Τι σημαίνει το clock στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης clock στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του clock στο Αγγλικά.

Η λέξη clock στο Αγγλικά σημαίνει ρολόι, χρόνος, μετρώ, ρίχνω φούσκο σε κπ, ρίχνω μπουκέτο σε κπ, χτυπάω κάρτα, συγκεντρώνω μεγάλο αριθμό από, χτυπάω κάρτα, χτυπώ κάρτα, με αντίπαλο τον χρόνο, ξυπνητήρι, νυχθημερόν, εικοσιτέσσερεις ώρες το εικοσιτετράωρο, συνεχής, διαρκής, ασταμάτητος, αδιάκοπος, ρολόϊ ακριβείας, βιολογικό ρολόϊ, βιολογικό ρολόϊ, καντράν, ξυπνητήρι-ραδιόφωνο, πύργος με εγκατεστημένο ρολόι, υπάλληλος που κοιτάζει συχνά το ρολόι του, άτομο που κοιτάζει συχνά το ρολόι του, κατασκευαστής ρολογιών, κατασκευάστρια ρολογιών, ωρολογοποιία, κούκος, ψηφιακό ρολόι, οχτώ, οκτώ, οχτώ η ώρα, οχτώ η ώρα, έντεκα, πέντε, πέντε η ώρα, πέντε η ώρα, γενάκι, μουσάκι, τέσσερις, τέσσερις η ώρα, τέσσερις η ώρα, εκκρεμές ρολόι δαπέδου, ρολόι εκκρεμές, ρολόι κονσόλας, εννιά, εννέα, εννιά η ώρα, εννιά η ώρα, η ώρα, μία, μία η ώρα, μία η ώρα, 24 ώρες το 24ώρο, εικοσιτετράωρος, εφτά, επτά, εφτά η ώρα, επτά η ώρα, εφτά η ώρα, επτά η ώρα, έξι, έξι μετά μεσημβρίας, έξι προ μεσημβρίας, σταματάω χρονόμετρο, δέκα, δέκα η ώρα, δέκα η ώρα, τρεις, τρεις η ώρα, τρεις η ώρα, συσκευή που χτυπάω κάρτα, γυρίζω πίσω τον χρόνο, γυρίζω τον χρόνο πίσω, δώδεκα, δώδεκα η ώρα, δώδεκα η ώρα, δύο, δύο η ώρα, δύο η ώρα, ρολόι τοίχου. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης clock

ρολόι

noun (device to measure time) (συσκευή)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The teacher checked the clock to see if it was lunchtime.
Ο δάσκαλος έλεγξε το ρολόι για να δει αν ήταν ώρα για φαγητό.

χρόνος

noun (figurative (time)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
You cannot turn back the clock; time keeps going.
Δεν μπορείς να γυρίσεις πίσω τον χρόνο που κυλά.

μετρώ

transitive verb (time: record, measure)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The referee clocked the runner's time at thirty seconds.

ρίχνω φούσκο σε κπ, ρίχνω μπουκέτο σε κπ

transitive verb (slang, figurative (hit [sb] on the head) (αργκό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
She was so upset by what he said that she clocked him round the head.

χτυπάω κάρτα

phrasal verb, intransitive (register arrival at work)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Steven clocks in at 7 every morning. Don't forget to clock in when you get to work.
Ο Στίβεν χτυπάει κάρτα στις 7 κάθε πρωί. Μην ξεχνάς να χτυπάς κάρτα όταν πας στη δουλειά.

συγκεντρώνω μεγάλο αριθμό από

phrasal verb, transitive, inseparable (mainly UK (get to a large number of)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

χτυπάω κάρτα

phrasal verb, intransitive (activate time card at job)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)

χτυπώ κάρτα

phrasal verb, intransitive (at work: record leaving time)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

με αντίπαλο τον χρόνο

adverb (under pressure of time)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
It's seems as though I am always working against the clock! These deadlines are ridiculous.

ξυπνητήρι

noun (clock that sounds an alert)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
My alarm clock sounds every morning at 6 AM. My power went out last night, so my alarm clock didn't go off.
Το ξυπνητήρι μου χτυπάει κάθε πρωί στις 6. Χτες τη νύχτα κόπηκε το ρεύμα και γι' αυτό δεν χτύπησε το ξυπνητήρι μου.

νυχθημερόν, εικοσιτέσσερεις ώρες το εικοσιτετράωρο

adverb (all the time)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
The engineers are working around the clock to get the project finished on time.

συνεχής, διαρκής, ασταμάτητος, αδιάκοπος

adjective (constant)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
His mother is very sick and needs around-the-clock care.
Η μητέρα του είναι πολύ άρρωστη και χρειάζεται συνεχή προσοχή.

