατοπισθούμε. |
Δείτε περισσότερα παραδείγματα
Djöfullinn lagði hverja ógæfuna á fætur annarri á þennan trúfasta mann til að reyna að fá hann til að hætta að þjóna Guði. Ο Διάβολος, προσπαθώντας να απομακρύνει τον Ιώβ από την υπηρεσία του Θεού, φέρνει σε αυτόν τον πιστό άνθρωπο τη μία συμφορά μετά την άλλη. |
Friðrik og Guðrún reyna að halda uppi venjum sem stuðla að góðri geðheilsu allra en ekki þó síst sonar þeirra. Η οικογένεια Τζόνσον προσπαθεί τώρα να διατηρεί καλές συνήθειες ψυχικής υγιεινής οι οποίες είναι ωφέλιμες για όλους και ιδιαίτερα για το γιο τους. |
2 Á umdæmismótinu okkar síðastliðið sumar fengum við að reyna á einstakan hátt hve öflug áhrif kennsla Guðs hefur. 2 Στη συνέλευση περιφερείας που είχαμε αυτό το καλοκαίρι, γευτήκαμε με μοναδικό τρόπο τη δύναμη που ασκεί η θεία διδασκαλία. |
Ég er ađ reyna ađ vernda ūig! Προσπαθώ να σε προστατέψω! |
Snemma á þriðja mánuði, sat ég eitt sinn síðla kvölds á hjúkrunarstöðinni, dottandi og hálf kjökrandi á víxl við að reyna að skrifa meðferðarlýsingu á lungnabólgu ungs drengs. Νωρίς στον τρίτο μας μήνα, καθόμουν στη θέση αδελφών νοσοκόμων στο νοσοκομείο, αργά ένα βράδυ, μια κλαίγοντας με λυγμούς και μια να με παίρνει ο ύπνος καθώς προσπαθούσα να συμπληρώσω τα απαιτούμενα έγγραφα για την εισαγωγή ενός μικρού αγοριού με πνευμονία. |
Hvađ ertu ađ reyna ađ segja? Τι θέλεις να μου πεις; |
Ég hef ekki þurft að reyna misnotkun, langvinna sjúkdóma eða fíkn. Δεν χρειάστηκε να υπομείνω κακομεταχείριση, χρόνια ασθένεια ή εθισμό. |
Brátt voru allir tiltækir karlar og konur í Vivian Park hlaupandi fram og til baka með blauta strigapoka, lemjandi í logana til að reyna að kæfa þá. Σύντομα όλοι οι διαθέσιμοι άνδρες και γυναίκες στο Βίβιαν Παρκ έσπευδαν πέρα-δώθε με βρεγμένες τσάντες από λινάτσα, κτυπώντας τις φλόγες σε μια προσπάθεια να τις σβήσουν. |
17 Við skulum reyna að sjá málin sömu augum og Jehóva, ekki aðeins frá okkar eigin sjónarhóli. 17 Ας προσπαθούμε να βλέπουμε τα πράγματα από την άποψη του Ιεχωβά, όχι μόνο από τη δική μας. |
Með því ætlaði hann kannski að ýta undir stærilæti og reyna að láta hana finnast hún vera merkileg — rétt eins og hún væri talsmaður þeirra hjóna. Με αυτό προσπάθησε πιθανώς να κεντρίσει την υπερηφάνειά της, θέλοντας να την κάνει να νιώσει σημαντική —σαν να ήταν η εκπρόσωπος τόσο του εαυτού της όσο και του συζύγου της. |
En Kermit, ūiđ verđiđ ađ reyna. Πρέπει όμως να προσπαθήσεις. |
Um leið gaf Jehóva þeim mönnum, sem vildu, tækifæri til að reyna að stjórna án Guðs og réttlátra meginreglna hans. Συγχρόνως, ο Ιεχωβά με τον τρόπο αυτό έδωσε σ’ εκείνους από το ανθρώπινο γένος που το ήθελαν την ευκαιρία να προσπαθήσουν να αυτοκυβερνηθούν χωριστά από τον Θεό και τις δίκαιες αρχές του. |
Við látum á þetta reyna. Δεν χρειάζεται. |
JEHÓVA leyfði Satan að reyna ráðvendni Jobs. Ο ΙΕΧΩΒΑ επέτρεψε στον Σατανά να δοκιμάσει την ακεραιότητα ενός όσιου υπηρέτη του Θεού, του Ιώβ. |
Ég var bara ađ reyna... Απλώς προσπάθησα... |
Allir eru í óða önn að reyna að skilja hvaða boð þú fékkst þarna. Όλοι προσπαθούμε να καταλάβουμε τι ακριβώς κάνατε εκεί μέσα. |
