Τι σημαίνει το up to στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης up to στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του up to στο Αγγλικά.

Η λέξη up to στο Αγγλικά σημαίνει ικανός για κτ, ικανός να κάνω κτ, μπορώ να κάνω κτ, είμαι σε θέση, μπορώ να κάνω κτ, απασχολημένος, σκαρώνω, σκαρώνω, είναι επιλογή κπ, εξαρτάται από κπ, μέχρι, έως και, μέχρι, ανέρχομαι σε,φτάνω μέχρι, αναποκρίνομαι σε, σκαρώνω, γλείφω, ανταποκρίνομαι σε κτ, έχω σε υπόληψη, καλοπιάνω, ανοίγω, βάζω κπ να κάνει κτ, ορθώνω το ανάστημά μου σε κπ/κτ, αντέχω, κρατάω, διατηρούμαι, το δουλεύω, ενημερώνω, μετράω ως το, μετράω έως το, είμαι τόσο καλός όσο λένε, είμαι έως εδώ με κτ, είμαι σε κατάσταση να κάνω κτ, πλησιάζω, προσεγγίζω, φτάνω, είμαι μέχρι εδώ, είμαι μέχρι εδώ με κπ/κτ, την περίοδο πριν από κτ, το διάστημα πριν από κτ, εσύ αποφασίζεις, κρατάω κπ ενήμερο, διατηρώ κτ ενημερωμένο, ενημερώνομαι, που προηγείται, που προετοιμάζει το έδαφος για, ικανοποιώ τις προσδοκίες, ανταποκρίνομαι στις προσδοκίες, επανορθώνω για κτ, που δεν μπορεί να ανταπεξέλθει, παραδέχομαι ότι, κουρνιάζω δίπλα σε κπ, ως ένα σημείο, ενημερωμένος, ενημερωμένος, δεν είναι για καλό, μέχρι τώρα, ως τώρα, μέχρι στιγμής, ικανοποιητικός, ικανοποιητικός, επαρκής, καλούτσικος, ενημερωμένος, καλούτσικος, ικανός, καλούτσικος, παρών, τρέχων, τωρινός, επίκαιρος, μέχρι τώρα, ως τώρα, μέχρι στιγμής, μέχρι τότε, ως τότε, μέχρι εκείνη την στιγμή, μέχρι τώρα, ως τώρα, μέχρι στιγμής, μέχρι τότε, ως τότε, μέχρι εκείνη την στιγμή, πλησιάζω, πάω κοντά, Τι κάνεις;. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης up to

ικανός για κτ

verbal expression (informal (be capable of)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Are you sure you are up to this job?
Είσαι σίγουρος ότι είσαι ικανός για αυτή τη δουλειά;

ικανός να κάνω κτ, μπορώ να κάνω κτ

verbal expression (informal (be capable of doing)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Alice should apply for the manager's job; I think she is up to running the department.

είμαι σε θέση

verbal expression (be fit enough for)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
We can go for a walk after lunch, if you think you are up to it.

μπορώ να κάνω κτ

verbal expression (be fit enough to do)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I can run 5K, but I'm not yet up to running a marathon.
Μπορώ να τρέξω 5 χιλιόμετρα, αλλά ακόμα δεν μπορώ να βγάλω μαραθώνιο.

απασχολημένος

verbal expression (informal (be busy with)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
What have you been up to since I last saw you?

σκαρώνω

verbal expression (informal (be doing: [sth] suspicious)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The shopkeeper asked the mischievous little boy what he was up to.
Ο καταστηματάρχης ρώτησε το άτακτο μικρό αγόρι τι σκάρωνε.

σκαρώνω

verbal expression (informal (be scheming)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I don't know what he's planning, but he's definitely up to something!
Δεν ξέρω τι σχεδιάζει, αλλά, σίγουρα, σκαρώνει κάτι!

είναι επιλογή κπ

(be [sb]'s choice)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I don't care where we eat – it's up to you.
Δεν με ενδιαφέρει που θα φάμε, είναι επιλογή σου.

εξαρτάται από κπ

([sb]'s responsibility) (κάτι)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
It's up to you to decide where we go tonight.
Από εσένα εξαρτάται πού θα πάμε απόψε.

μέχρι

(until, as far as)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
The water was up to my waist and as I can't swim, I panicked.
Το νερό ήταν μέχρι τη μέση μου και καθώς δεν ξέρω να κολυμπάω, πανικοβλήθηκα.

