Τι σημαίνει το spyrna στο Ισλανδικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης spyrna στο Ισλανδικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του spyrna στο Ισλανδικό.

Η λέξη spyrna στο Ισλανδικό σημαίνει κλοτσάω, κλωτσιά, κλωτσώ, λάκτισμα, αντιξιφισμός. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης spyrna

κλοτσάω

(kick)

κλωτσιά

(kick)

κλωτσώ

(kick)

λάκτισμα

(kick)

αντιξιφισμός

Δείτε περισσότερα παραδείγματα

Kristnir menn, sem anda að sér hreinu, andlegu lofti á hinu háa fjalli Jehóva þar sem hrein tilbeiðsla fer fram, spyrna gegn þessari tilhneigingu.
Οι Χριστιανοί, οι οποίοι αναπνέουν καθαρό πνευματικό αέρα πάνω στο υπερυψωμένο όρος της αγνής λατρείας του Ιεχωβά, αντιστέκονται σε αυτή την τάση.
Til að draga andann þarf hann að spyrna með fótunum og lyfta sér.
Για να πάρει αναπνοή, προφανώς έπρεπε να ανασηκωθεί σπρώχνοντας με τα πόδια του.
Sumir spyrna við fótum ef þeim finnst að verið sé að reyna að ræna þá sjálfstæðinu.
Μερικοί δυσαρεστούνται και αντιστέκονται σε πράγματα που θεωρούν ότι είναι προσπάθειες για αποστέρηση της ανεξαρτησίας τους.
Við verðum að spyrna á móti.
Πρέπει να αντιστεκόμαστε.
(Postulasagan 9:15) Hann sagði Agrippa hvað hefði gerst á veginum til Damaskus og gat þess að Jesús hefði sagt: „Erfitt verður þér að spyrna móti broddunum.“
(Πράξεις 9:15) Αφού είπε στον Αγρίππα τι είχε συμβεί καθ’ οδόν προς τη Δαμασκό, ο Παύλος ανέφερε ότι ο Ιησούς τού είπε: «Σκληρόν σοι είναι να λακτίζης προς κέντρα [βούκεντρα, ΜΝΚ]».
32 Það krefst hugrekkis að spyrna á móti áhrifum heimsins, velja aðra stefnu en veraldlegir félagar og jafnaldrar gera og fylgja kenningum Guðs.
32 Χρειάζεται θάρρος για να αντιστέκεται κανείς στην επιρροή του κόσμου, για να ακολουθεί μια πορεία που διαφέρει από εκείνη που ακολουθούν οι κοσμικοί συνομήλικοι και να δίνει προσοχή στις διδασκαλίες του Θεού.
Ég hafði nægan styrk til að spyrna mér frá og grípa í sylluna, þannig að hendurnar voru ofan við brúnina næstum upp að olnbogum.
Υπήρχε τόση αδρεναλίνη στο άλμα μου που τα χέρια μου εκτάθηκαν πάνω από το χείλος σχεδόν μέχρι τους αγκώνες μου.
Lítum á dæmi. Safnaðaröldungur varar vinsamlega við siðlausu eða ofbeldisfullu afþreyingarefni en sumir spyrna við fótum eða bregðast ókvæða við.
Για παράδειγμα, ένας πρεσβύτερος ίσως δώσει με καλοσύνη κάποια συμβουλή σχετικά με τους κινδύνους της ανήθικης ή της βίαιης διασκέδασης, αλλά μερικοί μπορεί να μη δεχτούν τη συμβουλή ή και να δυσανασχετήσουν με αυτήν.
Ūetta er sjúkdķmur og viđ verđum ađ spyrna viđ fķtunum.
Πρέπει να την πολεμήσουμε.
Fyrir um ári síðan heimsótti ég móður ungra barna sem ákvað að hafa frumkvæði að spyrna við þeim mörgu neikvæðum áhrifum sem börn hennar urðu fyrir á Alnetinu og í skólanum.
Πριν από ένα χρόνο περίπου, επισκέφθηκα μια μητέρα μικρών παιδιών που αποφάσισε να λάβει μια προληπτική προσέγγιση για την προστασία των παιδιών της από τις πολλές αρνητικές επιρροές που είχαν εκτεθεί στο διαδίκτυο και στο σχολείο.
Ég barðist við að spyrna gegn minni stundlegri þrá til að fara mína leið, og hef að lokum öðlast þann skilning að mín leið er mjög svo takmörkuð og lakari en leið Jesú Krists.
