Τι σημαίνει το moving στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης moving στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του moving στο Αγγλικά.
Η λέξη moving στο Αγγλικά σημαίνει κινούμενος, συγκινητικός, σχετικός με μετακομίσεις, μετακόμιση, κινούμαι, κινούμαι, προχωράω, μετακινούμαι, μετακινούμαι, μεταφέρομαι, πάω, προχωράω, πηγαίνω, κάνω, μετακινώ, μεταφέρω, συγκινώ, μετακομίζω, κίνηση, κίνηση, σειρά, μετακόμιση, κινούμαι, μετακινούμαι, μετατοπίζομαι, κινούμαι, παίζω, εκκενώνομαι, προτείνω, αλλάζω, μετακινώ, κουνάω, κουνάω, διακινώ, ωθώ, ωθώ, γρήγορος, αρχίζω, ξεκινάω, φεύγω, μετακόμιση, μετακομίσεων, κινούμαι συνεχώς, κυλιόμενος διάδρομος, κινητός μέσος όρος, πάω παρακάτω, κινούμενος στόχος, κινούμενος στόχος, φορτηγάκι μεταφορών, φορτηγάκι μεταφορών, φορτηγάκι μετακομίσεων, αργοκίνητος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης moving
κινούμενοςadjective (changing position) (μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.) This clock has many moving parts. Αυτό το ρολόι έχει πολλά κινούμενα μέρη. |
συγκινητικόςadjective (emotionally touching) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) I read a moving novel with a deep message. Διάβασα ένα συγκινητικό μυθιστόρημα με βαθύ νόημα. |
σχετικός με μετακομίσειςadjective (of moving) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) We called a moving van to transport our things. Καλέσαμε ένα φορτηγάκι μετακομίσεων για να μεταφέρει τα πράγματά μας. |
μετακόμισηnoun (changing location or residence) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) I hate moving, but I want to live in California. Σιχαίνομαι τις μετακομίσεις, αλλά θέλω να ζήσω στην Καλιφόρνια. |
κινούμαιintransitive verb (be in motion) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Stop moving and the wasp will leave you alone. Σταμάτα να κουνιέσαι και η σφήκα θα σε αφήσει ήσυχη. |
κινούμαι, προχωράωintransitive verb (advance) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The protesters moved towards the line of police. Οι διαδηλωτές κινήθηκαν (or: προχώρησαν) προς τους παραταγμένους αστυνομικούς. |
μετακινούμαιintransitive verb (change position, location) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) This seat is reserved. I'm afraid you'll have to move. Αυτή η θέση είναι κρατημένη. Φοβάμαι ότι θα πρέπει να μετακινηθείτε. |
μετακινούμαι, μεταφέρομαι(change position, location) (σε κτ) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Amy moved to a seat near the front of the room. Η Έιμι μετακινήθηκε σε μια θέση κοντά στην μπροστινή πλευρά της αίθουσας. |
πάω, προχωράω(turn attention to) (καθομιλουμένη: σε κτ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I want to move to the question of how we are to finance this project. Θέλω να πάμε στην ερώτηση του πώς θα χρηματοδοτήσουμε αυτό το έργο. |
πηγαίνω, κάνωverbal expression (take action) (μτφ, καθομ: να κάνω κτ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) He moved to open the door but she grabbed his arm. Πήγε (or: Έκανε) να ανοίξει την πόρτα, αλλά του άρπαξε το χέρι. |
μετακινώ, μεταφέρωtransitive verb (change position, location of) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I moved the car closer to the house. Μετακίνησα το αυτοκίνητο πιο κοντά στο σπίτι. |
συγκινώtransitive verb (often passive (affect emotionally) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Everyone was moved by the film. ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Συγκινήθηκα από την κίνησή σου. |
μετακομίζωintransitive verb (change residence) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) When I was five years old, we moved. Όταν ήμουν πέντε ετών, μετακομίσαμε. |
κίνησηnoun (movement) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) With a sudden move, he grabbed the robber. Με μια απότομη κίνηση, άρπαξε τον ληστή. |
κίνησηnoun (step toward [sth]) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The sheriff blocked the outlaw's move for the door. |
σειράnoun (game: turn) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) It is my move next. Η επόμενη κίνηση είναι δική μου. |
μετακόμισηnoun (informal (house move: change of residence) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) All our belongings are packed up in boxes, ready for the move. |
κινούμαι, μετακινούμαι, μετατοπίζομαιintransitive verb (follow a course) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The storm is moving to the east. Η καταιγίδα κινείται (or: μετατοπίζεται) προς τα ανατολικά. |
κινούμαιintransitive verb (merchandise: be sold) (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The new merchandise isn't moving. Το νέο εμπόρευμα δεν πουλάει. |
παίζωintransitive verb (game: take a turn) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) It's your turn to move. Είναι σειρά σου να παίξεις. |
εκκενώνομαιintransitive verb (bowels: evacuate) (επίσημο, ευφημισμός) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The food made his bowels move quickly. ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Το έντερό μας πρέπει να εκκενώνεται τακτικά. |
προτείνω(make a proposal) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The council member moved to adjourn the session. Το μέλος του συμβουλίου πρότεινε την αναβολή της συνεδρίασης. |
αλλάζωtransitive verb (change: residence) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) She moved apartments twice last year. Άλλαξε διαμέρισμα δυο φορές πέρσι. |
μετακινώ, κουνάωtransitive verb (advance: a game piece) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) He moved his piece forward four spaces. Μετακίνησε (or: Κούνησε) το πιόνι του τέσσερα κουτάκια μπροστά. |
κουνάωtransitive verb (put in motion) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) He moved his arms up and down. Κούνησε τα χέρια του πάνω-κάτω. |
διακινώtransitive verb (informal (sell: goods, merchandise) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) We have to move the merchandise before the end of the fiscal year. |
ωθώ(impel emotionally) (κάποιον να κάνει κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Karen was moved to take in the stray dogs. ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Το ντοκιμαντέρ με ώθησε να ασχοληθώ πιο ενεργά με την οικολογία. |
ωθώ(cause, provoke) (κπ σε κτ ή να κάνει κτ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) His actions moved her to call the police. Οι πράξεις του με ανάγκασαν να καλέσω την αστυνομία. |
γρήγοροςadjective (quick) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) The fast-moving traffic on this street makes it dangerous to cross. |
αρχίζω, ξεκινάωverbal expression (informal (act now) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) They woke up at 10 o'clock but didn't get moving until noon. |
φεύγωverbal expression (informal (go now) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) We should get moving if we don't want to miss the flight. |
μετακόμισηnoun (changing homes) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) House moving requires a lot of organization. |
μετακομίσεωνnoun as adjective (changing homes) (σε γενική) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) Daniel works for a house moving company. |
κινούμαι συνεχώςverbal expression (not stay still) Some species of sharks have to keep moving to survive. |
κυλιόμενος διάδρομοςnoun (pedestrian conveyor belt) |
κινητός μέσος όροςnoun (statistical mean) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
πάω παρακάτωinterjection (change of subject) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
κινούμενος στόχοςnoun (prey that moves and is hard to shoot) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
κινούμενος στόχοςnoun (figurative ([sth] that shifts elusively) (μεταφορικά) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
φορτηγάκι μεταφορώνnoun (vehicle used for removals) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) We rented a moving van to clean out my boyfriend's store. |
φορτηγάκι μεταφορών, φορτηγάκι μετακομίσεωνnoun (vehicle used to move furniture) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) When we changed apartments we hired a moving van, but loaded it ourselves. |
αργοκίνητοςadjective (sluggish, unhurried) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του moving στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του moving
Συνώνυμα
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.