Τι σημαίνει το person στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης person στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του person στο Αγγλικά.

Η λέξη person στο Αγγλικά σημαίνει άτομο, πρόσωπο, πρόσωπο, πρόσωπο, πρόσωπο, σώμα, άτομο, άνθρωπος, όπως όλοι, μέσος άνθρωπος, κακός άνθρωπος, επιχειρηματίας, άνθρωπος των σπηλαίων, πτώμα, νεκρός, άτομο με ειδικές ανάγκες, θυρωρός, έμπειρος, έμπειρη, διάσημος, διάσημη, πρώτο πρόσωπο, πρώτο πρόσωπο, καλός άνθρωπος, ανάπηρος, άτομο με μαθησιακές δυσκολίες, διακεκριμένο πρόσωπο, αυτοπροσώπως, αυτοπρόσωπος, ισχυρό πρόσωπο, προσωπικότητα με επιρροή, πρόσωπο με επιρροή, που εμπνέει άλλους, αθώος, οξύθυμος, κακότροπος, γκρινιάρης, εύσωμο/παχύ άτομο, τεμπέλης, ακαμάτης, νάνος, ασήμαντος, αγνοούμενος, πρωινός τύπος, άτομο χωρίς νομική οντότητα, ούτε ψυχή, κανείς, ηιλικιωμένος, κύριος του εαυτού μου, κοινωνικός άνθρωπος, υπεύθυνος, υπεύθυνη, υπεύθυνος, υπεύθυνη, έγχρωμος, ύποπτος, ύποπτη, άγνωστος, πρόσωπο με πρόσωπο, άτομο με άτομο, ανάμεσα σε άτομα, ανάμεσα σε ανθρώπους, έγχρωμος, φτωχός, που κρατά τα προσωπικά του για τον εαυτό του, διαχειριστής εγκαταστάσεων, ειδικός σύμβουλος, υπέυθυνο άτομο, κατάλληλο άτομο, σωστό άτομο, το δεξί χέρι, δεξιόχειρας, λυπημένος, στενοχωρημένος, αξιολύπητος, αξιοθρήνητος, δεύτερο πρόσωπο, σε δεύτερο πρόσωπο, εγωϊστής, ντροπαλός, συνεσταλμένος, ασθενής, άρρωστος, χαζός, χαζοβιόλης, κουτός, ελεύθερος, χωρίς δεσμό, εμπαθές/κακόβουλο/κακεντρεχές άτομο, κασκαντέρ, βλάκας, χαζός, ηλίθιος, ανόητος, τρίτο πρόσωπο, σε τρίτο πρόσωπο, βίαιος άνθρωπος, άβουλος άνθρωπος, εύπορος, πλούσιος άνθρωπος, νεολαία. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης person

άτομο, πρόσωπο

noun (human being)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Which person are you talking about? The mother or the daughter?
Για ποιο άτομο (or: πρόσωπο) μιλάς; Τη μητέρα ή την κόρη;

πρόσωπο

noun (law: natural person)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
All companies and persons are subject to the regulation.

πρόσωπο

noun (law: juristic person)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
All persons having anything to do with this case should remain in court.
Όλα τα άτομα που σχετίζονται με την υπόθεση πρέπει να παραμείνουν στο δικαστήριο.

πρόσωπο

noun (grammar)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The third person singular of the present tense of "to be" is "is".
Το τρίτο πρόσωπο ενικού του ενεστώτα του ρήματος «είμαι» είναι «είναι».

σώμα

noun (body)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
She doesn't like it when you touch her person.
Δεν της αρέσει όταν αγγίζεις το σώμα της.

άτομο

noun (literature, theater: character)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The play is about five persons on a desert island.
Το έργο πραγματεύεται πέντε άτομα σε ένα έρημο νησί.

άνθρωπος

noun (philosophy: rational being)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
A person differs from an animal or object in his or her ability to reason.

όπως όλοι

expression (just as much as anyone else)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

μέσος άνθρωπος

noun (person with typical characteristics)

κακός άνθρωπος

noun (evil individual)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

επιχειρηματίας

noun (commercial executive)

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)

άνθρωπος των σπηλαίων

noun (prehistoric human)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

πτώμα

noun (corpse, dead body)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

νεκρός

noun ([sb] who is no longer alive)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

άτομο με ειδικές ανάγκες

noun (individual with a disability) (πολιτικά ορθό)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
It is illegal for employers to discriminate against disabled people.

