Τι σημαίνει το dos στο πορτογαλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης dos στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του dos στο πορτογαλικά.
Η λέξη dos στο πορτογαλικά σημαίνει DOS, μαγιοβότανο, γατόχορτο, στελλάρια, κέντρο αστέγων, σκαρμός, σκαλμός, καμάρι, οινοθήρα, σκουλήκι, monk fruit, ανεμολόγιο ναυτικού χάρτη, αιολικό τριαντάφυλλο, Υπηρεσία Εμπορικών Προτύπων, απίστευτος, τηλεθέαση, η 9η δεκαετία, ανεμολόγιο ναυτικού χάρτη, αιολικό τριαντάφυλλο, ρεζεντά, εκτός ορίων, κάτω από το τραπέζι, νόθος, εξώγαμος, με κοινωνική συνείδηση, που ανήκει/αναφέρεται στο παρελθόν, αρχαϊκός, μη καταγεγραμμένο, εκτός λογιστικών βιβλίων, απαράδεκτος, των Shaker, προ φόρων, προ φόρου, μέχρι τα γόνατα, με ακραίες τιμές, σκεπασμένος, στην χειρότερη περίπτωση, σε κάθε περίπτωση, με την πάροδο του χρόνου, κάτω από το τραπέζι, εντός των ορίων, μέχρι αυτή την ώρα, εκτός ορίων, τα τελευταία χρόνια, στη μέση, άμεσα διαθέσιμος, στο παρασκήνιο, αγαπημένος, ατριχόρνις, ίσατις, αγριαψιθιά, ύπνος, κόσμος της φαντασίας, ομιλία των μωρών, πίσω πόρτα, γυναίκα των ονείρων μου, Βουλή των Κοινοτήτων, Βουλή των Λόρδων, Βουλή των Αντιπροσώπων, μέλος του δικηγορικού συλλόγου, διαχωρισμός των εξουσιών, ζωική ασθένεια, ασθένεια των ζώων, Διακήρυξη των Ανθρώπινων Δικαιωμάτων, πνευστά, το να έχεις κοινωνική συνείδηση, νόσος των δυτών, ιδανική δουλειά, απαρίθμηση γεγονότων, άρθρωση, κλείδωση, πυραγός, σιδηροπυρίτης, χαλκοπυρίτης, κολλητσόχορτο, άγια των αγίων, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, τυποκλοπία, παραβίαση πνευματικών δικαιωμάτων, διαβολόχορτο, έδρανα/εδώλια ενόρκων, λεπτοδείκτης, νέκταρ, πολεμική ιαχή, μαγειρική των νότιων ΗΠΑ, Ημέρα των Βετεράνων, προστασία της άγριας φύσης, εξετάσεις δικηγορικού συλλόγου, Ημέρα των Ψυχών, η Γιορτή του Πατέρα, κοινωνική πίεση, διαχείριση κρίσεων, ημέρα του Αγίου Βαλεντίνου, δυτική ακτή, πηγάδι ευχών, ακτιβιστής υπέρ των δικαιωμάτων των ζώων, χρυσορυχείο, αιλουρίδες, αφοσίωση πελατών, πενηντάρης, υδροκρίτης στις ΗΠΑ, επαρχιακό ΑΕΠ, διάταξη θέσεων, συνήθειες καπνιστή, το σμάλτο των δοντιών, χειρότερο σενάριο, ιχώρ, μηχανική των ρευστών, από τα Μπαρμπάντος, EPA. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης dos
DOS(informática: sistema) (Η/Υ) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) |
μαγιοβότανο, γατόχορτο(tipo de planta apreciada pelos gatos) (βότανο) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
στελλάριαsubstantivo masculino (erva florescente) (φυτό) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
κέντρο αστέγων(lugar que acolhe mendigos) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
σκαρμός, σκαλμός(στήριγμα κουπιού) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
καμάρι
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
οινοθήρα
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
σκουλήκι(εμφανίζεται στο αλεύρι) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
monk fruitsubstantivo feminino (είδος τροπικού φρούτου) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) |
ανεμολόγιο ναυτικού χάρτηsubstantivo feminino (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
αιολικό τριαντάφυλλοsubstantivo feminino (símbolo em mapa) |
Υπηρεσία Εμπορικών Προτύπων(Bras., organização de consumidores) (Ηνωμένο Βασίλειο) |
απίστευτος(gíria britânica) (ανεπισημο) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Você tem muita lata entrando aqui e exigindo dinheiro. |
τηλεθέαση(BRA) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) O ibope desse show é melhor do que o esperado. Τα ποσοστά τηλεθέασης της εκπομπής είναι μεγαλύτερα από τα αναμενόμενα. |
η 9η δεκαετία(inf, idade: 80-89) (της ζωής ή κάποιου) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
ανεμολόγιο ναυτικού χάρτηsubstantivo feminino (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
αιολικό τριαντάφυλλοsubstantivo feminino (diagrama: direção dos ventos) |
ρεζεντάsubstantivo masculino (botânica) (βοτανική) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
εκτός ορίωνexpressão (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
κάτω από το τραπέζι(secreto, ilegal) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