έως και

(to a maximum of) (λόγιο)

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
The judge warned the prisoner that he could be facing up to ten years in jail.
Ο δικαστής προειδοποίησε τον φυλακισμένο ότι ενδέχεται να τιμωρηθεί με φυλάκιση έως και δέκα χρόνια.

μέχρι

(to a higher level) (ένα σημείο, πράγμα)

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
We took the elevator up to the tenth floor.

ανέρχομαι σε,φτάνω μέχρι

(reach as high as) (κυριολεκτικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Don't worry if you can't swim; the water will only come up to your knees.
Μην ανησυχείς αν δεν ξέρεις να κολυμπάς. Το νερό θα φτάσει μέχρι τα γόνατά σου μονάχα.

αναποκρίνομαι σε

(figurative (meet: standards, expectations) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
No matter what he did, he wasn't able to come up to his father's expectations.
'Ο,τι και να έκανε, δεν μπορούσε να ανταποκριθεί στις προσδοκίες του πατέρα του.

σκαρώνω

phrasal verb, transitive, inseparable (informal (do: [sth] mischievous) (καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Katie has locked her bedroom door; what's she getting up to in there?

γλείφω

phrasal verb, transitive, inseparable (figurative, slang (be obsequious towards) (αργκό, μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
You can kiss up to your boss but you're still not guaranteed a pay rise.

ανταποκρίνομαι σε κτ

phrasal verb, transitive, inseparable (informal (be as good as)

She made every effort to live up to her ideals.
Κατέβαλε κάθε προσπάθεια για να ανταποκριθεί στα ιδεώδη της.

έχω σε υπόληψη

phrasal verb, transitive, inseparable (admire and respect [sb])

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Ideally, children should look up to their parents.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Όλοι τη θαύμαζαν για τον εξαιρετικό επαγγελματισμό της.

καλοπιάνω

phrasal verb, transitive, inseparable (US, informal (fawn)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
That guy makes me sick; he's always making up to the boss.

ανοίγω

phrasal verb, transitive, separable (figurative (extend to include)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

βάζω κπ να κάνει κτ

phrasal verb, transitive, separable (persuade [sb] to do [sth])

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Rick was questioned by police but would not reveal who put him up to the crime.

ορθώνω το ανάστημά μου σε κπ/κτ

phrasal verb, transitive, inseparable (confront)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Kate stood up to the bully by telling her loudly to stop.
Η Κέιτ όρθωσε το ανάστημά της στον τραμπούκο λέγοντάς του δυνατά να σταματήσει.

αντέχω, κρατάω, διατηρούμαι

phrasal verb, transitive, inseparable (withstand: wear, stress)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
They ran many trials to ensure the fabric would stand up to the extreme weather conditions.
Κάνουν πολλές δοκιμές για να βεβαιωθούν ότι το ύφασμα θα αντέξει τις ακραίες καιρικές συνθήκες.

το δουλεύω

phrasal verb, transitive, inseparable (informal (gather courage) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I'm still working up to asking her out on a date.

ενημερώνω

verbal expression (give [sb] the most recent information)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Alice brought me up to date with all her news.

μετράω ως το, μετράω έως το

verbal expression (recite numbers)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I can count up to ten in Chinese.

είμαι τόσο καλός όσο λένε

verbal expression (be as good as claimed)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
That film's not all it's cracked up to be; I didn't enjoy it at all!

είμαι έως εδώ με κτ

verbal expression (figurative, informal (be exasperated by [sth] repeated)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
She said angrily that she was fed up to the back teeth of hearing us bicker.

είμαι σε κατάσταση να κάνω κτ

verbal expression (have health, energy for [sth])

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I'm so tired that I don't even feel up to going to the party.
Είμαι τόσο κουρασμένη που δεν είμαι καν σε κατάσταση να πάω στο πάρτι.

πλησιάζω, προσεγγίζω

verbal expression (approach, accost)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Don't be shy, just go up to him and say hi!

φτάνω

verbal expression (reach as high as)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I want some boots that go up to my knees.

είμαι μέχρι εδώ

verbal expression (figurative, informal (be exasperated) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

είμαι μέχρι εδώ με κπ/κτ

verbal expression (figurative, informal (be exasperated) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I've had it up to here with all your excuses!

την περίοδο πριν από κτ, το διάστημα πριν από κτ

expression (in the period before)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
This change was reflected in the opinion polls conducted in the lead up to the election.

