Τι σημαίνει το rung στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης rung στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του rung στο Αγγλικά.

Η λέξη rung στο Αγγλικά σημαίνει σκαλοπάτι, σκαλί, βαθμίδα, δαχτυλίδι, κρίκος, κουδούνισμα, δακτύλιος, τηλεφωνώ, χτυπάω, χτυπώ, χτυπάω, χτυπώ, κουδουνίζω, κύκλος, σπείρα, συμμορία, ρινγκ, σκηνή, δακτύλιος, μάτι, δακτύλιος, χτύπημα, τηλεφώνημα, χτύπημα, κουδούνισμα, κρίκος, κρίκοι, καλώ χτυπώντας το κουδούνι, βουίζω, ακούγομαι, αντηχώ, αντιλαλώ, βάζω κρίκο σε κτ, περνάω κρίκο σε κτ, τοποθετώ δακτύλιο σε κτ, κυκλώνω, περικυκλώνω, κόβω σε ροδέλες, περικυκλώνω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης rung

σκαλοπάτι, σκαλί

noun (step of a ladder) (σκάλα)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Be careful of that second rung - it's cracked.
Πρόσεχε το δεύτερο σκαλοπάτι (or: σκαλί). Είναι ραγισμένο.

βαθμίδα

noun (figurative (level in a hierarchy) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Salaries are pretty low at this rung of the company.
Οι μισθοί αυτής της βαθμίδας στην εταιρεία είναι αρκετά χαμηλοί.

δαχτυλίδι

noun (jewellery worn on finger)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Yvonne made a beautiful silver ring. The couple exchanged rings.

κρίκος

noun (circular band)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
There was a ring of metal around the bird's leg.
Υπήρχε ένας μεταλλικός κρίκος γύρω από το πόδι του πουλιού.

κουδούνισμα

noun (sound of a bell)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The ring of the bell woke me up.
Το χτύπημα του κουδουνιού με ξύπνησε.

δακτύλιος

noun (circular shape)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
A ring of vines encircled the tree. A ring of coffee stained the tablecloth.
Πάνω στο τραπεζομάντιλο υπήρχε ένας κυκλικός λεκές από καφέ.

τηλεφωνώ

transitive verb (UK (phone)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Edward rang all of his friends.
Ο Έντουαρντ πήρε τηλέφωνο όλους τους φίλους του.

χτυπάω, χτυπώ

transitive verb (sound: a bell)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The monk rang the bell.
Ο μοναχός χτύπησε την καμπάνα.

χτυπάω, χτυπώ

intransitive verb (telephone: sound)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The phone rang twice.
Το τηλέφωνο κουδούνισε (or: χτύπησε) δύο φορές.

κουδουνίζω

intransitive verb (sound like a bell) (κάνω ήχο σαν κουδουνιού)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
When hit with a spoon, the brass candlestick will ring.
Αν το χτυπήσεις με ένα κουτάλι, το μπρούτζινο κηροπήγιο θα κουδουνίσει.

κύκλος

noun (circle: people, objects, etc.)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The dancers formed a ring.

σπείρα, συμμορία

noun (network of people, cartel)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The police broke up a drug ring.

ρινγκ

noun (boxing)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
The boxer stepped into the ring.

σκηνή

noun (arena for circus, etc.)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
This circus has three rings.

δακτύλιος

noun (tree: growth circle)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Old trees have many rings.

μάτι

noun (cooking hob) (μεταφορικά: κουζίνας)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Place the saucepan on the ring and heat gently for five minutes.

δακτύλιος

noun (matter: orbits a planet)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Saturn has the most rings.

χτύπημα

noun (act of ringing) (κουδούνι, πόρτα)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The class starts at the ring of the bell.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Δεν ακούς το κουδούνισμα; Πήγαινε να ανοίξεις την πόρτα.

τηλεφώνημα

noun (telephone call)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Just a quick ring to let you know I got home safely.

χτύπημα, κουδούνισμα

noun (tone, note)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The telephone's ring is loud.

κρίκος

plural noun (gymnastic apparatus)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The gymnast held onto the rings.

κρίκοι

plural noun (gymnastic event)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι Ολυμπιακοί (αγώνες), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Kurt is the best at the rings.
Ο Κερτ είναι ο καλύτερος στους κρίκους.

καλώ χτυπώντας το κουδούνι

intransitive verb (summon by ringing a bell)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The queen rang for her servant.
Η βασίλισσα χτύπησε το κουδούνι και κάλεσε τον υπηρέτη της.

βουίζω

intransitive verb (ears)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
My ears are ringing.

ακούγομαι

intransitive verb (figurative (sound a particular way)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
His words rang true.

αντηχώ, αντιλαλώ

(be filled with sound)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The church rang with the sound of music.

βάζω κρίκο σε κτ, περνάω κρίκο σε κτ

transitive verb (fit a ring to: nose of livestock) (στα ζώα)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The farmer ringed his cattle so that they could be led.

τοποθετώ δακτύλιο σε κτ

transitive verb (fit a tag to: a bird) (για παρακολούθηση)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The birds were ringed so that they could be identified later.
Τοποθέτησαν δακτυλίους στα πόδια των πουλιών για να μπορούν να αναγνωριστούν στο μέλλον.

κυκλώνω

transitive verb (draw a circle around)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ring the answer that you think is correct.

περικυκλώνω

transitive verb (surround)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The police ringed the gang.

κόβω σε ροδέλες

transitive verb (US (cut into rings)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Ring the onion and add to the salad.

περικυκλώνω

(encircle with [sth])

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
She ringed the door handle with some Christmas tinsel.
Τύλιξε το χερούλι της πόρτας με χριστουγεννιάτικες γιρλάντες.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του rung στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του rung

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.