Τι σημαίνει το which στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης which στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του which στο Αγγλικά.

Η λέξη which στο Αγγλικά σημαίνει ποιος, ποιος, οποίος, που, πράγμα που, ποιος, όποιος, μετά, όλα εκ των οποίων, το οποίο, όπως - όπως, με οποιοδήποτε τρόπο, προς οποιαδήποτε κατεύθυνση, τυχαία, στον οποίο, στην οποία, στο οποίο, με τον οποίο/την οποία/το οποίο, σε κάθε κατεύθυνση, για τον οποίο/την οποία/το οποίο, δεδομένης της κατάστασης, από τον οποίο/την οποία/το οποίο, πότε, σε ποιά περίοδο/χρονική στιγμή, όποιος και να, όποιος και αν, με τίποτα, του οποίου, επί τη ευκαιρία, αυτός που, εκείνος που, αυτό το οποίο είναι σημαντικό για εσένα, ο βαθμό που, στον οποίο, κατά τον οποίο, οπότε, τρόπος, με το οποίο. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης which

ποιος

adjective (choice: what one?)

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
Which colour do you like best? Blue or red?
Ποιο χρώμα σου αρέσει καλύτερα; Το μπλε ή το κόκκινο;

ποιος

pronoun (choice: what one?)

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
Which do you like best? Blue or red?
Ποιο σου αρέσει περισσότερος; Το μπλε ή το κόκκινο;

οποίος

pronoun (in non-restrictive clause)

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
The monkey, which the zookeeper selected from the tribe, was very friendly.
Η μαϊμού που επέλεξε ο φύλακας από την φυλή, ήταν πολύ φιλική.

που

pronoun (in restrictive clause)

The food which is left will be thrown out.
Το φαγητό το οποίο περίσσεψε θα περταχτεί.

πράγμα που

pronoun (informal (the fact that)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The house is cold, which will be fixed when I light a fire in the stove.
Το σπίτι είναι κρύο, το οποίο θα διορθωθεί μόλις ανάψω τη σόμπα.

ποιος

pronoun (whichever)

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
Which Health Care plan you should choose depends on your payment preference.
Το ποιο πρόγραμμα υγείας πρέπει να επιλέξεις εξαρτάται από τις προτιμήσεις σου όσον αφορά την πληρωμή.

όποιος

pronoun (whichever one)

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
Choose which you like best.
Διάλεξε όποιο σου αρέσει περισσότερο.

μετά

conjunction (and following this)

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
He took his morning shower, after which he dressed and began to prepare breakfast.

όλα εκ των οποίων

plural noun (every item mentioned)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The cupcakes, all of which are gluten-free, are in the glass case.

το οποίο

noun (everything mentioned)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Greg stole his sister's purse and lied to his parents about it; all of which goes to show that you can't trust him.

όπως - όπως

adverb (informal (haphazardly, randomly)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

με οποιοδήποτε τρόπο

adverb (informal (in any way)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
I'm not going shopping for you, any which way!

προς οποιαδήποτε κατεύθυνση

adverb (informal (in any direction)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
The wind keeps blowing the smoke any which way.

τυχαία

adverb (informal (haphazardly, randomly)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
She used to load the dishwasher any which way.

στον οποίο, στην οποία, στο οποίο

(at what was just mentioned)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

με τον οποίο/την οποία/το οποίο

pronoun (by the thing just mentioned)

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)

σε κάθε κατεύθυνση

expression (in every direction)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

για τον οποίο/την οποία/το οποίο

(for the thing just mentioned)

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)

δεδομένης της κατάστασης

conjunction (formal (this being why)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
He did not attend the hearing, for which reason his appeal was denied.

από τον οποίο/την οποία/το οποίο

(from what was just mentioned)

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)

πότε, σε ποιά περίοδο/χρονική στιγμή

adverb (during which period)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

όποιος και να, όποιος και αν

expression (with clause: whichever)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
No matter which lighter you buy, they all burn gas. No matter which route we take, we will still be late.

με τίποτα

noun (no possible means) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
There's no way we can get there on time; our car broke down.
Με τίποτα δε φτάνουμε στην ώρα μας· χάλασε το αμάξι.

του οποίου

(of the thing just mentioned)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
We have three cats, two of which are female.

επί τη ευκαιρία

expression (regarding the topic just mentioned)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αυτός που, εκείνος που

pronoun (the one that)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
There are five balls, and that which has the most air in it will be used for the game.
Υπάρχουν πέντε μπάλες και θα χρησιμοποιηθεί για το παιχνίδι αυτή η οποία έχει περισσότερο αέρα.

αυτό το οποίο είναι σημαντικό για εσένα

noun (everything important to you)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
If you go to jail, you risk losing that which you hold dear - your marriage, your career, and your family.

ο βαθμό που

expression (scope)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I'm not sure of the extent to which the accident has been investigated—information may be limited right now.

στον οποίο

pronoun (to the thing just mentioned)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I said "No", to which he replied indignantly, "Why not?"
Είπα «Όχι», στο οποίο μου απάντησε αγανακτισμένος «Γιατί όχι;»

κατά τον οποίο

conjunction (on which, whereon)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

οπότε

conjunction (whereupon, at which point)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

τρόπος

noun (method of doing [sth])

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Show me the way you knead dough.
Δείξε μου τον τρόπο που πλάθεις το ζυμάρι.

με το οποίο

(with the thing just mentioned)

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του which στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του which

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.