Τι σημαίνει το held στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης held στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του held στο Αγγλικά.
Η λέξη held στο Αγγλικά σημαίνει κρατάω, κρατώ, περιέχω, αγκαλιάζω, περιμένω, αντέχω, αναμονή, κράτημα, αμπάρι, λαβή, κατανόηση, διαμέρισμα φορτίου, χώρος φορτίου, χώρος αποσκευών, αντέχω, κρατιέμαι, έχω, κρατάω, υποστηρίζω, κρατάω, κρατώ, έχω, κρατάω, κρατώ, κρατάω, κρατώ, φυλάω, φυλώ, παίρνω μέρος, χωράω, χωρώ, υπερασπίζομαι, υπερασπίζω, καταλαμβάνω, συνεχίζω, θεωρώ, πιστεύω, νομίζω, κάνω, έχω, κρατάω, κρατάω, συγκρατάω, συγκρατώ, παρακωλύω, δυσχεραίνω, επιβραδύνω, δεν λέω όλη την αλήθεια, συγκρατώ, παρακρατώ, είμαι συγκρατημένος, κρατάω, περιορίζω, συγκρατώ, κρατάω, δεν κάνω εμετό, δεν τα βγάζω, είμαι δεμένος γερά, είμαι προσδεμένος γερά, είμαι δεμένος καλά, είμαι προσδεμένος καλά, είμαι σταθερός, μακρηγορώ, δημηγορώ, συγκρατώ, καταστέλλω, καθυστερώ, περιμένω, αποκρούω, αντέχω, περιμένω, περιμένω, κρατιέμαι από κπ/κτ, διατηρώ, φτάνω, αντιστέκομαι, αντιστέκομαι σε κτ/κπ, αντιστέκομαι απέναντι σε κτ/κπ, συγκρατώ, παρακρατώ, περιμένω κτ, καθυστερώ, αρπάζω,πιάνω, καρύδωμα, απόλυτος έλεγχος, Μην κάνεις όρεξη, γερό κράτημα, πιάνω, παίρνω, βρίσκω, πιάνω, αρπάζω, αρπάζω, κρατάω, κρατώ, έχω δέσμευση, έχω κπ στο χέρι, επιφυλάσσω, επιφυλάσσω, διεξάγω ψηφοφορία, είμαι ισάξιος, κάνω συζήτηση, κάνω κουβέντα, κρατάω κακία, κρατάω κακία σε κπ, συνεδριάζω, δίνω συνέντευξη τύπου, θεωρώ υπεύθυνο, θεωρώ υπεύθυνο, έχω το πλεονέκτημα, φυλάω, κρατάω, είμαι στο επίκεντρο της προσοχής, αγαπώ, εκτιμώ,νοιάζομαι για, κρατάω μια δουλειά, λαβή, ριζοειδές στήριγμα, κρατιέμαι χέρι-χέρι, απαλλακτικός, απαλλάσσω, ελέγχω, περιορίζω, περιφρονώ, κατηγορώ κπ για ασέβεια προς το δικαστήριο, έχω σε υψηλή εκτίμηση, έχω σε ιδιαίτερη εκτίμηση, περίμενε, στάσου, περίμενε!, στάσου!, κρατάω, θεωρώ υπεύθυνο, θεωρώ υπεύθυνο, υπηρετώ μια θέση, περίμενε ένα λεπτό, Για μισό λεπτό!, κρατιέμαι γερά, απλώνω, κάποιος που αρνείται προσφορά, τρέφω ελπίδες για κτ, θεωρώ κπ υπεύθυνο, θεωρώ κπ υπεύθυνο για κτ, θεωρώ κπ υπεύθυνο, θεωρώ κπ υπεύθυνο για κτ, κρατάω όμηρο, κρατάω το ενδιαφέρον κπ, αεροσκάφος: περιμένω σε απόσταση 200 ποδιών από τον αεροδιάδρομο για να πάρω εντολή προσγείωσης, μένω σταθερός σε κτ, κρατάω κτ σταθερό, κρατάω κακία, έχω επιρροή, διατηρώ την προσοχή κάποιου, αναλαμβάνω, μένω στη γραμμή (μου), <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, δεν κλείνω, κρατάω γερά, αγκαλιάζω κπ σφιχτά, κρατάω κπ σφιχτά, κρατάω γερά, κρατιέμαι. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης held
κρατάω, κρατώtransitive verb (grasp) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) She holds her child's hand when they cross the street. Κρατά το χέρι του παιδιού της όταν περνούν το δρόμο. |
περιέχωtransitive verb (contain) (αυτή τη στιγμή) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) This container holds four litres of liquid. Αυτό το δοχείο χωρά τέσσερα λίτρα υγρό. |
αγκαλιάζωtransitive verb (embrace) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The couple held each other tightly. The mother held her crying child. Η μητέρα πήρε αγκαλιά το μωρό της που έκλαιγε. |
περιμένωintransitive verb (on phone: wait) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Can you hold for a minute while I check that information for you? ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Παρακαλώ αναμείνατε στο ακουστικό σας. |
αντέχωintransitive verb (adhere) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Is that knot going to hold? Θα κρατήσει αυτός ο κόμπος; |
αναμονήnoun (telephone) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) He was placed on hold for five minutes when he called. Τον έβαλαν στην αναμονή για πέντε λεπτά όταν τηλεφώνησε. |
κράτημαnoun (grasp) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) He had a tight hold on his daughter's wrist. ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Χαλάρωσε το κράτημα σου, με πονάς! |
αμπάριnoun (ship: storage area) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) The dry food was kept down in the hold. |
λαβήnoun (wrestling) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The wrestler used a special hold to defeat his opponent. |
κατανόησηnoun (mental grasp) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The new president's hold on difficult policy issues was not strong. |