νόθος, εξώγαμος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) "Bastardo" é o termo legal para uma criança nascida fora dos laços matrimoniais. |
με κοινωνική συνείδησηlocução adjetiva (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
που ανήκει/αναφέρεται στο παρελθόν, αρχαϊκόςlocução adjetiva (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
μη καταγεγραμμένο, εκτός λογιστικών βιβλίων
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
απαράδεκτοςexpressão (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
των Shaker(estrangeirismo, religião) (θρησκευτική αίρεση) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
προ φόρων, προ φόρουlocução adjetiva (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
μέχρι τα γόναταlocução adjetiva (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
με ακραίες τιμέςlocução adjetiva (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
σκεπασμένοςexpressão (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) |
στην χειρότερη περίπτωσηlocução adverbial (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
σε κάθε περίπτωση
(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) |
με την πάροδο του χρόνουexpressão (em algum momento) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) |
κάτω από το τραπέζιadvérbio (figurado: ilegalmente, secretamente) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
εντός των ορίων
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
μέχρι αυτή την ώρα
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Συνήθως είμαι στο κρεβάτι μέχρι αυτή την ώρα. Μέχρι αυτή την ώρα θα έπρεπε να έχεις τελειώσει τη μελέτη σου για το διαγώνισμα. |
εκτός ορίωνlocução adverbial (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) O árbitro assoprou o apito quando a bola foi para fora dos limites. Durante a guerra, a maior parte das praias era fora dos limites para civis. Ο διαιτητής σφύριξε όταν η μπάλα πήγε εκτός ορίων. Κατά τη διάρκεια του πολέμου, οι περισσότερες παραλίες βρίσκονταν εκτός ορίων για τους πολίτες. |
τα τελευταία χρόνιαlocução adverbial (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Ele gravou esta canção várias vezes ao longo dos anos. Έχει ηχογραφήσει αυτό το τραγούδι αρκετές φορές τα τελευταία χρόνια. |
στη μέση
(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) |
άμεσα διαθέσιμος
|
στο παρασκήνιοlocução adverbial (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Φαίνεται ότι έχουν έναν ευτυχισμένο γάμο, αλλά ποιος ξέρει τι συμβαίνει στο παρασκήνιο. Οι πελάτες δεν αντιλαμβάνονται πόση δουλειά γίνεται στο παρασκήνιο. |
αγαπημένος
(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Η Τζένη αγαπούσε τα παιδιά της, αλλά το μεγαλύτερο ήταν η αδυναμία της. |
ατριχόρνις(pássaro originário da América) (ωδικό πτηνό) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
ίσατις
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
αγριαψιθιά(φυτό) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ύπνος
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
κόσμος της φαντασίας
(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
ομιλία των μωρώνsubstantivo feminino (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Os linguistas estudam a fala dos bebês para descobrir como nós adquirimos a linguagem. |
πίσω πόρτα
Nessa casa a porta dos fundos fica na cozinha. |
γυναίκα των ονείρων μουsubstantivo feminino (ιδανική γυναίκα) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
Βουλή των Κοινοτήτωνsubstantivo feminino (Câmara baixa, Reino Unido) (Ηνωμένο Βασίλειο) |
Βουλή των Λόρδωνsubstantivo feminino (Câmara alta, Reino Unido) (Ηνωμένο Βασίλειο) |
Βουλή των Αντιπροσώπωνsubstantivo feminino (câmara baixa do congresso, EUA) |
μέλος του δικηγορικού συλλόγουexpressão (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
διαχωρισμός των εξουσιών(legal, princípio constitucional) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
ζωική ασθένεια, ασθένεια των ζώων
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
Διακήρυξη των Ανθρώπινων Δικαιωμάτωνsubstantivo feminino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
πνευστά
(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) |
το να έχεις κοινωνική συνείδηση
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