εσύ αποφασίζεις

interjection (informal (it is your decision)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
We can get Mexican or Chinese food tonight - it's up to you.

κρατάω κπ ενήμερο

verbal expression (inform regularly) (για κάτι, σχετικά με κάτι)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
We'll keep you up to date with the latest business news.

διατηρώ κτ ενημερωμένο

verbal expression (update)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
It's important to keep your business website up to date.
Είναι σημαντικό να διατηρείτε ενημερωμένο τον ιστότοπο της επιχείρησής σας.

ενημερώνομαι

verbal expression (stay informed) (για κάτι, σχετικά με κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I read Vogue magazine to keep up to date with all the latest fashions.

που προηγείται

preposition (preceding)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

που προετοιμάζει το έδαφος για

preposition (preparatory to)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ικανοποιώ τις προσδοκίες

verbal expression (be as good as anticipated)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I fear I will never live up to my parents' expectations.

ανταποκρίνομαι στις προσδοκίες

verbal expression (figurative (be as good as expected)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Let's hope their new player lives up to his billing and scores a few goals!

επανορθώνω για κτ

verbal expression (informal (make amends)

George wanted to make it up to Andrea for being so bad-tempered towards her earlier.
Ο Τζορτζ ήθελε να επανορθώσει που φέρθηκε τόσο απότομα στην Άντρεα προηγουμένως.

που δεν μπορεί να ανταπεξέλθει

preposition (informal (not fit enough for) (σε κάτι)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
He tried hard, but he was not up to the challenge. Your performance is not up to the standards we are looking for.

παραδέχομαι ότι

verbal expression (confess responsibility for) (έκανα κάτι)

Nobody owned up to the theft, so the teacher gave the whole class a detention.

κουρνιάζω δίπλα σε κπ

verbal expression (curl up close to)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Little Bess snuggles up to her favorite teddy bear when she naps.

ως ένα σημείο

adverb (to a limited extent)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
I liked the film, up to a point, but the gratuitous violence spoiled it for me.

ενημερωμένος

adjective (current, modern)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Is your operating system up to date?
Είναι ενημερωμένο το λειτουργικό σου σύστημα;

ενημερωμένος

adjective (person: informed)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Jen was always up to date on her celebrity gossip.
Η Τζεν ήταν πάντα ενημερωμένη για τα κουτσομπολιά των διασήμων.

δεν είναι για καλό

verbal expression (be busy doing [sth] bad)

(απρόσωπη έκφραση: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. φαίνεται ότι, έχει συννεφιά κλπ.)
When he has that look on his face, I know he's up to no good.

μέχρι τώρα, ως τώρα, μέχρι στιγμής

adverb (thus far, to this point in time)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Up to now, I have been successful in my career. No news up to now.
Μέχρι τώρα (or: Μέχρι στιγμής) ήμουν επιτυχημένος στην καριέρα μου. Κανένα νέο ως τώρα.

ικανοποιητικός

expression (informal (satisfactory)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ικανοποιητικός, επαρκής

adjective (informal, figurative (meets expected standard)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
I didn't get the job as a tour guide because my spoken Spanish wasn't up to scratch.

καλούτσικος

adjective (slang (acceptably good)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
His work's always up to snuff.

ενημερωμένος

expression (know the current situation)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

καλούτσικος

adjective (acceptably good)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ικανός

adjective (informal (capable)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Many people believe that our manager isn't up to the job.
Πολλοί πιστεύουν ότι ο διευθυντής μας δεν είναι ικανός.

καλούτσικος

adjective (acceptably good)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
My teacher told me that my work wasn't up to the mark.

παρών, τρέχων, τωρινός, επίκαιρος

adjective (extremely current)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
This TV network claims to provide the most up-to-the-minute news.

μέχρι τώρα, ως τώρα, μέχρι στιγμής

adverb (until now)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
I've worked for six weeks but haven't been paid up to the present.

μέχρι τότε, ως τότε, μέχρι εκείνη την στιγμή

preposition (before or until the era of)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

μέχρι τώρα, ως τώρα, μέχρι στιγμής

adverb (until now)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

μέχρι τότε, ως τότε, μέχρι εκείνη την στιγμή

adverb (until a specified point in the past)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

πλησιάζω, πάω κοντά

verbal expression (approach on foot)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
He walked up to me and told me how much he enjoyed my presentation.

Τι κάνεις;

expression (what are you doing now?)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
"What are you up to now?" a voice asked Sara when she answered the phone.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του up to στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του up to

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.