διαμέρισμα φορτίου, χώρος φορτίουnoun (plane: cargo storage) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Pets travel in crates in the hold. |
χώρος αποσκευώνnoun (plane: bag storage) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) The airline carries wheelchairs free of charge in the hold. |
αντέχωintransitive verb (continue to resist) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The dam has held through all the storms that have passed. |
κρατιέμαι(not change state) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The water level held at two feet above sea level. |
έχωtransitive verb (possess) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) She holds the keys to the car. ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Κατέχει εξέχουσα θέση στην κυβέρνηση. |
κρατάωtransitive verb (continue to have) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) His son can't hold a job; he keeps getting fired. Ο γιος του δεν μπορεί να κρατήσει δουλειά, όλο τον απολύουν. |
υποστηρίζωtransitive verb (believe that) (κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The professor holds that it is best to learn a foreign language at the earliest age possible. |
κρατάω, κρατώtransitive verb (take) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Could you hold this box for me for a minute? |
έχωtransitive verb (own) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) She holds the land, but it is used by the entire family. |
κρατάω, κρατώtransitive verb (have in custody) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The police held the suspect in custody. |
κρατάω, κρατώ, φυλάω, φυλώtransitive verb (retain) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) We held some cash in Euros in case of emergency. |
παίρνω μέροςtransitive verb (engage in) (σε κάτι) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) I don't hold discussions with silly people. |
χωράω, χωρώtransitive verb (accommodate) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) This conference room holds up to forty people. |
υπερασπίζομαι, υπερασπίζωtransitive verb (military: defend) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The rebels held their position for ten hours until reinforcements arrived. |
καταλαμβάνωtransitive verb (military: occupy) (επίσημο) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The army sought to hold the strategic mountaintop. |
συνεχίζωtransitive verb (course: maintain) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Hold your current course for the next one hundred kilometres. |
θεωρώ, πιστεύω, νομίζωtransitive verb (believe, consider) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) He holds that those actions should be illegal. |
κάνωtransitive verb (meeting, event: conduct) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) We will hold the meeting in the conference room. // Julie is holding a party on Saturday. |
έχωtransitive verb (have: an opinion) (άποψη, γνώμη) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) We know that not all party members hold the same position on this issue. |
κρατάωphrasal verb, transitive, inseparable (resent [sb] for [sth]) (κάτι σε κάποιον) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) They still hold my past mistakes against me. Ακόμα με έχουν άχτι για τα λάθη που έκανα στο παρελθόν. |
κρατάω, συγκρατάωphrasal verb, transitive, separable (restrain [sb] physically) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The boys started fighting so teachers came to hold them back. Τα αγόρια άρχισαν να μαλώνουν και γι' αυτό ήρθαν οι δάσκαλοι να τα συγκρατήσουν. |
συγκρατώphrasal verb, transitive, separable (restrain, keep under control) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) He held back his anger until the children had gone to bed. She had had such a bad day, she couldn't hold back the tears any longer. Συγκράτησε τον θυμό του μέχρι τα παιδιά να πάνε για ύπνο. Είχε τόσο δύσκολη μέρα που δε μπορούσε να συγκρατήσει άλλο τα δάκρυά της. |
παρακωλύω, δυσχεραίνω, επιβραδύνωphrasal verb, transitive, separable (figurative (hinder [sb]'s progress) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) She wants to be an actress but a lack of talent is holding her back. Θέλει να γίνει ηθοποιός, αλλά η έλλειψη ταλέντου την παρακωλύει (or: δυσχεραίνει). |
