Τι σημαίνει το office στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης office στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του office στο Αγγλικά.

Η λέξη office στο Αγγλικά σημαίνει γραφείο, γραφείο, γραφείο, αξίωμα, θέση, αρμοδιότητα, ιατρείο, λειτούργημα, υπηρεσία, λειτουργία, γραφείο διοίκησης, γραμματεία, γραφείο κρατήσεων, ταμείο, box office, στα ταμεία των κινηματογράφων, υποκατάστημα, κεντρικά γραφεία, τηλεφωνικό κέντρο, τελωνείο, οδοντιατρείο, ιατρείο, υποκατάστημα, διεύθυνση, Υπηρεσία Λογοδοσίας της Κυβέρνησης, κεντρικό ταχυδρομικό κατάστημα, Υπηρεσία Λογοδοσίας της Κυβέρνησης, έδρα, βρετανική Κρατική Υπηρεσία Εκδόσεων, υπηρετώ μια θέση, σώμα αξιωματούχων και καρδιναλίων που υπήρχε πριν τη δημιουργία της Συνόδου για το Δόγμα της Πίστης, γραφείο, κεντρικό γραφείο, Υπουργείο Εσωτερικών, στην αρχηγία, δικηγορικό γραφείο, χώρος φύλαξης αποσκευών, Γραφείο Απολεσθέντων Αντικειμένων, κεντρικά γραφεία, κλινική, ορκοληψία, αυτοματοποίηση γραφείου, κτίριο γραφείων, υπάλληλος για τις εξωτερικές δουλειές, κτίριο γραφείων, υπαλληλικά καθήκοντα, περιβάλλον γραφείου, έπιπλα γραφείου, ώρες γραφείου, δουλειά γραφείου, εξοπλισμός γραφείου, υπεύθυνος γραφείου, διευθυντής, σκοπιμότητα, χώρος γραφείων, προσωπικό γραφείου, αναλώσιμα γραφείου, υπάλληλος γραφείου, γραφείο που χρησιμοποιεί μόνο υπολογιστές, υπηρεσία χορήγησης διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας, ταχυδρομείο, ταχυδρομική θυρίδα, πολιτικό αξίωμα, ταχυδρομείο, Ταχυδρομική Υπηρεσία, ταχυδρομική θυρίδα, δημόσιο αξίωμα, μητρώο, έδρα, κατεβαίνω υποψήφιος σε εκλογές, επίσημη σφραγίδα, αναλαμβάνω την εξουσία, εφορία, θητεία, θητεία, γραφείο έκδοσης εισιτηρίων, τουριστικό γραφείο. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης office

γραφείο

noun (business: room for work)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
My office is on the third floor.
Το γραφείο μου είναι στον τρίτο όροφο.

γραφείο

noun (home: room or area for work)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
I have an office upstairs in one of the spare bedrooms.
Χρησιμοποιώ ένα από τα ελεύθερα υπνοδωμάτια στον πάνω όροφο ως γραφείο.

γραφείο

noun (business: branch)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Yes, this company has an office in San Francisco. Our company's offices are on Main Street.
Ναι, αυτή η εταιρία έχει γραφείο στο Σαν Φρανσίσκο. Τα γραφεία της εταιρείας μας βρίσκονται στη Μέιν Στριτ.

αξίωμα

noun (occupation of a political position)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The candidate for governor had never run for high office before.
Ο υποψήφιος κυβερνήτης δεν είχε θέσει ποτέ πριν υποψηφιότητα για υψηλό αξίωμα.

θέση

noun (position of power)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
This is a very important man. He holds a high office in the company.

αρμοδιότητα

noun (tasks of a position)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
It is his office to pay the invoices that the company has due.

ιατρείο

noun (US (doctor's surgery: consulting room)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
I don't feel well and need to go to the doctor's office.

λειτούργημα

noun (UK (ministry)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The new priest took his office very seriously.

υπηρεσία

noun (government department)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The Office of Immigration handles visas.

λειτουργία

noun (religious rite)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The office of Prime was celebrated at dawn.

