Τι σημαίνει το birth στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης birth στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του birth στο Αγγλικά.

Η λέξη birth στο Αγγλικά σημαίνει γέννα, γενιά, γέννηση, γεννάω, γεννώ, αναγγελία γέννησης, κανάλι γέννησης, πιστοποιητικό γεννήσεως, αντισύλληψη, αντισυλληπτικό χάπι, εκ γενετής ελάττωμα, σημάδι, βιολογική μητέρα, βαφτιστικό όνομα, ωδύνες τοκετού, βιολογικοί γονείς, πλάνο τοκετού, δείκτης γεννητικότητας, αρχεία γεννήσεων, τραύμα γέννησης, ημερομηνία γέννησης, τοκετός με ισχιακή προβολή, από τη φύση μου, εκ γενετής, ημερομηνία γέννησης, ημέρα γενεθλίων, ημερομηνία γέννησης, γεννάω, γεννώ, γεννάω, γεννώ, γεννάω, γεννώ, γεννάω, γεννώ, δημιουργώ, γεννάω, το να γεννάω, ευγενής καταγωγή, ευγενής καταγωγή, τόπος γέννησης. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης birth

γέννα

noun (childbirth)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The birth went well and the mother is feeling fine.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Το πιο σημαντικό γεγονός στη ζωή της, ήταν η γέννηση της κόρης της.

γενιά

noun (ancestry)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The Queen was not of noble birth.
Η Βασίλισσα δεν ήταν από γενιά ευγενών.

γέννηση

noun (figurative (beginning) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Many say the birth of civilization occurred in the Middle East.
Πολλοί λένε πως η γέννηση του πολιτισμού έγινε στη Μέση Ανατολή.

γεννάω, γεννώ

transitive verb (baby: give birth to)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
My grandmother birthed all ten of her babies without medical intervention.
Η γιαγιά μου γέννησε και τα δέκα παιδιά της χωρίς ιατρική παρέμβαση.

αναγγελία γέννησης

noun (notification of new baby's arrival)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The birth announcement said that when Pete was born, he weighed 8 pounds.

κανάλι γέννησης

noun (passage through which baby is born)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

πιστοποιητικό γεννήσεως

noun (record of a birth)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
To get a passport you will need your birth certificate.

αντισύλληψη

noun (contraception)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
There are many methods of birth control.
Υπάρχουν πολλές μέθοδοι αντισύλληψης.

αντισυλληπτικό χάπι

noun (contraceptive tablet) (συνήθως πληθυντικός)

Women take the birth control pill to avoid getting pregnant.

εκ γενετής ελάττωμα

noun (abnormality present at birth)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Heart birth defects are common, but most don't cause major problems to the patient.

σημάδι

noun (patch of dark, red skin)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
She is really self-conscious about the birth mark on her neck.

βιολογική μητέρα

noun (biological female parent)

My adoptive mother helped me find my birth mother.

βαφτιστικό όνομα

noun (name on birth certificate)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Her birth name was Georgiana, but everyone just called her Georgie.

ωδύνες τοκετού

plural noun (childbirth: contractions)

She had birth pains for over 18 hours, but then gave birth to a beautiful baby girl.

βιολογικοί γονείς

plural noun (biological mother and father)

When adoptions are closed, people have a very hard time finding their birth parents.

πλάνο τοκετού

noun (document: labor preferences)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

δείκτης γεννητικότητας

noun (ratio of babies born in an area to population)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

αρχεία γεννήσεων

plural noun (register of all births)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

τραύμα γέννησης

noun (distress suffered at birth) (ψυχολογικό)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ημερομηνία γέννησης

noun (date [sb] was born)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

τοκετός με ισχιακή προβολή

noun (baby born upside down)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

από τη φύση μου

adverb (through natural talent)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
He was an artist by birth.

εκ γενετής

adverb (through one's family)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
The U.S. Constitution requires the president to be American by birth, not a naturalized citizen.

ημερομηνία γέννησης

noun (written, abbreviation (date of birth)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

ημέρα γενεθλίων, ημερομηνία γέννησης

noun (day, month and year when [sb] was born)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Please include your full name and date of birth on the form.
Παρακαλούμε συμπεριλάβετε το πλήρες όνομα και την ημερομηνία γέννησής σας στην αίτηση.

γεννάω, γεννώ

verbal expression (have a baby)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Sarah gave birth on Tuesday.
Η Σάρα γέννησε την Τρίτη.

γεννάω, γεννώ

verbal expression (woman: to baby)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Emily gave birth to twin girls last Saturday.
Η Έμιλυ γέννησε δίδυμα κορίτσια το περασμένο Σάββατο.

γεννάω, γεννώ

(animal: have offspring)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

γεννάω, γεννώ

verbal expression (animal: to young)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Labradors usually give birth to between six and eight puppies.

δημιουργώ, γεννάω

verbal expression (figurative (create, bring about) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Henry Ford gave birth to the automotive industry.

το να γεννάω

noun (having a baby)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Giving birth is an emotional experience.

ευγενής καταγωγή

noun (nobility, noble lineage)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Until quite recently a high birth would bestow one with many elite privileges, though not always great wealth.

ευγενής καταγωγή

noun (being born into upper-class family)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
He was of noble birth but you would never have guessed it from the company he kept.

τόπος γέννησης

noun (location where [sb] was born)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
Many people never travel far from their place of birth.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του birth στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του birth

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.