δεν λέω όλη την αλήθειαphrasal verb, transitive, separable (figurative (not divulge [sth]) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) She said she had told him all about her previous marriage, but he suspected she was holding something back. Είπε ότι του τα είχε πει όλα για τον προηγούμενο γάμο της, αλλά υποπτευόταν ότι δεν έλεγε όλη την αλήθεια. |
συγκρατώ, παρακρατώphrasal verb, transitive, separable (withhold, not give [sth]) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) He didn't give me all the money today, he's holding back half of it till the work is finished. Δεν μου επέστρεψε όλα τα χρήματα σήμερα, παρακρατεί τα μισά μέχρι να τελειώσει η δουλειά. |
είμαι συγκρατημένοςphrasal verb, intransitive (figurative (repress feelings) (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) She is always holding back, afraid to share her true feelings. Είναι πάντα συγκρατημένη και φοβάται να μοιραστεί τα πραγματικά της αισθήματα. |
κρατάωphrasal verb, transitive, separable (restrain) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Hold his arms down so he'll stop hitting me! Κράτα τα χέρια του για να σταματήσει να με χτυπάει! |
περιορίζω, συγκρατώphrasal verb, transitive, separable (restrain or repress) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I find it hard to hold down my anger when I see someone drop litter. |
κρατάωphrasal verb, transitive, separable (figurative (keep from losing) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I've been fired four times. I just can't hold down a job! Έχω απολυθεί τέσσερις φορές. Δεν καταφέρνω να κρατήσω δουλειά! |
δεν κάνω εμετό, δεν τα βγάζωphrasal verb, transitive, separable (food: not eject as vomit) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Though she still felt a little sick, Lisa managed to hold down her lunch. |
είμαι δεμένος γερά, είμαι προσδεμένος γερά, είμαι δεμένος καλά, είμαι προσδεμένος καλάphrasal verb, transitive, inseparable (firmly, tightly) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) The rope held fast to the boat. |
είμαι σταθερόςphrasal verb, transitive, inseparable (uphold: principle, idea) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) He holds fast to his socialist principles. |
μακρηγορώ, δημηγορώphrasal verb, intransitive (talk at length) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Prince Charles could hold forth for hours on the subject of architecture. |
συγκρατώ, καταστέλλωphrasal verb, transitive, separable (restrain, repress) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I can't hold in my feelings any longer! |
καθυστερώphrasal verb, intransitive (bad weather: be delayed) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) I hope the rain holds off till we get home. Ελπίζω η βροχή να καθυστερήσει μέχρι να φτάσουμε σπίτι. |
περιμένωphrasal verb, transitive, inseparable (refrain, delay) (πριν κάνω κτ) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Please hold off playing the drums until after I've gone! Σε παρακαλώ περίμενε να φύγω πριν παίξεις ντραμς! |
αποκρούωphrasal verb, transitive, separable (prevent attack) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The soldiers managed to hold off the attacking forces for three days. Οι στρατιώτες κατάφεραν να αποκρούσουν τις δυνάμεις εισβολής για τρεις μέρες. |
αντέχωphrasal verb, intransitive (stay courageous or patient) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I know you are upset, but you must hold on for the sake of the children. Ξέρω ότι είσαι αναστατωμένος αλλά πρέπει να κάνεις υπομονή για χάρη των παιδιών. |
περιμένωphrasal verb, intransitive (informal (wait, maintain position) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Hold on till I get there! Περίμενε μέχρι να έρθω! |
περιμένωphrasal verb, intransitive (telephone) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) "Can I talk to Camille?" "Hold on. I'll see if she's here." «Μπορώ να μιλήσω στην Καμίλ;» «Περίμενε, να κοιτάξω αν είναι εδώ.» |
κρατιέμαι από κπ/κτphrasal verb, transitive, inseparable (grasp, clutch) If you think you are going to slip, hold on to my arm. Κρατήσου απ' το μπράτσο μου αν πιστεύεις ότι θα γλιστρήσεις. |
διατηρώphrasal verb, transitive, inseparable (keep, maintain despite difficulty) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) In all the years of poverty, she managed to hold onto her dignity. Όλα τα χρόνια της φτώχειας, κατάφερε να διατηρήσει την αξιοπρέπειά της. |
