Τι σημαίνει το carrying στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης carrying στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του carrying στο Αγγλικά.

Η λέξη carrying στο Αγγλικά σημαίνει μεταφορικός, φέρων, κουβαλάω, μεταφέρω, μεταφέρω, σηκώνω, μεταδίδω, έχω μαζί μου, πουλάω, πουλώ, αντηχώ, προσπάθεια επίθεσης, έχω απήχηση, γίνομαι αποδεκτός, επισύρει, μεταδίδω, μεταφέρω, είμαι έγκυος σε, τραβάω, χαρίζω, έχω ως κύριο άρθρο, μεταφέρω το κρατούμενο, ξεπερνάω, στέκομαι, κάτοχος κάρτας μέλους, αυτοαποκαλούμενος υποστηρικτής/οπαδός, λογιστική αξία, μεταφορική ικανότητα, χωρητικότητα βιοτόπου, λογιστική αξία, δώρο άδωρον, μεταφοράς φορτίου. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης carrying

μεταφορικός

adjective (moving, transporting)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The carrying capacity of the bus is 35 passengers.

φέρων

adjective (supporting)

The carrying beams support the upper floor of the house.

κουβαλάω

transitive verb (move, carry)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Could you carry this table from the kitchen to the dining room?
Μπορείς να μεταφέρεις αυτό το τραπέζι από την κουζίνα στην τραπεζαρία;

μεταφέρω

transitive verb (vehicle: transport)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The truck carries cargo across the country.
Το φορτηγό μεταφέρει φορτία σε όλη τη χώρα.

μεταφέρω

transitive verb (conduct)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
This pipe carries water.
Αυτός ο σωλήνας μεταφέρει νερό.

σηκώνω

transitive verb (support) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The steel beams can carry a lot of weight.
Οι χαλύβδινες δοκοί μπορούν να βαστάξουν μεγάλο φορτίο.

μεταδίδω

transitive verb (transmit)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Mosquitoes carry malaria.
Τα κουνούπια μεταδίδουν ελονοσία.

έχω μαζί μου

transitive verb (keep with you)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
He always carries a knife for protection.
Πάντα Έχει πάντα μαζί του ένα μαχαίρι για προστασία.

πουλάω, πουλώ

transitive verb (stock)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
This shop doesn't carry all brands of clothes.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Λυπάμαι, αυτή τη μάρκα δεν τη δουλεύουμε.

αντηχώ

intransitive verb (sound: travel)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
In the canyon, voices carry far.
Μέσα στο φαράγγι, οι φωνές αντηχούν μακριά.

προσπάθεια επίθεσης

noun (US (football)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
The running back averages twenty yards a carry.

έχω απήχηση

intransitive verb (reach an audience)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
The Minister's message will carry.

γίνομαι αποδεκτός

intransitive verb (gain adoption)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
The motion will carry in Congress.

επισύρει

transitive verb (involve, entail) (μόνο τρίτο πρόσωπο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Robbery carries a ten-year prison term in some countries.
Σε ορισμένες χώρες η κλοπή επισύρει δεκαετή ποινή φυλάκισης.

μεταδίδω, μεταφέρω

transitive verb (communicate, convey)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Commercials carry an obvious message.

είμαι έγκυος σε

transitive verb (be pregnant with)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Melinda is carrying twins.
Η Μελίντα περιμένει δίδυμα.

τραβάω

transitive verb (continue, extend) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
We don't want to carry things too far.

χαρίζω

transitive verb (figurative (cause success of) (τη νίκη σε κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The star player carried the team to victory.
Ο διάσημος παίκτης οδήγησε την ομάδα του στη νίκη.

έχω ως κύριο άρθρο

transitive verb (publication: feature) (για έντυπο, το κυρίως άρθρο)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Later editions of the newspaper carried a different headline story.
Οι επόμενες εκδόσεις της εφημερίδας είχαν διαφορετικό κύριο άρθρο.

μεταφέρω το κρατούμενο

transitive verb (digit: transfer to next column)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Don't forget to carry the two.
Μην ξεχάσεις ότι έχεις το δύο ως κρατούμενο.

ξεπερνάω

transitive verb (golf) (κάποιο εμπόδιο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Alan is hoping to carry this sandtrap.

στέκομαι

transitive verb and reflexive pronoun (posture: hold yourself)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The ballerina carries herself well.

κάτοχος κάρτας μέλους

noun (official member of a group) (κυριολεκτικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I'm a card-carrying member of the garden club.

αυτοαποκαλούμενος υποστηρικτής/οπαδός

noun (figurative (staunch supporter of a cause) (μεταφορικά)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Chris was a card-carrying member of the anti-nuclear movement.

λογιστική αξία

noun (finance: book value)

μεταφορική ικανότητα

noun (vehicle: maximum passengers, goods)

χωρητικότητα βιοτόπου

noun (ecology: maximum population)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

λογιστική αξία

noun (business: net worth)

δώρο άδωρον

expression (UK, informal (doing [sth] superfluous, not needed)

μεταφοράς φορτίου

adjective (designed to transport heavy items)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
The load-carrying capacity of the motor scooter is 150 kg.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του carrying στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του carrying

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.