θυρωρός

noun (doorkeeper, [sb] guarding an entrance)

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)

έμπειρος, έμπειρη

noun ([sb] practised)

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)
The company is seeking an experienced person to manage the finance department.

διάσημος, διάσημη

noun (celebrity)

πρώτο πρόσωπο

noun (grammar: I, we)

The pronoun in that sentence is in the first person.
Η αντωνυμία σε αυτήν την πρόταση είναι σε πρώτο πρόσωπο.

πρώτο πρόσωπο

noun as adjective (narrative: in the first person)

The writer uses first person narrative throughout the entire novel.
Ο συγγραφέας χρησιμοποιεί το πρώτο πρόσωπο σε όλο το μυθιστόρημα.

καλός άνθρωπος

noun ([sb] kind, honest)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Vivie is a good person who is always willing to help other people.

ανάπηρος

noun (dated (person who is physically disabled)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
It's a home for mentally handicapped people.

άτομο με μαθησιακές δυσκολίες

noun (dated ([sb] with learning difficulties) (ξεπερασμένο)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
He may have had learning difficulties, but he resented being called a "handicapped person.".

διακεκριμένο πρόσωπο

noun (prominent individual)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
When I asked why the street was blocked off the officer explained that some "important person" was due to arrive.

αυτοπροσώπως

adverb (in real life, in the flesh)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
He was incredibly excited to see his favorite musician in person.
Ήταν απίστευτα ενθουσιασμένος που είδε τον αγαπημένο του μουσικό από κοντά.

αυτοπρόσωπος

adjective (face to face)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
It was their first in-person meeting after years of getting to know each other on social networking sites.

ισχυρό πρόσωπο, προσωπικότητα με επιρροή

noun ([sb] powerful or important)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Chomsky is an influential person in the field of linguistics.

πρόσωπο με επιρροή, που εμπνέει άλλους

noun ([sb] who inspires and motivates)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
My maths teacher was a very influential person in my intellectual development.

αθώος

noun ([sb] who is not guilty of an offence)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The jury was able to tell from the evidence that the man on trial was an innocent person.

οξύθυμος, κακότροπος, γκρινιάρης

noun ([sb] who is habitually grumpy)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
I wish I could talk to my boss about this, but he is such an irritable person that it puts me off.

εύσωμο/παχύ άτομο

noun ([sb] fat or ample)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
He's a large person and has difficulty finding clothes to fit him.

τεμπέλης, ακαμάτης

noun ([sb] who is idle)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Clive's teachers often described him as a lazy person.

νάνος

noun (short due to genetic condition) (ως πάθηση)

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)

ασήμαντος

noun (figurative (lacking money, power)

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)

αγνοούμενος

noun ([sb] who has disappeared)

(μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.)
My husband hasn't been seen for three days and the police have recorded him as a missing person. If you see this missing person, please call the police.
Ο άντρας μου ήταν άφαντος για τρεις μέρες και η αστυνομία τον κατέγραψε ως αγνοούμενο. Αν δεις αυτόν τον αγνοούμενο σε παρακαλώ κάλεσε την αστυνομία.

πρωινός τύπος

noun (energetic in the morning)

Marie is a morning person; she jogs 2 miles before work every day.

άτομο χωρίς νομική οντότητα

noun (person regarded as having no rights, person whose existence is not acknowledged)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

ούτε ψυχή, κανείς

pronoun (nobody, not anyone)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Not a single person was in favour of the price increases.

ηιλικιωμένος

noun (senior citizen, elderly individual)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
She was rather spry for an old person.

κύριος του εαυτού μου

noun ([sb] independent)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Mike is very much his own person and does not like being told what to do.

κοινωνικός άνθρωπος

noun (informal ([sb] who gets on well with others)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
John's a real people person: he can chat to anyone.

υπεύθυνος, υπεύθυνη

noun (manager)

The store clerk was rude to me, so I complained to the person in charge.

υπεύθυνος, υπεύθυνη

noun (manager of [sth])

To get access, you'll have to speak with the person in charge of security.
Για να αποκτήσεις πρόσβαση θα πρέπει να μιλήσεις με τον υπεύθυνο ασφαλείας.

