Τι σημαίνει το horse στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης horse στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του horse στο Αγγλικά.
Η λέξη horse στο Αγγλικά σημαίνει άλογο, αρσενικό άλογο, ίππος, μπάζο, ιππικό, ηρωίνη, τρίποδο, παρέχω άλογα, σαχλαμαρίζω, διατηρώ φρούδες ελπίδες, άλογο, κράμπα, αγριοκαστανιά, ενεργώ όταν είναι πλέον πολύ αργά, απλώστρα, κοκέτα, μοντέλο, κρυψίνους, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, από το πουθενά, τρώω σαν γουρούνι, κουκιά, κουκί, από αξιόπιστη πηγή, ξεκαβαλικεύω, κοιτάζω αφ' υψηλού, κάνω ιππασία, πάω για ιππασία, ιπποκόμος, κπ που περιποιείται το τρίχωμα των αλόγων, θρόνος, στάβλος, αγριοκαστανιά, αγριοκάστανο, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, λαιμαριά/τραχηλιά αλόγου, φάρμα με άλογα, τροφή για άλογα, καλλωπιστής αλόγων, ιπποκόμος, αυτός που αγαπάει τα άλογα, κοπριά αλόγου, ιπποδρομία, ντέρμπι, εργαζόμενος σε φάρμα αλόγων, ιππασία, ιππασία, κοινή λογική, διαγωνισμός αλόγων, εξοπλισμός αλόγου, παζάρια, τρέιλερ αλόγων, τρέιλερ μεταφοράς αλόγων, εκπαιδευτής αλόγων, εκπαίδευση αλόγων, ιππήλατος, ιππήλατη άμαξα, αλογόμυγα, καμτσίκι, άλογο μινιατούρα, ενός αλόγου, μικρός, μικρή πόλη, υποζύγιο, ίππος, προτρέχω, άλογο κούρσας, άλογο επιδείξεων, κουνιστό αλογάκι, άλογο shire, Δούρειος Ίππος, Δούρειος Ιππος, ιός ηλεκτονικού υπολογιστή, άγριο άλογο. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης horse
άλογοnoun (animal) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Many cowboys rode horses. ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Ο ιππότης την πλησίασε πάνω στο άσπρο άλογό του. |
αρσενικό άλογοnoun (male horse) The horse mated with the mare. |
ίπποςnoun (gymnastics) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Her favourite competition in gymnastics was the horse. |
μπάζοnoun (US, slang, figurative, dated ([sb] unattractive) (αργκό, μτφ, μειωτικό) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Why don't I like him? He's a horse! |
ιππικόnoun (cavalry) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) While the foot soldiers were fighting, the horses came in to help. |
ηρωίνηnoun (heroin) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) They say it is hard to get off the horse once you are on it. Heroin addiction is strong. |
τρίποδοnoun (carpentry: sawhorse) James used a horse to support the board which he was cutting. |
παρέχω άλογαtransitive verb (dated (provide with horses) (σε κάποιον) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) The groom made sure the master and the lady were properly horsed for the journey. |
σαχλαμαρίζωphrasal verb, intransitive (informal (behave in a silly or frivolous way) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) While the parents made dinner the kids horsed around at their feet. |
διατηρώ φρούδες ελπίδεςverbal expression (figurative (pursue a hopeless cause) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I tried to convince him to come with us, but felt that I was beating a dead horse. |
άλογοnoun (horse that pulls a cart) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
κράμπαnoun (informal (muscle cramp) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Running a short sprint usually gives me a charley horse in my calf muscle. |
αγριοκαστανιάnoun (horse chestnut) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The chestnut trees bloom in May and are covered in white blossoms. Οι αγριοκαστανιές ανθίζουν τον Μάη και είναι γεμάτες από λευκά άνθη. |
ενεργώ όταν είναι πλέον πολύ αργάnoun (figurative, informal (acting too late) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Tony's debts are huge now; buying a few items second-hand seems like closing the stable door after the horse has bolted. |
απλώστραnoun (frame for drying laundry) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) I dry the clothes that cannot be tumble-dried by hanging them on the clothes horse. Τα ρούχα που δεν μπαίνουν στο στεγνωτήριο τα στεγνώνω στην απλώστρα. |
κοκέταnoun (figurative (fashion-conscious woman) (για γυναίκα) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
μοντέλοnoun (figurative (person: demonstrates clothes) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Hannah put herself through university by working as a clothes horse for an exclusive fashion designer. |
κρυψίνουςnoun (figurative (secretive person) (μεταφορικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) You're such a dark horse! - you never told me you'd got married. Είσαι τόσο κρυψίνους! Δεν μου είπες ποτέ ότι παντρεύτηκες. |
<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>noun (racehorse about which little is known) |
από το πουθενάnoun (figurative (political candidate about whom little is known) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) At first Obama was something of a dark horse, but he went on to win the election! Στην αρχή ο Ομπάμα ήταν άγνωστος, αλλά στη συνέχεια κέρδισε τις εκλογές! |
τρώω σαν γουρούνιverbal expression (eat large quantities) (μεταφορικά) |
κουκιάnoun (botany: plant) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
κουκίnoun (usually plural (edible pulse) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Fava beans are delicious in stews but do tend to cause flatulence. |
από αξιόπιστη πηγήexpression (first-hand, directly from the source) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Of course it's true - I got it straight from the horse's mouth. |
ξεκαβαλικεύωverbal expression (figurative, informal (stop acting morally superior) (καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
κοιτάζω αφ' υψηλούverbal expression (figurative, informal (act morally superior) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) I know you think I'm wrong but there's no need to get on your high horse about it. |
κάνω ιππασία, πάω για ιππασίαverbal expression (UK (ride horses for pleasure) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Would you like to go horse riding this afternoon? |
ιπποκόμοςnoun (stable worker) (ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.) Elise worked at the stables as a groom in exchange for riding lessons. |