νόσος των δυτών
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ιδανική δουλειά(καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
απαρίθμηση γεγονότων(lista de eventos ou dados) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
άρθρωση, κλείδωση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
πυραγός(chefe de um batalhão de bombeiros) (ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.) |
σιδηροπυρίτης, χαλκοπυρίτης(min: pirita) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
κολλητσόχορτο(gênero botânico) (φυτό) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
άγια των αγίων(lugar sagrado) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>
|
τυποκλοπία, παραβίαση πνευματικών δικαιωμάτωνsubstantivo feminino (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
διαβολόχορτοsubstantivo masculino (planta) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
έδρανα/εδώλια ενόρκων(tribunal) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
λεπτοδείκτης(no relógio) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
νέκταρ(mitologia: ambrosia) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
πολεμική ιαχή(Hist.: guerra civil norte-americana) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
μαγειρική των νότιων ΗΠΑsubstantivo feminino (καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
Ημέρα των Βετεράνωνsubstantivo masculino (EUA, 11 de Novembro: memorial de guerra dos EUA) |
προστασία της άγριας φύσης
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
εξετάσεις δικηγορικού συλλόγου
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
Ημέρα των Ψυχών
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
η Γιορτή του Πατέρα
(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
κοινωνική πίεση
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Adolescentes acham difícil resistir à pressão dos colegas. Οι έφηβοι το βρίσκουν δύσκολο να αντισταθούν στην κοινωνική πίεση. |
διαχείριση κρίσεων(investimento) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ημέρα του Αγίου Βαλεντίνουsubstantivo masculino (BRA: 12 de Junho) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
δυτική ακτήsubstantivo feminino (terra na costa Oeste) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
πηγάδι ευχών
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Έριξα ένα νόμισμα στο πηγάδι των ευχών ελπίζοντας ότι όλα μου τα όνειρα θα πραγματοποιηθούν. Τα νομίσματα στο πηγάδι των ευχών συγκεντρώνονται και μοιράζονται σε φιλανθρωπίες. |
ακτιβιστής υπέρ των δικαιωμάτων των ζώωνsubstantivo masculino e feminino (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
χρυσορυχείο(algo lucrativo, boa fonte de renda) (μεταφορικά) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
αιλουρίδες(felinos) (επίσημο) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) |
αφοσίωση πελατών
(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
πενηντάρης(idade) (γενικά: γύρω στα 50) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Στα πενήντα φεύγα του, ο Γιάννης παραμένει εξίσου γοητευτικός. |
υδροκρίτης στις ΗΠΑ
(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
επαρχιακό ΑΕΠ(Produto Interno Bruto de estado/ província) |
διάταξη θέσεων(ποιος κάθεται που) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
συνήθειες καπνιστήsubstantivo masculino (hábitos dos fumantes) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
το σμάλτο των δοντιών(substância dura que cobre os dentes) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
χειρότερο σενάριο
|
ιχώρ(mitologia) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
μηχανική των ρευστώνexpressão (física) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
από τα Μπαρμπάντος
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
EPA(sigla) (συντομογραφία) (ουσιαστικό θηλυκό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. μακιγιέζ, μπέιμπι-σίτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) |
Ας μάθουμε πορτογαλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του dos στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.
Σχετικές λέξεις του dos
Ενημερωμένες λέξεις του πορτογαλικά
Γνωρίζετε για το πορτογαλικά
πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.