έγχρωμος

noun ([sb] of non-white descent)

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)

ύποπτος, ύποπτη

noun (wanted for by police)

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)

άγνωστος

noun (often plural (law: unstated party)

The jury returned a verdict of manslaughter by person or persons unknown.

πρόσωπο με πρόσωπο

adverb (directly between two people)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
They cleared up the misunderstanding when they spoke person-to-person.

άτομο με άτομο, ανάμεσα σε άτομα, ανάμεσα σε ανθρώπους

adjective (directly between two people)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The disease is transmitted by person-to-person contact.

έγχρωμος

noun (mainly US, initialism (person of color)

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)

φτωχός

noun ([sb] living in poverty)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

που κρατά τα προσωπικά του για τον εαυτό του

noun ([sb] who values their privacy)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Fred doesn't share many details of his life with his co-workers; he is a private person.

διαχειριστής εγκαταστάσεων

noun (facilities manager)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
The company is recruiting a resource person to manage their facilities.

ειδικός σύμβουλος

noun (consultant: special knowledge)

You should consult a resource person for advice because this project requires specialized knowledge.

υπέυθυνο άτομο

noun ([sb] sensible and trustworthy)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The company sought to hire a responsible person to guard the offices in the evening.

κατάλληλο άτομο, σωστό άτομο

noun (most suitable individual)

The hiring process is going slowly because we want to be sure we hire the right person.

το δεξί χέρι

noun (trusted aide or advisor) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Mary was my right hand man on this assignment. The president's right-hand man ensured that his day would go smoothly.
Η Μαίρη ήταν το δεξί μου χέρι σε αυτή την εργασία. Το δεξί χέρι του προέδρου τον διαβεβαίωσε ότι η μέρα του θα κυλήσει ομαλά.

δεξιόχειρας

noun ([sb] whose right hand is dominant)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Right-handed people outnumber left-handed by around eight to one.

λυπημένος, στενοχωρημένος

noun ([sb] who feels unhappy)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
She's such a sad person because she has nothing in her life to make her happy.

αξιολύπητος, αξιοθρήνητος

noun ([sb] to be pitied)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
George was one of those sad people who never have much luck in life.

δεύτερο πρόσωπο

noun (grammar: you) (γραμματική)

The ending of the verb tells you that it is in the second person.

σε δεύτερο πρόσωπο

noun as adjective (narrative: in the second person)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The author uses a second-person narrative in this story.

εγωϊστής

noun ([sb] self-interested)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Gilbert is a selfish person who's only interested in getting what he wants out of other people.

ντροπαλός, συνεσταλμένος

noun ([sb] timid or reserved)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
She was such a shy person, she could not talk to strangers.

ασθενής, άρρωστος

noun (patient, [sb] who is unwell)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
It is a nurse's job to look after sick people.

χαζός, χαζοβιόλης, κουτός

noun ([sb] foolish or childish)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Some silly person forgot to close the gate, and the dog got out.

ελεύθερος, χωρίς δεσμό

noun ([sb] without a partner)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Sarah created a dating site for single people who are looking for a relationship.

εμπαθές/κακόβουλο/κακεντρεχές άτομο

noun ([sb] malicious)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
She made up a story about me because she is a spiteful person and was jealous that I won.

κασκαντέρ

noun (person performing stunts)

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)

βλάκας, χαζός, ηλίθιος, ανόητος

noun (pejorative (idiot)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
A stupid person cannot add two and two.

τρίτο πρόσωπο

noun (grammar: he, they) (γραμματική)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
When I say "he spoke", I'm using the verb in the third person.

σε τρίτο πρόσωπο

noun as adjective (narrative: in the third person)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Most novels are written in the third-person narrative mode.
Τα περισσότερα μυθιστορήματα χρησιμοποιούν τριτοπρόσωπη αφήγηση.

βίαιος άνθρωπος

noun ([sb] physically abusive)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
I don't see what she sees in him because he's such a violent person.

άβουλος άνθρωπος

noun ([sb] with no willpower)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
He was a weak-willed person who never escaped his father's influence.

εύπορος, πλούσιος άνθρωπος

noun ([sb] rich)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
A lot of wealthy people live in this part of town.

νεολαία

noun (often pl (youth, adolescent) (ως σύνολο)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Most movies today are targeted towards young people.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του person στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του person

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.