Τι σημαίνει το remaining στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης remaining στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του remaining στο Αγγλικά.
Η λέξη remaining στο Αγγλικά σημαίνει υπόλοιπος, υπόλοιπος, υπόλοιπο, παραμένω, μένω, παραμένω, απομένω, μένω, σορός, απομεινάρι, κατάλοιπο, ερείπια, φαγητό που περίσσεψε, φαγητό που έμεινε, απομεινάρια, υπολείμματα, που περίσσεψε, που έμεινε, υπόλοιπο. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης remaining
υπόλοιποςadjective (people, items: left over) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) The remaining items were boxed up and donated to charity. Τα υπόλοιπα είδη τοποθετήθηκαν σε κούτες και δωρίστηκαν σε φιλανθρωπικούς οργανισμούς. |
υπόλοιποςadjective (people: staying behind) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Would the remaining people all move down to the front rows, please. Οι υπόλοιποι παρακαλείσθε να μετακινηθείτε στις μπροστινές σειρές. |
υπόλοιποadjective (mathematics: left over) (μαθηματικά) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) 10 divided by 3 is 3, with 1 remaining. 10 δια 3 ισούται με 3, με υπόλοιπο 1. |
παραμένωintransitive verb (continue to be) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The account remains in existence. Ο λογαριασμός παραμένει σε ισχύ. |
μένω, παραμένωintransitive verb (stay behind) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) He went out, while she remained at home. Αυτός βγήκε, ενώ εκείνη έμεινε (or: παρέμεινε) σπίτι. |
απομένω, μένωintransitive verb (be left) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Three slices of pizza remain. Απέμειναν (or: έμειναν) τρία κομμάτια πίτσα. |
σορόςplural noun (corpse, dead body) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) His remains are in the casket, and will be buried tomorrow. Η σορός του είναι στο φέρετρο και θα ταφεί αύριο. |
απομεινάρι, κατάλοιποplural noun (fossils) (με γενική) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) These stones are marked with the remains of prehistoric fish. Αυτές οι πέτρες έχουν σημαδευτεί από απομεινάρια προϊστορικών ψαριών. |
ερείπιαplural noun (ruins) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) The remains of the ancient city were fascinating. Τα ερείπια της αρχαίας πόλης ήταν συναρπαστικά. |
φαγητό που περίσσεψε, φαγητό που έμεινεplural noun (food: leftovers) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) After dinner, Don put the remains into containers and stored them in the refrigerator. ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Η Μαίρη δεν πρόλαβε να μαγειρέψει σήμερα και μας τάισε με τα χθεσινά αποφάγια. |
απομεινάρια, υπολείμματαplural noun (figurative (what is left: of [sth]) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) The remains of an ancient civilization were discovered in southern France. Στη Νότια Γαλλία ανακαλύφθηκε ό,τι απέμεινε από έναν αρχαίο πολιτισμό. |
που περίσσεψε, που έμεινεplural noun (remaining stock) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) The remains from last season's clothes are on the discount rack. Ό,τι απέμεινε από τα ρούχα της τελευταίας σεζόν βρίσκεται στο ράφι με τις εκπτώσεις. |
υπόλοιποnoun (total amount left) (τραπεζικού λογαριασμού) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του remaining στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του remaining
Συνώνυμα
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.