Τι σημαίνει το c στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης c στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του c στο Αγγλικά.

Η λέξη c στο Αγγλικά σημαίνει C, c, Γ, ντο, Κελσίου, -, βαθμός κελσίου, Κελσίου, εκατοντάβαθμιος, Κελσίου, κλιματισμός, λογαριασμός, πτυχίο χημικού μηχανικού, χημικός μηχανικός, πτυχίο πολιτικού μηχανικού, πολιτικός μηχανικός, επειδή, π.Χ., προ Χριστού, καισαρική τομή, τιμή, ασφάλεια και ναύλος συμπεριλαμβάνονται στην τιμή, λογαριασμός μετοχικού κεφαλαίου, μεταφέρθηκε, υπόψιν, υπόψιν, Κέντρα Ελέγχου Επιδημιών, Κόστα Ρίκα, πιστωτική αναφορά, νινί, Περιφέρεια της Κολούμπια, το μεσαίο Ντο του πιάνου, Βόρεια Καρολίνα, Σώμα Εκπαίδευσης Αξιωματικών, Ρωμαιοκαθολικός, Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, βιταμίνη C, Ουάσινγκτον, αποχωρητήριο, τουαλέτα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης c

C, c

noun (3rd letter of alphabet)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Does your surname begin with a C or a K?
Το επίθετό σου ξεκινά με «C» ή με «K»;

Γ

noun (school grade: pass)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
If I can manage to get a C in physics, I will be able to graduate on time.
Αν καταφέρω να πάρω C στη φυσική, θα μπορέσω να αποφοιτήσω στην ώρα μου.

ντο

noun (musical note)

(ουσιαστικό θηλυκό/ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού ή ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. η/το ντο (νότα), η/το ροκ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
If I sing this in the key of C I can hit the high notes.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Η πρώτη νότα της μουσικής κλίμακας είναι η ντο.

Κελσίου

noun (temperature: centigrade, celsius) (σε γενική: βαθμοί)

(ουσιαστικό σε θέση επιθέτου: Ουσιαστικό που χρησιμοποιείται ως επίθετο, π.χ. είμαι χώμα από την κούραση κλπ.)
Water freezes at 0 degrees C.
Το νερό παγώνει στους μηδέν βαθμούς Κελσίου.

-

transitive verb (textspeak, abbreviation (see) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
C U 2nite! [See you tonight!]
Τα λέμε το βράδυ!

βαθμός κελσίου

noun (temperature scale)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Instead of using Fahrenheit, most countries use Celsius to measure temperatures.

Κελσίου

adjective (degrees) (σε γενική)

(ουσιαστικό σε θέση επιθέτου: Ουσιαστικό που χρησιμοποιείται ως επίθετο, π.χ. είμαι χώμα από την κούραση κλπ.)
Water boils at 100° C.
Το νερό βράζει στους 100 βαθμούς Κελσίου.

εκατοντάβαθμιος

noun (temperature scale)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Most countries use centigrade for measuring temperatures, but the U.S. uses Fahrenheit.

Κελσίου

adjective (degrees) (σε γενική)

(ουσιαστικό σε θέση επιθέτου: Ουσιαστικό που χρησιμοποιείται ως επίθετο, π.χ. είμαι χώμα από την κούραση κλπ.)
Water freezes at 0° centigrade.

κλιματισμός

noun (abbreviation (air conditioning)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The unit comes fully equipped, including A/C.

λογαριασμός

noun (UK, abbreviation (account) (επιχείρησης)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

πτυχίο χημικού μηχανικού

noun (initialism (degree: Bachelor of Chemical Engineering)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

χημικός μηχανικός

noun (initialism ([sb]: Bachelor of Chemical Engineering)

πτυχίο πολιτικού μηχανικού

noun (initialism (degree: Bachelor of Civil Engineering)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

πολιτικός μηχανικός

noun (initialism ([sb]: Bachelor of Civil Engineering)

επειδή

conjunction (written, abbreviation (because)

(σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.)

π.Χ.

adverb (initialism (Before Christ) (σντμ: προ Χριστού)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
The Greek philosopher Socrates was born around 470 BC.

προ Χριστού

adverb (initialism (Before the Common Era)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Julius Caesar was born in the year 100 BCE.

καισαρική τομή

noun (informal, abbreviation (Cesarean section)

A third of all pregnancies in the US end in a C-section.

τιμή, ασφάλεια και ναύλος συμπεριλαμβάνονται στην τιμή

noun (initialism (cost, insurance, and freight)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

λογαριασμός μετοχικού κεφαλαίου

noun (initialism (capital account)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μεταφέρθηκε

noun (initialism (carried forward)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

υπόψιν

preposition (written, initialism (correspondence: care of)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Please send the package "c/o Jeremy Walters".

υπόψιν

preposition (mail: via)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
You can send me a letter care of my mother: she'll be sure to give it to me.

Κέντρα Ελέγχου Επιδημιών

noun (initialism (Centers for Disease Control)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Κόστα Ρίκα

noun (initialism (Costa Rica)

(κύριο ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε συγκεκριμένο πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. Μαρία, Ελλάδα, Ελληνίδα κλπ.)

πιστωτική αναφορά

noun (initialism (credit report)

νινί

noun (offensive!!!, vulgar, slang (cunt) (αργκό, προσβλητικό, μτφ)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The drunk man called Rob a c***.

Περιφέρεια της Κολούμπια

noun (initialism (District of Columbia)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

το μεσαίο Ντο του πιάνου

noun (music: central note on piano) (μουσική)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The music teacher played middle C so the choir could begin on key.

Βόρεια Καρολίνα

noun (written, abbreviation (US state: North Carolina)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Σώμα Εκπαίδευσης Αξιωματικών

noun (UK, initialism (Officers' Training Corps)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

Ρωμαιοκαθολικός

adjective (initialism (Roman Catholic)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς

noun (enforces securities laws)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

βιταμίνη C

noun (organic nutrient)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Vitamin C is important for general health and as a booster for the immune system. Oranges are a good source of vitamin C.
Η βιταμίνη C είναι σημαντική για τη γενική μας υγεία και ως ενίσχυση του ανοσοποιητικού μας συστήματος. Τα πορτοκάλια είναι καλή πηγή βιταμίνης C.

Ουάσινγκτον

noun (capital of USA) (πρωτεύουσα ΗΠΑ)

(ουσιαστικό θηλυκό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. μακιγιέζ, μπέιμπι-σίτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Washington is the capital of the USA.

αποχωρητήριο

noun (UK, formal (toilet)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The first public water closets were opened in Fleet Street in London in 1852.

τουαλέτα

noun (UK, informal, abbreviation (water closet: toilet)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The WC is at the end of the corridor.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του c στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του c

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.