Τι σημαίνει το carried στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης carried στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του carried στο Αγγλικά.

Η λέξη carried στο Αγγλικά σημαίνει κουβαλάω, μεταφέρω, μεταφέρω, σηκώνω, μεταδίδω, έχω μαζί μου, πουλάω, πουλώ, αντηχώ, προσπάθεια επίθεσης, έχω απήχηση, γίνομαι αποδεκτός, επισύρει, μεταδίδω, μεταφέρω, είμαι έγκυος σε, τραβάω, χαρίζω, έχω ως κύριο άρθρο, μεταφέρω το κρατούμενο, ξεπερνάω, στέκομαι, παίρνω μαζί μου, φέρνω, παίρνω μαζί μου όπου και αν παω, παρασύρω, μεταφέρω, προχωράω, προχωρώ, απάγω, υποστηρίζω, συνεχίζω, συνεχίζω, συνεχίζω, κάνω φασαρία, συνεχίζω, εκτελώ, φέρνω σε πέρας, μεταφέρω, μεταφέρω στο επόμενο έτος, παρατείνομαι, υπομένω, στηρίζω μια πρόταση, είμαι ερωτευμένος με κπ χωρίς ανταπόκριση, τραγουδώ σωστά, μεταφορά ζημιών σε προηγούμενη χρήση, καταφέρνω, υποστηρίζω, συνεχίζω την συζήτηση, συνεχίζω την κουβέντα, παίρνω σε πακέτο, παίρνω την ευθύνη πάνω μου, αναλαμβάνω την ευθύνη, νικώ, κερδίζω, διεκπεραιώνω, ολοκληρώνω, φέρνω εις πέρας, τελειώνω, φασαρία, χειραποσκευή, χειραποσκευή, χειραποσκευές, φαγητό σε πακέτο, σε πακέτο, μεταφορά, απομεινάρι, κατάλοιπο, κερδίζω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης carried

κουβαλάω

transitive verb (move, carry)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Could you carry this table from the kitchen to the dining room?
Μπορείς να μεταφέρεις αυτό το τραπέζι από την κουζίνα στην τραπεζαρία;

μεταφέρω

transitive verb (vehicle: transport)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The truck carries cargo across the country.
Το φορτηγό μεταφέρει φορτία σε όλη τη χώρα.

μεταφέρω

transitive verb (conduct)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
This pipe carries water.
Αυτός ο σωλήνας μεταφέρει νερό.

σηκώνω

transitive verb (support) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The steel beams can carry a lot of weight.
Οι χαλύβδινες δοκοί μπορούν να βαστάξουν μεγάλο φορτίο.

μεταδίδω

transitive verb (transmit)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Mosquitoes carry malaria.
Τα κουνούπια μεταδίδουν ελονοσία.

έχω μαζί μου

transitive verb (keep with you)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
He always carries a knife for protection.
Πάντα Έχει πάντα μαζί του ένα μαχαίρι για προστασία.

πουλάω, πουλώ

transitive verb (stock)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
This shop doesn't carry all brands of clothes.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Λυπάμαι, αυτή τη μάρκα δεν τη δουλεύουμε.

αντηχώ

intransitive verb (sound: travel)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
In the canyon, voices carry far.
Μέσα στο φαράγγι, οι φωνές αντηχούν μακριά.

προσπάθεια επίθεσης

noun (US (football)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
The running back averages twenty yards a carry.

έχω απήχηση

intransitive verb (reach an audience)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
The Minister's message will carry.

γίνομαι αποδεκτός

intransitive verb (gain adoption)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
The motion will carry in Congress.

επισύρει

transitive verb (involve, entail) (μόνο τρίτο πρόσωπο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Robbery carries a ten-year prison term in some countries.
Σε ορισμένες χώρες η κλοπή επισύρει δεκαετή ποινή φυλάκισης.

μεταδίδω, μεταφέρω

transitive verb (communicate, convey)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Commercials carry an obvious message.

είμαι έγκυος σε

transitive verb (be pregnant with)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Melinda is carrying twins.
Η Μελίντα περιμένει δίδυμα.

τραβάω

transitive verb (continue, extend) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
We don't want to carry things too far.

χαρίζω

transitive verb (figurative (cause success of) (τη νίκη σε κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The star player carried the team to victory.
Ο διάσημος παίκτης οδήγησε την ομάδα του στη νίκη.

έχω ως κύριο άρθρο

transitive verb (publication: feature) (για έντυπο, το κυρίως άρθρο)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Later editions of the newspaper carried a different headline story.
Οι επόμενες εκδόσεις της εφημερίδας είχαν διαφορετικό κύριο άρθρο.

μεταφέρω το κρατούμενο

transitive verb (digit: transfer to next column)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Don't forget to carry the two.
Μην ξεχάσεις ότι έχεις το δύο ως κρατούμενο.

ξεπερνάω

transitive verb (golf) (κάποιο εμπόδιο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Alan is hoping to carry this sandtrap.

στέκομαι

transitive verb and reflexive pronoun (posture: hold yourself)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The ballerina carries herself well.

παίρνω μαζί μου, φέρνω

phrasal verb, transitive, separable (bring)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

παίρνω μαζί μου όπου και αν παω

phrasal verb, transitive, separable (take everywhere)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

παρασύρω

phrasal verb, transitive, separable (tide: sweep off)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

μεταφέρω

phrasal verb, transitive, separable (sum: transfer to next column)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Carry the number forward from the units to the tens column.

