Τι σημαίνει το empresa στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης empresa στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του empresa στο πορτογαλικά.

Η λέξη empresa στο πορτογαλικά σημαίνει εταιρεία, επιχείρηση, εταιρεία, εγχείρημα, επιχείρηση, εταιρία, εταιρεία, ελέγχουσα εταιρεία, εταιρεία χαρτοφυλακίου, αδερφή εταιρεία, αδελφή εταιρεία, μητρική εταιρία, ηλεκτρονική επιχείρηση, διαδικτυακή επιχείρηση, επιχείρηση βιτρίνα, κοινοπραξία, ανώνυμη εταιρεία, ανώνυμη εταιρία, εταιρεία συλλογής χρεών, μεταφορική εταιρεία, εταιρεία παροχής ενυπόθηκων δανείων, μικρή εταιρεία, δημόσια/κρατική επιχείρηση, ναυτιλιακή εταιρεία, κτηματομεσιτική επιχείρηση, σήμα υπηρεσίας, ανενεργή εταιρεία, ανενεργή επιχείρηση, αδερφή εταιρεία, αδελφή εταιρεία, εταιρεία λογισμικού, πάροχος τηλεφωνικών υπηρεσιών, γεύμα, χρώματα, μεταφορική εταιρεία, διαδικτυακή εταιρεία, διαδικτυακή επιχείρηση, ανεξάρτητη επιχείρηση, σιδηροδρομική εταιρία, σιδηροδρομική εταιρία, ανεξάρτητος, ενδοεταιρικός, επωνυμία. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης empresa

εταιρεία

substantivo feminino (επιχείρηση)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Mike trabalha para uma grande companhia.
Ο Μάικ εργάζεται σε μια μεγάλη εταιρεία.

επιχείρηση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Muitos donos de negócios passam anos tentando começar seu empreendimento.
Πολλοί επιχειρηματίες αφιερώνουν χρόνια στην προσπάθεια να ξεκινήσουν τις επιχειρήσεις τους.

εταιρεία

substantivo feminino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
O Breno abriu uma empresa de transporte.
Ο Μπράιαν ίδρυσε μια ναυτιλιακή εταιρεία.

εγχείρημα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Dan embarcou em um empreendimento literário; ele está escrevendo um romance.
Ο Νταν έχει ξεκινήσει ένα λογοτεχνικό εγχείρημα· γράφει ένα μυθιστόρημα.

επιχείρηση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Meu tio quer iniciar seu próprio negócio.
Ο θείος μου θέλει να ανοίξει δική του δουλειά.

εταιρία, εταιρεία

substantivo feminino (negócios)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Ela dirigia uma pequena firma de propaganda.
Διευθύνει μια μικρή διαφημιστική εταιρία (or: εταιρεία).

ελέγχουσα εταιρεία, εταιρεία χαρτοφυλακίου

(anglicismo)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

αδερφή εταιρεία, αδελφή εταιρεία

substantivo feminino

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

μητρική εταιρία

ηλεκτρονική επιχείρηση, διαδικτυακή επιχείρηση

(negócio virtual)

επιχείρηση βιτρίνα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

κοινοπραξία

(negócios)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Otter Media é um empreendimento conjunto entre a AT&T e o Chernin Group.
Η Otter Media είναι κοινοπραξία μεταξύ της AT&T και του Ομίλου Chernin.

ανώνυμη εταιρεία, ανώνυμη εταιρία

εταιρεία συλλογής χρεών

substantivo feminino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

μεταφορική εταιρεία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

εταιρεία παροχής ενυπόθηκων δανείων

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

μικρή εταιρεία

substantivo feminino (empresa com poucos empregados)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

δημόσια/κρατική επιχείρηση

(negócio ou empreendimento governamental)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ναυτιλιακή εταιρεία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

κτηματομεσιτική επιχείρηση

(empresa comercial envolvendo a renovação ou construção de propriedade)

σήμα υπηρεσίας

substantivo masculino

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

ανενεργή εταιρεία, ανενεργή επιχείρηση

αδερφή εταιρεία, αδελφή εταιρεία

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

εταιρεία λογισμικού

(anglicismo, computador)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

πάροχος τηλεφωνικών υπηρεσιών

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

γεύμα

(που παραθέτει ο εργοδότης)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

χρώματα

(veículo) (μια εταιρείας)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)

μεταφορική εταιρεία

substantivo feminino

διαδικτυακή εταιρεία, διαδικτυακή επιχείρηση

substantivo masculino

ανεξάρτητη επιχείρηση

σιδηροδρομική εταιρία

(empresa que gerencia o transporte por trens)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

σιδηροδρομική εταιρία

(empresa que gerencia o transporte por trens)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ανεξάρτητος

locução adjetiva

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ενδοεταιρικός

expressão

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

επωνυμία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του empresa στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Σχετικές λέξεις του empresa

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.