φτάνωphrasal verb, intransitive (last, be sufficient) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) I don't think the cattle feed is going to hold out until Christmas, we must order more. Δεν πιστεύω να φτάσει η ζωοτροφή μέχρι τα Χριστούγεννα, πρέπει να παραγγείλουμε κι άλλη. |
αντιστέκομαιphrasal verb, intransitive (continue to resist) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Keep asking her for a date, she can't hold out much longer. Συνέχισε να της ζητάς να βγείτε, δεν θα αντισταθεί για πολύ ακόμα. |
αντιστέκομαι σε κτ/κπ, αντιστέκομαι απέναντι σε κτ/κπ(continue to resist) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) The remote mountain village held out against the foreign armies. I'm holding out against joining Facebook. Το απομακρυσμένο ορεινό χωριό κρατούσε γερά απέναντι στα ξένα στρατεύματα. |
συγκρατώ, παρακρατώ(refuse to give [sth] to [sb]) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I need Jason's help but he is holding out on me. |
περιμένω κτ(informal (wait) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) James did not accept the job straight away because he was holding out for a better offer. |
καθυστερώphrasal verb, transitive, separable (informal (postpone) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
αρπάζω,πιάνωverbal expression (grasp, grab) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Mr. Jones caught hold of Mark by the collar and dragged him off to see the headmaster. Ο κ. Τζόουνς άρπαξε (or: έπιασε) τον Μαρκ από το κολάρο και τον έσυρε να δει τον διευθυντή. |
καρύδωμαnoun (grip on [sb]'s neck) (καθομιλουμένη) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
απόλυτος έλεγχοςnoun (figurative (complete power) |
Μην κάνεις όρεξηinterjection (informal ([sth] is unlikely to happen soon) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Neil promised that he would have everything ready; don't hold your breath, though! |
γερό κράτημαnoun (secure grasp) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) The army chief had a firm hold on power in the region. |
πιάνωverbal expression (informal (grasp) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Get a firm hold of the load and make sure it's not too heavy before you lift. |
παίρνωverbal expression (informal (obtain [sth]) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Can you tell me where I can get hold of a watch like yours? You need to get hold of a copy of his birth certificate. Μπορείς να μου πεις πού μπορώ να βρω ένα ρολόι σαν το δικό σου; Χρειάζεται να πάρεις ένα αντίγραφο του πιστοποιητικού γεννήσεως του. |
βρίσκωverbal expression (figurative (reach, contact [sb]) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I've been trying to get hold of him all week, but he's always out. Προσπαθούσα να τον βρω όλη την εβδομάδα, αλλά λείπει συνέχεια. |
πιάνωverbal expression (grasp) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) She got hold of his arm and pulled him towards her. Έπιασε το μπράτσο του και τον τράβηξε προς το μέρος της. |
αρπάζωverbal expression (physically: grasp) (αρχικό πιάσιμο) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Bella jumped on the back of Jacob's motorcycle and grabbed hold of his body. Grab hold of the rope so that I can pull you up! |
αρπάζωverbal expression (figurative (idea, opportunity: seize) (μεταφορικά: ευκαιρία) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Dean grabbed hold of the opportunity to visit the beach a few times. |
κρατάω, κρατώverbal expression (grasp firmly) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Sally had a hold on the horse's reins. |
έχω δέσμευσηverbal expression (account: be blocked) (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) Any check I deposit has a hold on it for 7 days. |
έχω κπ στο χέριverbal expression (informal, figurative (exert control) (μεταφορικά, ανεπίσημο) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) In New Jersey, Democrats have had a hold on the Senate seats for many years. |
επιφυλάσσωverbal expression (reserve, promise for the future) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Nobody knows what tomorrow has in store. |
επιφυλάσσωverbal expression (reserve, promise) (κτ σε κπ, κτ για κπ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Let's wait and see what next year has in store for us. Ας περιμένουμε να δούμε τι μας επιφυλάσσουν τα επόμενα χρόνια. |