γραφείο διοίκησης

noun (bureau, clerical department)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
All disputes in billing are handled by the administrative office.

γραμματεία

noun (administrative department)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
All the staff from the back office are going to the pub – do you want to come?

γραφείο κρατήσεων

(ticket office)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

ταμείο

noun (theatre, cinema: ticket booth)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The box office was closed so tomorrow I'll get the tickets for you.
Το ταμείο είχε κλείσει, γι' αυτό θα σου πάρω αύριο τα εισιτήρια.

box office

noun (figurative (theatre, cinema: attendance) (καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
The film was a massive success at the box office.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Ο Τιτανικός είναι μια από τις ταινίες που έσπασε τα box office.

στα ταμεία των κινηματογράφων

noun as adjective (figurative (relating to ticket sales)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The movie was the biggest box-office success of the year.

υποκατάστημα

noun (local office)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The company has branch offices in 12 countries.

κεντρικά γραφεία

noun (headquarters, main office)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
The insurance agent said that she had to get approval from the central office before she could change the policy.

τηλεφωνικό κέντρο

noun (US (for telephone call switching)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Computers have replaced the human operators in the telephone central offices.

τελωνείο

noun (government department)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

οδοντιατρείο

noun (dentist's treatment room)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

ιατρείο

noun (where you see a doctor)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
I went to the doctor's office to get a prostate exam.
Πήγα στον γιατρό για μια εξέταση προστάτη.

υποκατάστημα

noun (branch or local agency)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Sometimes the policies dictated by the company's headquarters make no sense to the field offices.

διεύθυνση

noun (decision-making officers)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I have to check with the front office before I give anyone a promotion.
Πρέπει να ρωτήσω τη διεύθυνση πριν να δώσω προαγωγή σε κάποιον.

Υπηρεσία Λογοδοσίας της Κυβέρνησης

noun (initialism (Government Accountability Office)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

κεντρικό ταχυδρομικό κατάστημα

noun (US (main post office branch)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
The general post office is located in the neighborhood of Chelsea.

Υπηρεσία Λογοδοσίας της Κυβέρνησης

noun (US (agency: audits Congress)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

έδρα

noun (headquarters)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The head office of our company is now overseas because we got bought out.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Τα κεντρικά γραφεία του ομίλου μεταφέρθηκαν σε νέα διεύθυνση.

βρετανική Κρατική Υπηρεσία Εκδόσεων

noun (initialism (Her Majesty's Stationery Office)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

υπηρετώ μια θέση

verbal expression (have specific important job)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

σώμα αξιωματούχων και καρδιναλίων που υπήρχε πριν τη δημιουργία της Συνόδου για το Δόγμα της Πίστης

noun (Catholicism: moral guardians)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
The Holy Office was replaced by the Congregation for the Doctrine of the Faith in the 20th century. The Holy Office was responsible for many of the atrocities of the Inquisition.

γραφείο

noun (working area in one's house) (μέσα στο σπίτι)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
She shut the door to her home office to drown out the kids' noise.

κεντρικό γραφείο

noun (business: company's central location)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Microsoft has its home office in Seattle.

Υπουργείο Εσωτερικών

noun (UK, abbreviation (government: domestic affairs department)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
The Home Office deals with immigration and passport applications.

στην αρχηγία

adverb (in power)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Ronald Reagan was still in office when I moved to the States.

δικηγορικό γραφείο

noun (lawyer or lawyers' premises)

χώρος φύλαξης αποσκευών

noun (place where baggage may be stored)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I retrieved my bags from the left luggage office.

Γραφείο Απολεσθέντων Αντικειμένων

noun (room for mislaid objects)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

κεντρικά γραφεία

noun (headquarters)

The main office is in London, but there are branches in Bristol and Leeds.

κλινική

noun (US (health clinic)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ορκοληψία

noun (professional pledge)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The president took the oath of office on Inauguration Day.

αυτοματοποίηση γραφείου

noun (machine use)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

κτίριο γραφείων

noun (multi-storey office building)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
My company is on the 4th floor of an office block.