Έχω δυσκολευτεί να εξοντώσω τις θνητές επιθυμίες να κάνω πράγματα με τον δικό μου τρόπο, και, τελικά, συνειδητοποίησα ότι ο τρόπος μου είναι πολύ πιο ελλιπής, περιορισμένος και κατώτερος από τον τρόπο του Ιησού Χριστού.
(Galatabréfið 1:13, 14; Jóhannes 16:2, 3) En það sem verra var; Páll hélt lengi áfram „að spyrna móti broddunum“ og standa gegn þeim áhrifum sem hefðu átt að leiða hann til trúar á Jesú Krist.
(Γαλάτες 1:13, 14· Ιωάννης 16:2, 3) Ακόμη χειρότερα, για μεγάλο διάστημα, ο Παύλος “κλωτσούσε βούκεντρα”, αντιστεκόμενος στις επιρροές που θα έπρεπε να τον είχαν κάνει να πιστέψει στον Ιησού Χριστό.
Líkt og þrjóskur uxi meiðir sig á því að spyrna gegn broddum, sem ýta við honum, eins hafði Páll meitt sig á því að berjast gegn fylgjendum Jesú sem áttu sér stuðning Guðs.
Όπως ένα πεισματάρικο βόδι κάνει ζημιά στον εαυτό του όταν αντιστέκεται στα κεντρίσματα του βούκεντρου, έτσι και ο Σαύλος έκανε ζημιά στον εαυτό του μαχόμενος ενάντια στους ακολούθους του Ιησού, που είχαν την υποστήριξη του Θεού.
17 Lykillinn að því að spyrna við fótum er sá að styrkja trú sína og sjá vonina framundan skýrar.
17 Ένα κλειδί για να μπορέσει κάποιος να αντισταθεί είναι το να ενισχύσει την πίστη του και το όραμα της ελπίδας που βρίσκεται μπροστά του.
Gætum við líka óafvitandi verið að „spyrna móti broddunum“?
Θα μπορούσαμε άραγε και εμείς ακούσια να “κλωτσάμε βούκεντρα”;
Dramb ruglar dómgreind manna svo að þeir hafa tilhneigingu til að spyrna við fótum ef Jehóva býður þeim hjálp fyrir atbeina Biblíunnar eða safnaðarins.
Η υπερηφάνεια συσκοτίζει τον τρόπο σκέψης του ατόμου, κάνοντάς το να τείνει να απορρίπτει τη βοήθεια που παρέχει ο Ιεχωβά μέσω του Λόγου του και της οργάνωσής του.
Við annað tækifæri hætti Bob að spyrna við fótum og viðurkenndi fyrir vini sínum að hann væri í raun sólginn í áfengi.
Σε κάποια άλλη περίπτωση, ο Μπομπ τελικά δεν άντεξε και παραδέχτηκε στο φίλο του ότι πραγματικά λαχταρούσε το αλκοόλ.
10 Að sjálfsögðu gætum við freistast til að spyrna við fótum þegar aðrir menn segja okkur: ‚Ekki lesa þetta‘ eða ‚Ekki hlusta á þetta.‘
10 Όταν ένας συνάνθρωπός μας μάς λέει, ‘Μη διαβάζεις αυτό’ ή ‘Μην ακούς αυτό’, ίσως να θελήσουμε να αγνοήσουμε τη συμβουλή του.
Þær eru staðráðnar í að berjast og spyrna við fótum.
Είναι αποφασισμένα να πολεμήσουν και να αντισταθούν.
Erfitt verður þér að spyrna móti broddunum.“
Είναι σκληρό για εσένα να κλωτσάς βούκεντρα».

Ας μάθουμε Ισλανδικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του spyrna στο Ισλανδικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ισλανδικό.

Γνωρίζετε για το Ισλανδικό

Τα ισλανδικά είναι μια γερμανική γλώσσα και η επίσημη γλώσσα της Ισλανδίας. Είναι μια ινδοευρωπαϊκή γλώσσα, που ανήκει στον βορειο-γερμανικό κλάδο της ομάδας των γερμανικών γλωσσών. Η πλειοψηφία των ισλανδόφωνων ζει στην Ισλανδία, περίπου 320.000. Περισσότεροι από 8.000 φυσικοί ομιλητές της Ισλανδίας ζουν στη Δανία. Η γλώσσα ομιλείται επίσης από περίπου 5.000 άτομα στις Ηνωμένες Πολιτείες και από περισσότερα από 1.400 άτομα στον Καναδά. Αν και το 97% του πληθυσμού της Ισλανδίας θεωρεί τα ισλανδικά ως μητρική του γλώσσα, ο αριθμός των ομιλητών μειώνεται σε κοινότητες εκτός Ισλανδίας, ιδιαίτερα στον Καναδά.