Τι σημαίνει το 'cause στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης 'cause στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του 'cause στο Αγγλικά.
Η λέξη 'cause στο Αγγλικά σημαίνει αιτία, λόγος, σκοπός, σκοπός, λόγος, προκαλώ, αναγκάζω, θέμα, αντικείμενο, προκαλώ αναστάτωση, προξενώ ταραχή, προξενώ αναταραχή, προκαλώ ταραχή, προκαλώ αναταραχή, αίτιο και αποτέλεσμα, βασανίζω, αμφιλεγόμενη υπόθεση, προκαλώ σύγχυση, προξενώ σύγχυση, αιτία πανικού, βλάπτω, προκαλώ φλεγμονή, προκαλώ παρεμβολές, αιτία θανάτου, προκαλώ πόνο, πληγώνω συναισθηματικά, δημιουργώ πρόβλημα, για καλό σκοπό, ευγενής σκοπός, χαμένη υπόθεση, συνεργάζομαι με κπ, συνασπίζομαι με κπ, πιθανή αιτία, πιθανή αιτία, εύλογη και πιθανή αιτία, αιτία, στηρίζω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης 'cause
αιτίαnoun (causation) (για κάτι) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) A spark was the cause of the explosion. Μία σπίθα ήταν η αιτία της έκρηξης. |
λόγοςnoun (reason) (για κάτι) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Your exam results are cause for celebration! Τα αποτελέσματα των εξετάσεών σου είναι λόγος (or: ευκαιρία) για χαρά! |
σκοπόςnoun (ideal) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) The students are volunteering for a good cause. Οι σπουδαστές δουελεύουν εθελοντικά για έναν καλό σκοπό. |
σκοπός, λόγοςnoun (sufficient motivation) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) The suspect must show that he acted for good cause. Ο ύποπτος πρέπει να αποδείξει πως ενέργησε για καλό σκοπό. |
προκαλώtransitive verb (bring about) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) High inflation caused a panic in the market. Ο υψηλός πληθωρισμός προκάλεσε πανικό στην αγορά. |
αναγκάζωtransitive verb (prompt) (κάποιον να κάνει κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The cat ran out into the road, causing her to swerve and crash the car. Η γάτα έτρεξε έξω στο δρόμο, αναγκάζοντάς την να στρίψει απότομα και να τρακάρει το αυτοκίνητο. |
θέμα, αντικείμενοnoun (subject) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) The couple's marriage has been the cause of much gossip. |
προκαλώ αναστάτωσηverbal expression (figurative, informal, UK (create a fuss, commotion) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
προξενώ ταραχή, προξενώ αναταραχή, προκαλώ ταραχή, προκαλώ αναταραχήverbal expression (informal (arouse excitement) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
αίτιο και αποτέλεσμαnoun (principle of causality) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) The law of cause and effect (Karma) is an important principle in Buddhism. |
βασανίζω(torment) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The thought of her son fighting in a war so far away caused Cindy untold anguish. |
αμφιλεγόμενη υπόθεσηnoun (French (controversial issue) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Gun control has become a cause célèbre. |
προκαλώ σύγχυση, προξενώ σύγχυση(make [sth] unclear) |
αιτία πανικούnoun ([sth] that creates panic) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Even though the pilot said that there was no cause for alarm, the turbulence made all the passengers nervous. |
βλάπτω(do damage or hurt) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
προκαλώ φλεγμονή(produce swelling) If you don't keep that wound clean, the germs will cause infection and inflammation. Αν δεν κρατήσεις αυτή την πληγή καθαρή, τα μικρόβια θα προκαλέσουν μόλυνση και φλεγμονή. |
προκαλώ παρεμβολές(confuse radio, etc., signals) Lightning storms cause interference with my TV reception. |
αιτία θανάτουnoun (medical reason [sb] has died) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) An autopsy may be necessary to discover the cause of death. |
προκαλώ πόνο(hurt physically) As a nurse, I sometimes had to perform procedures that caused people pain. |
πληγώνω συναισθηματικά(torment, hurt emotionally) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Although I didn't want to cause him pain, I felt that I had no choice but to tell him about his wife's infidelity. |
δημιουργώ πρόβλημα(create problems) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) The virus has been causing trouble for computer systems all over the world. |
για καλό σκοπόexpression (for charity, etc.) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ευγενής σκοπόςnoun ([sb], [sth]: deserves charity) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
χαμένη υπόθεσηnoun ([sb], [sth] hopeless) (το γεγονός) We may as well give up on the plan; it's a lost cause. |
συνεργάζομαι με κπ, συνασπίζομαι με κπverbal expression (join forces) The union made common cause with the government in an effort to keep the factory from leaving town. |
πιθανή αιτίαnoun (likely reason) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Without probable cause, much less a warrant, the police were unable to search the suspect's car, where they were sure he kept some drugs. Χωρίς πιθανή αιτία, πολύ λιγότερο ένταλμα, η αστυνομία δεν μπορούσε να ερευνήσει το αυτοκίνητο του υπόπτου, όπου φύλαγε, ήταν βέβαιοι, αρκετά ναρκωτικά. |
πιθανή αιτίαnoun (law: evidence to justify arrest) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The blood-stained shirt gave the detectives probable cause to arrest the suspected killer. |
εύλογη και πιθανή αιτίαnoun (law: evidence to justify arrest) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
αιτίαnoun (origin) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The root cause of most of the world's problems is overpopulation. |
στηρίζωverbal expression (embrace an idea, purpose) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του 'cause στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του 'cause
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.