Τι σημαίνει το win στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης win στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του win στο Αγγλικά.

Η λέξη win στο Αγγλικά σημαίνει νικάω, νικώ, κερδίζω, νικάω, νικώ, κερδίζω, κερδίζω, νίκη, κερδίζω, κατακτώ, κερδίζω, κερδίζω, ξεραίνω, ξανακερδίζω, ξαναπαίρνω, κερδίζω, νικώ, κερδίζω, ας νικήσει ο καλύτερος, πληρωμή μόνο σε περίπτωση επιτυχίας, αδιέξοδος, μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα, εξασφαλίζω την υποστήριξη κπ, κάνω φίλους, κερδίζω εύκολα, νικώ, υπερνικώ, πείθω κπ για κτ, πείθω, κερδίζω μια θέση στην καρδιά κπ, κερδίζω τη συμπάθεια κπ, κερδίζω, κερδίζω τις εκλογές, κερδίζω την πρώτη θέση, κερδίζω στο στρίψιμο νομίσματος, νικώ, υπερνικώ, ωφέλιμος για όλους. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης win

νικάω, νικώ, κερδίζω

transitive verb (come first in, be victorious in)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Our team won the game 3-2.
Η ομάδα μας νίκησε (or: κέρδισε) τον αγώνα 3-2.

νικάω, νικώ, κερδίζω

intransitive verb (come first, be victorious)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Our team won.
Η ομάδα μας νίκησε (or: κέρδισε).

κερδίζω

transitive verb (gain as a prize)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
We won a camera as a prize in the raffle.
Κερδίσαμε μια φωτογραφική μηχανή στη λοταρία.

νίκη

noun (victory)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The win in the preliminary round allowed them to advance to the semi-finals.

κερδίζω

transitive verb (earn)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He won a spot on the Olympic team.

κατακτώ

transitive verb (reach)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The climber won the summit of the mountain on Monday morning.

κερδίζω

transitive verb (achieve)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Through your hard work you have won a place on the board of the company.

κερδίζω

transitive verb (gain the support of)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The candidate won many voters with his good ideas.

ξεραίνω

transitive verb (UK, regional (dry hay, seed, etc.) (για άχυρο κλπ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ξανακερδίζω, ξαναπαίρνω

phrasal verb, transitive, separable (retrieve, recover)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
After a long legal battle, the singer finally won back total control over his recorded output. If you want to win back your girlfriend you have to show her you're sorry.
Μετά από μακροχρόνια δικαστική διαμάχη, ο τραγουδιστής τελικά ξαναπήρε τον πλήρη έλεγχο των ηχογραφήσεων του. Αν θες να ξανακερδίσεις το κορίτσι σου, πρέπει να της δείξεις ότι λυπάσαι.

κερδίζω

phrasal verb, transitive, separable (informal, often passive (charm, persuade) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I was wary until I met him in person, but then he won me over completely.
Ήμουνα διστακτικός μέχρι που τον γνώρισα από κοντά, αλλά μετά με κέρδισε ολοκληρωτικά.

νικώ, κερδίζω

verbal expression (win, triumph)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
We hope that our team will carry the day.

ας νικήσει ο καλύτερος

interjection (before competition)

Good luck to all and may the best man win!

πληρωμή μόνο σε περίπτωση επιτυχίας

adjective (law: no-charge guarantee) (δικηγόρου σε δίκη)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The lawyer offered to represent him on a no win, no fee basis.

αδιέξοδος

adjective (situation: no one benefits)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα

noun (choice between negative outcomes) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

εξασφαλίζω την υποστήριξη κπ

verbal expression (be endorsed, supported)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κάνω φίλους

(make yourself popular)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Criticising people is not a good way to win friends.

κερδίζω εύκολα

verbal expression (figurative, informal (be outright winner)

We knew that our team would win the game hands down.

νικώ, υπερνικώ

intransitive verb (succeed despite obstacles)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
In action movies the good guys usually win out in the end.

πείθω κπ για κτ

verbal expression (informal (persuade of [sth]'s merits)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Little by little we'll win you over to our political cause.
Σιγά σιγά θα σε πείσουμε για τον πολιτικό αγώνα μας.

πείθω

transitive verb (persuade, coax)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
She wanted nothing to do with it at first, but his smooth talking finally won her round.

κερδίζω μια θέση στην καρδιά κπ

verbal expression (figurative (endear yourself) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Our new neighbor's son won my heart when he raked up the leaves for us.

κερδίζω τη συμπάθεια κπ

verbal expression (seduce, make [sb] love you)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κερδίζω

verbal expression (figurative (triumph)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Honesty wins the day in business dealings. It was Nelson who won the day at the Battle of Trafalgar.

κερδίζω τις εκλογές

verbal expression (be voted into power)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The Labour party is expected to win the election.

κερδίζω την πρώτη θέση

verbal expression (sport: take first place)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
She may not be the smartest, but she certainly wins the prize for most dedicated.

κερδίζω στο στρίψιμο νομίσματος

verbal expression (win at heads-or-tails)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

νικώ, υπερνικώ

intransitive verb (succeed despite obstacles)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ωφέλιμος για όλους

adjective (informal (beneficial to both parties)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
It's a win-win situation.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του win στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του win

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.