Hvernig reyna illir andar að hindra fólk í að slíta sig undan áhrifum þeirra? Πώς προσπαθούν οι δαίμονες να μην αφήσουν τους ανθρώπους να ελευθερωθούν από τον έλεγχό τους; |
Ég vil reyna ađ sofa hjá ūér. Θα'θελα να προσπαθήσω να κοιμηθώ μαζί σου. |
Jehóva mun ekki alltaf svara bænum okkar á mjög áberandi hátt, en ef við erum einlæg og breytum í samræmi við bænir okkar munu við fá að reyna ástríka handleiðslu hans. —Sálmur 145:18. Ο Ιεχωβά δεν θα απαντάει πάντα με κάποιο θεαματικό τρόπο, αλλά αν είστε ειλικρινείς και εργάζεστε σε αρμονία με τις προσευχές σας, θα φτάσετε στο σημείο να εκτιμήσετε τη στοργική του καθοδηγία.—Ψαλμός 145:18. |
Næstu daga fékk ég þá tiI að reyna að vinna saman. Και τις μέρες που ακολούθησαν... τους κατάφερα τουλάχιστον να προσπαθήσουν να συνεργαστούν. |
Ég er ađ reyna ađ koma hingađ út oftar, ūú veist? Προσπαθώ να σε κάνω να τρέχεις Πιό συχνα, το ξέρεις; |
Ūú getur hætt ađ reyna ađ lesa huga minn, elskan. Σταμάτα να προσπαθείς να διαβάσεις το μυαλό μου, γλυκέ μου. |
(Rómverjabréfið 14:7, 8) Við forgangsröðum því í samræmi við leiðbeiningar Páls: „Hegðið yður eigi eftir öld þessari, heldur takið háttaskipti með endurnýjung hugarfarsins, svo að þér fáið að reyna, hver sé vilji Guðs, hið góða, fagra og fullkomna.“ (Ρωμαίους 14:7, 8) Συνεπώς, όταν θέτουμε προτεραιότητες, εφαρμόζουμε τη συμβουλή του Παύλου: «Μη διαπλάθεστε σύμφωνα με αυτό το σύστημα πραγμάτων, αλλά να μεταμορφώνεστε ανακαινίζοντας το νου σας, ώστε να αποδεικνύετε στον εαυτό σας το καλό και ευπρόσδεκτο και τέλειο θέλημα του Θεού». |
Pétursbréf 3:16) Þar eð þeir vita þetta reyna þeir að líkja eftir Daníel sem óvinir sögðu um: „Vér munum ekkert fundið geta Daníel þessum til saka, nema ef vér finnum honum eitthvað að sök í átrúnaði hans.“ (1 Πέτρου 3:16, ΜΝΚ) Εφόσον το γνωρίζουν αυτό, προσπαθούν να μιμηθούν τον Δανιήλ, για τον οποίο οι εχθροί του είπαν: «Δεν θέλομεν ευρεί πρόφασιν κατά του Δανιήλ τούτου, εκτός εάν εύρωμέν τι εναντίον αυτού εκ του νόμου του Θεού αυτού». |
Ég er viss um ađ hann er ađ reyna ađ ná athygli međ ūessari skrítnu sögu. Eίμαι σίγουρος πως όλα αυτά τα κάνει για τη δημοσιότητα. |
Ας μάθουμε Ισλανδικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του reyna στο Ισλανδικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ισλανδικό.
Ενημερωμένες λέξεις του Ισλανδικό
Γνωρίζετε για το Ισλανδικό
Τα ισλανδικά είναι μια γερμανική γλώσσα και η επίσημη γλώσσα της Ισλανδίας. Είναι μια ινδοευρωπαϊκή γλώσσα, που ανήκει στον βορειο-γερμανικό κλάδο της ομάδας των γερμανικών γλωσσών. Η πλειοψηφία των ισλανδόφωνων ζει στην Ισλανδία, περίπου 320.000. Περισσότεροι από 8.000 φυσικοί ομιλητές της Ισλανδίας ζουν στη Δανία. Η γλώσσα ομιλείται επίσης από περίπου 5.000 άτομα στις Ηνωμένες Πολιτείες και από περισσότερα από 1.400 άτομα στον Καναδά. Αν και το 97% του πληθυσμού της Ισλανδίας θεωρεί τα ισλανδικά ως μητρική του γλώσσα, ο αριθμός των ομιλητών μειώνεται σε κοινότητες εκτός Ισλανδίας, ιδιαίτερα στον Καναδά.