Τι σημαίνει το theatre στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης theatre στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του theatre στο Αγγλικά.
Η λέξη theatre στο Αγγλικά σημαίνει χειρουργείο, θέατρο, θέατρο, αμφιθέατρο, θεατράκι, μουσικό θέατρο, ανοιχτό θέατρο, χειρουργείο, ανοιχτό θέατρο, κουκλοθέατρο, παραστατικές τέχνες, μάθημα θεάτρου, κριτικός θεάτρου, σκηνογράφος, φωτισμός του θεάτρου, θεατρόφιλος, θεατρόφιλη, θέατρο πολεμικών επιχειρήσεων, σκηνικά αντικείμενα, θεατρόφιλος, θεατρόφιλη, θέατρο νέων. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης theatre
χειρουργείοnoun (UK (operating room) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) No visitors are allowed in the theatre during operations. Απαγορεύεται η παραμονή των επισκεπτών στο χειρουργείο κατά τη διάρκεια επεμβάσεων. |
θέατροnoun (countable (where plays are staged) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) There are two theaters standing empty in my hometown. Στην πόλη μου έχουμε δύο εγκαταλελειμμένα θέατρα. |
θέατροnoun (uncountable (industry: stage) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) The whole family's been in theatre for generations. Ολόκληρη η οικογένεια ασχολείτο με το θέατρο εδώ και πολλές γενιές. |
αμφιθέατροnoun (UK (auditorium) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) The classes will be held in lecture theatre 5. |
θεατράκιnoun (small venue for amateur dramatics) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) The high school play will be performed this Friday in the school's little theatre. |
μουσικό θέατροnoun (drama with singing and dancing) Tina is training for a career in musical theatre. |
ανοιχτό θέατροnoun (outdoor auditorium) They are performing Shakespeare plays at the open-air theatre this summer. |
χειρουργείοnoun (room where surgery is performed) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) The surgeon went into his operating room to perform surgery. Operating theatres cannot be completely sterile. |
ανοιχτό θέατροnoun (open-air arts venue) |
κουκλοθέατροnoun (UK (venue for puppet shows) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) The children's librarians set up a puppet theater in the picture book area of the library. |
παραστατικές τέχνεςplural noun (performing arts) |
μάθημα θεάτρουnoun (drama lesson) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
κριτικός θεάτρουnoun (reviews stage productions) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.) |
σκηνογράφοςnoun (visuals for plays, etc.) (ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.) |
φωτισμός του θεάτρουnoun (illumination of a stage) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Theater lighting is meant to produce a very specific mood on stage. |
θεατρόφιλος, θεατρόφιληnoun (person who enjoys going to plays) (ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.) |
θέατρο πολεμικών επιχειρήσεωνnoun (military: field of action) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) Eisenhower was in control of the entire European theatre of operations. Ο Άιζενχαουερ έλεγχε ολόκληρη την Ευρώπη, που είχε μετατραπεί σε θέατρο πολεμικών επιχειρήσεων. |
σκηνικά αντικείμεναplural noun (objects, scenery used onstage) |
θεατρόφιλος, θεατρόφιληnoun (person who goes to see a play) (ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.) |
θέατρο νέωνnoun (drama staged by young people) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του theatre στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του theatre
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.