διεξάγω ψηφοφορίαverbal expression (conduct a vote) |
είμαι ισάξιοςtransitive verb (figurative (be worthy of being considered the same thing as) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) As a songwriter, George Harrison couldn't hold a candle to Paul McCartney. |
κάνω συζήτηση, κάνω κουβένταverbal expression (talk, converse, chat) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) The man was too drunk to hold a conversation. |
κρατάω κακίαverbal expression (be resentful) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) It was unfair that she was chosen instead of me, but I'm not one to hold a grudge. |
κρατάω κακία σε κπverbal expression (resent: [sb]) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Peter holds a grudge against his co-worker, who received the promotion that Peter was hoping for. |
συνεδριάζωverbal expression (meet to discuss [sth] formally) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The council will hold a meeting to discuss the road repairs. |
δίνω συνέντευξη τύπουverbal expression (speak to media) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) The senator held a press conference to explain his new proposal. |
θεωρώ υπεύθυνο(consider responsible) (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) If anything goes wrong, I will hold you accountable. |
θεωρώ υπεύθυνοverbal expression (consider responsible for [sth]) (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) I cannot hold him accountable for what happened. |
έχω το πλεονέκτημαverbal expression (figurative, informal (have the advantage) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
φυλάω, κρατάω(reserve, keep aside) (κάτι για κάποιον) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Hold this dress by for me until I get paid on Saturday. |
είμαι στο επίκεντρο της προσοχήςverbal expression (figurative (receive much attention) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
αγαπώ, εκτιμώ,νοιάζομαι γιαtransitive verb (value, cherish) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Freedom of speech is a concept which I hold dear. |
κρατάω μια δουλειάverbal expression (remain in employment) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) After years of unemployment, John managed to hold down a job at the post office. I can never seem to hold down a job. |
λαβήnoun ([sth] that holds [sth] in place) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ριζοειδές στήριγμαnoun (botany: fungus part for attaching) (βοτανική) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
κρατιέμαι χέρι-χέρι(clasp each another's hand) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) My sister and her boyfriend always hold hands when watching a movie. |
απαλλακτικόςadjective (contract clause) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) The contract has a hold harmless clause, which means the company is not liable. |
απαλλάσσω(contract) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ελέγχω, περιορίζωverbal expression (control, restrain) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) He had to hold his anger in check when his son wrecked the car. |
περιφρονώverbal expression (despise, think [sb] worthless) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
κατηγορώ κπ για ασέβεια προς το δικαστήριοverbal expression (legal accusation) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
έχω σε υψηλή εκτίμηση, έχω σε ιδιαίτερη εκτίμησηverbal expression (have great respect for) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
περίμενε, στάσουinterjection (informal (wait!) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Hold it! I want to say one more thing before you go. |
περίμενε!, στάσου!interjection (informal (stop!) (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) Hold it, everybody! Don't go near that bull. |
κρατάωverbal expression (informal (bear a grudge) (κάτι σε κάποιν) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) She insulted him years ago, and he still holds it against her. Τον προσέβαλε πριν χρόνια αλλά ακόμα της το κρατάει μανιάτικο. |
θεωρώ υπεύθυνο(consider responsible) (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) |
θεωρώ υπεύθυνοverbal expression (consider responsible) (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) |