υπάλληλος για τις εξωτερικές δουλειές

(errand boy)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

κτίριο γραφείων

noun (building containing offices)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
My doctor is on the 5th floor of that office building.

υπαλληλικά καθήκοντα

plural noun (responsibility for clerical tasks)

περιβάλλον γραφείου

noun (business workplace)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

έπιπλα γραφείου

noun (desks, chairs, etc.: in an office)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
He ensured that his new office furniture would be hard-wearing.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Περιμένουμε και τα έπιπλα γραφείου και είμαστε έτοιμοι να ανοίξουμε σε τρεις μέρες.

ώρες γραφείου

plural noun (hours when a business is open)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
In the U.S., typical office hours are 8 to 5, while typical banking hours are 9 to 3. The professor's office hours were mornings only.
Οι ώρες γραφείου του καθηγητή είναι μόνο οι πρωινές.

δουλειά γραφείου

noun (work: clerical, administrative)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

εξοπλισμός γραφείου

noun (equipment used in an office) (ηλεκτρικός, ηλεκτρονικός)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

υπεύθυνος γραφείου, διευθυντής

noun (employee in charge of office personnel)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The office manager made it clear she was not a secretary, not even an executive secretary.

σκοπιμότητα

noun (power play in the workplace) (στη δουλειά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
You have to learn how to deal with office politics in most workplaces.

χώρος γραφείων

noun (part of a building for business use)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

προσωπικό γραφείου

noun (worker)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

αναλώσιμα γραφείου

plural noun (stationery and furniture)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

υπάλληλος γραφείου

noun (employee in an office)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Office workers in the city were particularly affected by the power cuts.

γραφείο που χρησιμοποιεί μόνο υπολογιστές

noun (computerized work environment)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
My job is in a paperless office.

υπηρεσία χορήγησης διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας

noun (trademark agency)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Thomas Edison registered over 1000 inventions at the Patent Office to stop others from copying them.

ταχυδρομείο

noun (written, initialism (Post Office)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

ταχυδρομική θυρίδα

noun (number used as mailing address) (Τ.Θ.)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I would prefer if you sent it to my PO Box instead of my house.

πολιτικό αξίωμα

noun (government position)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
After the library director retired she ran for political office.

ταχυδρομείο

noun (place where mail is sorted)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
I'm going to the post office to send this parcel to my brother.
Πάω στο ταχυδρομείο να στείλω αυτό το δέμα στον αδερφό μου.

Ταχυδρομική Υπηρεσία

noun (UK (organization that delivers mail)

The government is planning to privatize the post office.
Η κυβέρνηση σχεδιάζει να ιδιωτικοποιήσει την Ταχυδρομική Υπηρεσία.

ταχυδρομική θυρίδα

noun (number used as mailing address)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
FedEx will not deliver packages to post office box addresses.
H FedEx δεν παραδίδει δέματα σε διευθύνσεις με ταχυδρομική θυρίδα.

δημόσιο αξίωμα

noun (position in government)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Many good people are reluctant to run for public office because of media scrutiny.
Πολλοί άξιοι άνθρωποι είναι αρνητικοί στο να βάλουν υποψηφιότητα για δημόσια αξιώματα λόγω του ελέγχου από τα μέσα ενημέρωσης.

μητρώο

noun (building where civil records are kept)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
People who don't want to get married in church can get married at their local registry office.

έδρα

noun (official business address)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

κατεβαίνω υποψήφιος σε εκλογές

verbal expression (try to get elected to a public position)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

επίσημη σφραγίδα

noun (official stamp)

The notary stamped his seal of office on the document.

αναλαμβάνω την εξουσία

verbal expression (come to power)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
He took office during the financial crisis.

εφορία

noun (government office dealing with taxes)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

θητεία

noun (term in power)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

θητεία

noun (period in power)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The mayor's term of office is coming to an end.

γραφείο έκδοσης εισιτηρίων

noun (booth or kiosk selling tickets)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

τουριστικό γραφείο

noun (information centre for sightseers)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του office στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του office

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.