Τι σημαίνει το bottle στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης bottle στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του bottle στο Αγγλικά.

Η λέξη bottle στο Αγγλικά σημαίνει μπουκάλι, μπουκάλι, μπιμπερό, εμφιαλώνω, κουράγιο, θάρρος, κλείνω σε δοχείο, μπουκάλι, καταπνίγω, καταπιέζω, καταπίνω, μπουκάλι μπύρας, κάδος ανακύκλωσης γυαλιού, καπάκι, διαφημιστικό καρτελάκι, μπουκάλι νερό, μπουκάλι κρασί, μπουκάλι κρασί, ανοιχτήρι, ανοιχτήρι, που το ταΐζουν με το μπιμπερό, ταΐζω κπ με μπιμπερό, δίνω μασημένη τροφή σε κπ, δελφίνι, νεροκολοκυθιά, μπιμπερό, μπιμπερό, το ρίχνω στο ποτό, θερμοφόρα, μπουκαλάκι, θερμός, μπουκάλι του νερού, θερμοφόρα, μπουκάλι κρασιού. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης bottle

μπουκάλι

noun (container for liquids)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
That bottle is full of lemonade.
Αυτό το μπουκάλι είναι γεμάτο λεμονάδα.

μπουκάλι

noun (contents of a bottle)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
He drank a whole bottle of orange drink.
Ήπιε ένα ολόκληρο μπουκάλι πορτοκαλάδας.

μπιμπερό

noun (baby's feeding bottle)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Please warm up a bottle for the baby.
Σε παρακαλώ ζέστανε ένα μπιμπερό για το μωρό.

εμφιαλώνω

transitive verb (put into a bottle)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
This is the plant where they bottle the beer.
Αυτό είναι το εργοστάσιο, όπου εμφιαλώνουν την μπύρα.

κουράγιο, θάρρος

noun (UK, slang (courage)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Steve didn't have the bottle to ask Mandy out on a date.

κλείνω σε δοχείο

transitive verb (put into a container) (βάζο, μπουκάλι κ.ά.)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
They bottled the fireflies and took them home.

μπουκάλι

noun (written, abbreviation (bottle)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

καταπνίγω, καταπιέζω, καταπίνω

phrasal verb, transitive, separable (informal, figurative (repress: feelings, energy) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
It is not emotionally or physically healthy to bottle up one's emotions.
Δεν είναι συναισθηματικά και σωματικά υγιές το να καταπνίγει κανείς τα αισθήματά του.

μπουκάλι μπύρας

noun (glass container)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The usual African beer bottle holds 300 millilitres, but some are 600.

κάδος ανακύκλωσης γυαλιού

noun (recycling bin for bottles)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
I put my empty bottles in the bottle bank for recycling.
Έβαλα τα άδεια μπουκάλια στον κάδο ανακύκλωσης γυαλιού για να πάνε για ανακύκλωση.

καπάκι

noun (metal, screw-top lid)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
There are people who collect bottle caps.

διαφημιστικό καρτελάκι

noun (advertising card hung on a bottle) (σε μπουκάλι)

μπουκάλι νερό

noun (water in container)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
When hiking in the tropics, take a large bottle of water with you.

μπουκάλι κρασί

noun (glass bottle containing wine)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
She brought a bottle of wine to the party.

μπουκάλι κρασί

noun (amount of wine in one bottle)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
A bottle of red wine contains 635 calories.

ανοιχτήρι

noun (removes bottle caps)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
I gave him a bottle opener so he would stop using his teeth.

ανοιχτήρι

noun (corkscrew)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
They gave us a $200 wine bottle opener as a wedding gift.

που το ταΐζουν με το μπιμπερό

adjective (baby: given milk by bottle)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ταΐζω κπ με μπιμπερό

transitive verb (literal (give food with bottle)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
We found a kitten on the street without a mother and bottle-fed it until it was old enough for solid food.

δίνω μασημένη τροφή σε κπ

transitive verb (figurative (coddle, overprotect) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Do I have to bottle-feed you everything? Get out of here and go do your job!

δελφίνι

noun (species of sea mammal)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Bottlenose dolphins in a group can attack humans, despite having a reputation for gentleness.

νεροκολοκυθιά

noun (variety of gourd or squash) (φυτό)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

μπιμπερό

noun (infant's feeding receptacle)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Nina is breast-fed, so her baby bottle is always filled with water.

μπιμπερό

noun (receptacle for feeding young animals)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

το ρίχνω στο ποτό

verbal expression (slang, figurative (drink alcohol excessively) (αργκό, μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
After the death of his beloved wife, the young man began to hit the bottle every night.

θερμοφόρα

noun (rubber container for heated water)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
On cold winter nights I tuck a hot water bottle under the blankets to warm my feet.

μπουκαλάκι

noun (miniature glass or plastic container)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

θερμός

noun (® (bottle for keeping drinks hot)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
I took a Thermos bottle of hot coffee with me on the trip.

μπουκάλι του νερού

noun (container that holds drinking water)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I always recycle my water bottles.
Πάντα ανακυκλώνω τα μπουκάλια του νερού.

θερμοφόρα

noun (rubber container for hot water)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
When I was little and got an ear ache, my mother had me lay my ear on a hot water bottle.
Όταν ήμουνα μικρός και πόναγε το αυτί μου η μητέρα μου με έβαζε να ξαπλώσω με το αυτί μου πάνω σε μια θερμοφόρα.

μπουκάλι κρασιού

noun (glass bottle: for wine)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του bottle στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του bottle

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.