υπηρετώ μια θέσηverbal expression (have specific important job) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
περίμενε ένα λεπτόverbal expression (informal (wait) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Hold on a minute while I go back inside to turn off the lights. |
Για μισό λεπτό!interjection (informal (expressing an objection) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Now, hold on a minute! I can't agree with what you said. |
κρατιέμαι γεράverbal expression (grip securely) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) She held on tightly to the railings as she crossed the footbridge. |
απλώνω(offer, proffer) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) He held out his hand for the dog to sniff it. Άπλωσε το χέρι του στον σκύλο για να το μυρίσει. |
κάποιος που αρνείται προσφοράnoun (US, informal (person: refuses offer) (καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
τρέφω ελπίδες για κτverbal expression (stay optimistic) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Police do not hold out much hope of catching the culprits. |
θεωρώ κπ υπεύθυνοverbal expression (consider accountable) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
θεωρώ κπ υπεύθυνο για κτverbal expression (consider accountable) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
θεωρώ κπ υπεύθυνοverbal expression (consider legally accountable) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
θεωρώ κπ υπεύθυνο για κτverbal expression (consider legally accountable) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
κρατάω όμηροverbal expression (hold [sb] to ransom) (κάποιον) (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) |
κρατάω το ενδιαφέρον κπverbal expression (stay interesting) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Speakers need to select stimulating topics to hold the listeners' interest. |
αεροσκάφος: περιμένω σε απόσταση 200 ποδιών από τον αεροδιάδρομο για να πάρω εντολή προσγείωσηςverbal expression (aircraft: stop landing short of runway intersection) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
μένω σταθερός σε κτ(figurative (person: remain firm) (απόψεις, πεποιθήσεις) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) After holding steady for years, she finally gave up and sold the failing business. |
κρατάω κτ σταθερό(thing: secure) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) This chain will hold the post steady against the wind. |
κρατάω κακίαverbal expression (hold a grudge) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) I won't hold it against you if you don't want to join me. |
έχω επιρροή(have influence) (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) The political advisor holds sway over the mind of the President. |
διατηρώ την προσοχή κάποιουverbal expression (be interesting) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) The movie had an entertaining beginning, but it failed to hold the attention of the audience for the entire ninety minutes. |
αναλαμβάνωverbal expression (figurative (be in charge temporarily) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I'll hold the fort while you go on your coffee break. New: Θα κρατήσω εγώ το μαγαζί, για να πας τον γιο σου στον γιατρό. |
μένω στη γραμμή (μου)verbal expression (on phone: wait) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Please hold the line while we try to connect you. |
<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>verbal expression (figurative (keep things as they are) |
δεν κλείνωverbal expression (not hang up) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) The receptionist asked me to hold the phone while she spoke to Dr Simpson. |
κρατάω γερά(grasp firmly) (κυριολεκτικά) The woman held her bag tight as she hurried along the dark street. |
αγκαλιάζω κπ σφιχτά, κρατάω κπ σφιχτά(hug) Tim held his girlfriend tight, before saying goodbye. |
κρατάω γερά(figurative (persist, wait) (μεταφορικά) I'll be back in one moment - hold tight. Hold tight, I will be there soon. |
κρατιέμαι(brace yourself) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) "Hold tight," shouted the ride operator as the rollercoaster began to move. |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του held στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του held
Συνώνυμα
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.