προχωράω, προχωρώ

phrasal verb, transitive, separable (figurative (cause to progress)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A team of experts is being assembled to carry the project forward.

απάγω

phrasal verb, transitive, separable (abduct, kidnap)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
She was carried off by persons unknown and never seen again.
Απήχθη από αγνώστους, και δεν την είδαμε ποτέ ξανά.

υποστηρίζω

phrasal verb, transitive, separable (informal, figurative (succeed in doing) (μεταφορικά: ρούχα, στυλ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Not everyone can wear a red hat with purple shoes, but you really carry it off in style.
Δεν μπορούν όλοι να φορέσουν κόκκινο καπέλο με μοβ παπούτσια. Εσύ, όμως, το υποστηρίζεις με πολύ στυλ.

συνεχίζω

phrasal verb, intransitive (continue doing [sth])

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
She carried on as if nothing had happened.
Συνέχισε σα να μην είχε συμβεί τίποτε.

συνεχίζω

(continue [sth])

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The teacher told us to carry on with the exercise she had assigned while she prepared a test.
Η δασκάλα μας είπε να συνεχίσουμε με την άσκηση που μας έβαλε, ενώ η ίδια ετοίμαζε ένα τεστ.

συνεχίζω

phrasal verb, transitive, inseparable (continue doing)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κάνω φασαρία

phrasal verb, intransitive (informal (make a fuss)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
At bedtime the spoiled child would carry on until his parents shouted, "Enough!"
Το κακομαθημένο παιδί έκανε φασαρία την ώρα του ύπνου, έως ότου οι γονείς του φώναξαν «Αρκετά!»

συνεχίζω

phrasal verb, transitive, separable (preserve, continue)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
His daughter plans to carry the business on just as it was before.
Η κόρη του σχεδιάζει να συνεχίσει την επιχείρηση ακριβώς όπως ήταν και πριν.

εκτελώ

phrasal verb, transitive, separable (perform, conduct)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

φέρνω σε πέρας

phrasal verb, transitive, separable (bring to fruition)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The executor of a will carries out the wishes of the deceased.

μεταφέρω

phrasal verb, transitive, separable (sum: transfer to next column) (μαθηματικά: άθροισμα, υπόλοιπο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Carry over the number "4" and put it at the top of the next column.
Μετάφερε τον αριθμό «4» και βάλ' τον στην κορυφή της επόμενης στήλης.

μεταφέρω στο επόμενο έτος

phrasal verb, transitive, separable (vacation allowance: use next year) (άδεια)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
My boss won't allow me to carry over my vacation time to next year so I must take holidays now.
Το αφεντικό μου δεν θα μου επιτρέψει να μεταφέρω την άδειά μου στο επόμενο έτος, επομένως πρέπει να κάνω διακοπές τώρα.

παρατείνομαι

(be extended)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
His frustration at work carried over to his home.
Η αγανάκτησή του στη δουλειά παρατάθηκε και στο σπίτι του.

υπομένω

phrasal verb, transitive, separable (help to endure, survive)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

στηρίζω μια πρόταση

verbal expression (support a proposal)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

είμαι ερωτευμένος με κπ χωρίς ανταπόκριση

verbal expression (love unrequitedly)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Jim is still carrying a torch for his first wife, even though she divorced him ten years ago.

τραγουδώ σωστά

verbal expression (figurative (sing correct notes)

He can't carry a tune. Every note he sings is wrong.
Δεν μπορεί να τραγουδήσει σωστά. Κάθε νότα που τραγουδά είναι λάθος.

μεταφορά ζημιών σε προηγούμενη χρήση

noun (business: credit for loss)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

καταφέρνω

verbal expression (informal (succeed in [sth])

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I was terrified at performing for a crowd, but I carried it off.

υποστηρίζω

verbal expression (clothing: look attractive in) (μεταφορικά: ρούχο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Not many women could get away with that outfit, but she can carry it off.

συνεχίζω την συζήτηση, συνεχίζω την κουβέντα

verbal expression (have a chat or discussion)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The two women carried on their conversation in the taxi on the way home.

παίρνω σε πακέτο

(informal (food: take away) (φαγητό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Everything on the menu is also available to carry out.

παίρνω την ευθύνη πάνω μου, αναλαμβάνω την ευθύνη

verbal expression (figurative, informal (take the blame)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

νικώ, κερδίζω

verbal expression (win, triumph)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
We hope that our team will carry the day.

διεκπεραιώνω, ολοκληρώνω, φέρνω εις πέρας, τελειώνω

verbal expression (UK (complete)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
She has good intentions but never carries through with them.

φασαρία

noun (UK, informal (fuss)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
His mother made such a carry-on about his going that he considered staying home.

χειραποσκευή

noun (informal (luggage)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I measured my carry-on to make sure it would fit in the overhead.

χειραποσκευή

adjective (informal (of luggage)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
We are only allowed one piece of carry-on luggage.

χειραποσκευές

noun (air travel: hand luggage)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Now that airlines are charging passengers to check bags, there is more carry-on baggage.

φαγητό σε πακέτο

noun (takeaway food)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
My favorite Chinese restaurant does really quick carryout.

σε πακέτο

noun as adjective (relating to takeaway food)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
His refrigerator is filled with carry-out containers.

μεταφορά

noun (accounts: amount carried forward)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

απομεινάρι, κατάλοιπο

noun ([sth] postponed, extended) (συνήθως κάτι κακό)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

κερδίζω

verbal expression (figurative (triumph)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Honesty wins the day in business dealings. It was Nelson who won the day at the Battle of Trafalgar.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του carried στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του carried

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.