Τι σημαίνει το picking στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης picking στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του picking στο Αγγλικά.

Η λέξη picking στο Αγγλικά σημαίνει συλλογή, συγκέντρωση, σοδειά, σοδειά, περιμαζέματα, έσοδα, διαλέγω, διαλέγω, μαζεύω, κόβω, βγάζω, ξεκινάω, προκαλώ, επιλογή, επιλογή, αξίνα, πένα, γλυφίδα, σκριν, τσιμπολογάω, τσιμπολογώ, παίζω, σπάω, σπάζω, παραβιάζω, συγκομιδή μήλων, συγκομιδή φρούτων, σχολαστικός, λεπτολόγος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης picking

συλλογή, συγκέντρωση

noun (uncountable (act of picking)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The plums in the garden are ready for picking.

σοδειά

noun ([sth] picked)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

σοδειά

noun (amount picked)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

περιμαζέματα

plural noun (scraps)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
They gave the pickings from the feast to the dog.

έσοδα

plural noun (profits, spoils)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
This is my favorite thrift store; the pickings are never slim.

διαλέγω

intransitive verb (choose)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I have so many favourites, it's hard to pick.
Έχω τόσα πολλά αγαπημένα που μου είναι δύσκολο να διαλέξω.

διαλέγω

transitive verb (choose)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Brenda has to pick her favourite flavour of ice cream.
Η Μπρέντα πρέπει να διαλέξει την αγαπημένη της γεύση παγωτού.

μαζεύω, κόβω

transitive verb (flowers, etc.)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Charlie likes to pick flowers for his girlfriend.
Στον Τσάρλι αρέσει να μαζεύει λουλούδια για το κορίτσι του.

βγάζω

transitive verb (remove matter from, clean)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Doug had to pick thorns out of his trousers.
Ο Νταγκ έπρεπε να βγάλει αγκάθια από το παντελόνι του.

ξεκινάω, προκαλώ

transitive verb (a fight, a quarrel: provoke) (καβγάδες)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
David always picks fights at school.

επιλογή

noun (turn to choose)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The home team has the first pick.
Οι γηπεδούχοι έχουν πρώτοι το δικαίωμα της επιλογής.

επιλογή

noun (selection made)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
That wouldn't be everyone's pick, but I guess you know what you like.

αξίνα

noun (tool)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
He used a pick to remove a chunk of rock from the cliff face.

πένα

noun (guitar plectrum)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Alex strummed his guitar with a pick.

γλυφίδα

noun (toothpick)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The dentist used a pick to clean the teeth.

σκριν

noun (US (basketball screen) (στο μπάσκετ)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
The guard used a pick to stop the forward.
Ο γκαρντ έκανε σκριν για να σταματήσει τον επιθετικό.

τσιμπολογάω, τσιμπολογώ

intransitive verb (eat slowly and half-heartedly)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Are you going to eat, or just pick?

παίζω

transitive verb (pluck a musical instrument)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
My uncle picks a banjo.

σπάω, σπάζω

transitive verb (break apart with a pick)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He picked the rock carefully in order to remove the fossil.

παραβιάζω

transitive verb (a lock: unlock)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The cat burglar picked the lock.

συγκομιδή μήλων

noun (harvesting of apples from orchard)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The county population doubles during apple picking season when the pickers come to town.

συγκομιδή φρούτων

noun (picking fruit from tree)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Picking blueberries is safe because they grow on bushes; other types of fruit picking may be more dangerous if they require ladders.

σχολαστικός, λεπτολόγος

adjective (pedantic, fussy)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
My nitpicking stepmother was never satisfied with my efforts.
Η σχολαστική θετή μου μητέρα δεν ήταν ποτέ ικανοποιημένη από τις προσπάθειές μου.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του picking στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του picking

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.