κπ που περιποιείται το τρίχωμα των αλόγωνnoun (person who tends horses' coats) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) The groomer cleaned and brushed the horse. |
θρόνοςexpression (displaying haughty attitude) (μεταφορικά) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) I see Irene's on her high horse again. |
στάβλοςnoun (stable) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) The horse barn was large--it held eight horses and their tack. |
αγριοκαστανιάnoun (conker tree) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
αγριοκάστανοnoun (conker) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>noun (baseball: score of zero) |
<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>transitive verb (US, figurative (sport: prevent from scoring) |
λαιμαριά/τραχηλιά αλόγουnoun (part of horse harness) (κυριολεκτικά) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
φάρμα με άλογαnoun (place where horses are bred) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
τροφή για άλογαnoun (food intended for horses) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
καλλωπιστής αλόγωνnoun (person who tends horses' coats) (κατά λέξη) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
ιπποκόμοςnoun (person: tends horses) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
αυτός που αγαπάει τα άλογαnoun ([sb] who is fond of horses) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
κοπριά αλόγουnoun (horse's excrement) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) She added horse manure to heat up her compost pile. |
ιπποδρομίαnoun (competition for horses) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Brenda is watching a horse race on TV. |
ντέρμπιnoun (US, figurative (close competition) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) |
εργαζόμενος σε φάρμα αλόγωνnoun (US (person who works on a horse farm) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ιππασίαnoun (journey made on horseback) (διαδικασία) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) We went for a horse ride in the woods together for my birthday. |
ιππασίαnoun (activity: riding on a horse) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) I love horse riding but it makes my muscles ache afterwards. Μου αρέσει η ιππασία, αλλά μετά πονάνε οι μύες μου. |
κοινή λογικήnoun (common sense, practicality) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
διαγωνισμός αλόγωνnoun (judged competition of horses) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
εξοπλισμός αλόγουnoun (bridle, saddle, stirrups, etc.) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
παζάριαnoun (figurative, informal (bargaining) (καθομιλουμένη) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) The lawyers engaged in horse trading before they reached a final agreement. |
τρέιλερ αλόγων, τρέιλερ μεταφοράς αλόγωνnoun (lorry for transporting a horse) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Many larger cars can easily tow a horse trailer. |
εκπαιδευτής αλόγωνnoun ([sb] who teaches behaviour to horses) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
εκπαίδευση αλόγωνnoun (teaching behaviour to horses) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ιππήλατοςadjective (pulled by horse) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
ιππήλατη άμαξαnoun (vehicle pulled by a horse) In some Spanish cities, you can hire a horse-drawn carriage to ride around and see the sights. |
αλογόμυγαnoun (large flying insect) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Tom was having a nice day until a horsefly bit his arm. |
καμτσίκιnoun (riding crop) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
άλογο μινιατούραnoun (very small equine breed) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
ενός αλόγουadjective (using one horse) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
μικρόςadjective (figurative (small, unimportant) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Don talked as though he was running a great business empire, but really it was just a one-horse establishment. |
μικρή πόληnoun (very small town) Reggie couldn't wait to grow up and leave that one-horse town. |
υποζύγιοnoun (horse used for carrying) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) There is too much equipment for one pack horse to carry. |
ίπποςnoun (gymnastics) (γυμναστική) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
προτρέχωverbal expression (figurative (act prematurely) (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Sara insisted that having sex before marriage was like putting the cart before the horse. Η Σάρα επέμενε ότι το να κάνει σεξ πριν από το γάμο της ήταν σαν να προτρέχει. |
άλογο κούρσαςnoun (horse that competes in races) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) That racehorse has never lost. |
άλογο επιδείξεωνnoun (show horse) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) Riding horses are selected from many different breeds. |
κουνιστό αλογάκιnoun (riding toy) Charlie keeps falling off the rocking horse we bought him. |
άλογο shirenoun (large working horse) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) Work on the farms formerly depended on shire horses. |
Δούρειος Ίπποςnoun (literal (Greek mythology: wooden horse) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) The Greek soldiers were hidden inside the belly of the Trojan horse. |
Δούρειος Ιπποςnoun (figurative ([sth] that infiltrates and harms enemies) (μεταφορικά) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
ιός ηλεκτονικού υπολογιστήnoun (figurative (computer virus) (Η/Υ) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Browsing unsafe web page can result in infections by Trojan horses. |
άγριο άλογοnoun (horse which is untamed) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) A brumby is an Australian wild horse. |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του horse στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του horse
Συνώνυμα
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.