ρολόϊ ακριβείας

noun (highly accurate electronic clock)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Atomic clocks are the most accurate type of clock.

βιολογικό ρολόϊ

noun (regulation of bodily processes)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Our biological clock tells us when to eat and sleep.

βιολογικό ρολόϊ

noun (figurative (fertility time limit)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Older women may race against their biological clock when thinking about having children.

καντράν

noun (display of an analogue timepiece) (ρολόι)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

ξυπνητήρι-ραδιόφωνο

noun (device: radio plus clock)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The clock radio is difficult to set, and often wakes guests up during the night.
Το ξυπνητήρι-ραδιόφωνο ρυθμίζεται πολύ δύσκολα και συχνά ξυπνά τους φιλοξενούμενους κατά τη διάρκεια της νύχτας.

πύργος με εγκατεστημένο ρολόι

noun (tower with built-in clock)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

υπάλληλος που κοιτάζει συχνά το ρολόι του

noun (employee who often looks at time)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

άτομο που κοιτάζει συχνά το ρολόι του

noun ([sb] who looks at clock closely)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

κατασκευαστής ρολογιών, κατασκευάστρια ρολογιών

noun ([sb] who makes timepieces)

Pinocchio's father was a clock maker.

ωρολογοποιία

noun (horology, act of creating clocks)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

κούκος

noun (clock: noise on the hour) (ρολόι)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

ψηφιακό ρολόι

noun (clock displaying time digitally) (τοίχου κλπ.)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The batteries in the digital clock need changing.

οχτώ, οκτώ

noun (time: 8 o'clock)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
We arranged to meet at eight in the evening.
Κανονίσαμε να βρεθούμε στις οκτώ το βράδυ.

οχτώ η ώρα

noun (time: 8 A.M.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
I always get up around 8 o'clock, whether I'm working or not.

οχτώ η ώρα

noun (time: 8 P.M.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

έντεκα

noun (time: 11 o'clock)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
I'll meet you at the bus stop at eleven.

πέντε

noun (time: 5 o'clock) (ώρα)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
It's five already? I should go home soon.
Πήγε κιόλας πέντε; Πρέπει να πάω σπίτι.

πέντε η ώρα

noun (time: 5 P.M.)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

πέντε η ώρα

noun (time: 5 A.M.)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

γενάκι, μουσάκι

noun (informal (stubble on a man's chin)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
My beard grows so quickly that I always have a five o'clock shadow by lunchtime.

τέσσερις

noun (time: 4 o'clock)

(άκλιτο επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.κυριλέ ντύσιμο, γκρι μαλλιά κλπ, και δεν αλλάζει ανάλογα με το γένος. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
What time is it? It's four.
Τι ώρα είναι; Είναι τέσσερις.

τέσσερις η ώρα

noun (time: 4 P.M.)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

τέσσερις η ώρα

noun (time: 4 A.M.)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

εκκρεμές ρολόι δαπέδου

noun (tall freestanding clock)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

ρολόι εκκρεμές, ρολόι κονσόλας

noun (tall freestanding timepiece)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

εννιά, εννέα

noun (time: 9 o'clock)

The next movie starts at nine.

εννιά η ώρα

noun (time: 9 A.M.)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

εννιά η ώρα

noun (time: 9 P.M.)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

η ώρα

adverb (on the hour)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Come here at six o'clock sharp.
Έλα εδώ στις έξι η ώρα ακριβώς.

μία

noun (time: 1 o'clock)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
It's already one; how am I ever going to finish everything today?

μία η ώρα

noun (time: 1 P.M.)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

μία η ώρα

noun (time: 1 A.M.)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

24 ώρες το 24ώρο

adverb (throughout the day and night)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
The suspected terrorist's house was under surveillance round the clock.

εικοσιτετράωρος

adjective (throughout the day and night)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

εφτά, επτά

noun (time: 7 o'clock)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
If we have dinner at seven, it will be difficult to see the eight-o'-clock movie.

εφτά η ώρα, επτά η ώρα

noun (time: 7 A.M.)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

εφτά η ώρα, επτά η ώρα

noun (time: 7 P.M.)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

έξι

noun (time: 6 o'clock)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
I get off work at 6.
Σχολάω στις έξι.

έξι μετά μεσημβρίας

noun (time: 6 P.M.) (ώρα)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I should be leaving work around six o'clock tonight.

έξι προ μεσημβρίας

noun (time: 6 A.M.) (ώρα)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
It's still dark when I get up at six o'clock.

σταματάω χρονόμετρο

verbal expression (finish timing [sth])

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The timers stopped the clock when the last participant crossed the finish line.

δέκα

noun (time: 10 o'clock)

(άκλιτο επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.κυριλέ ντύσιμο, γκρι μαλλιά κλπ, και δεν αλλάζει ανάλογα με το γένος. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
"What time is it?" - "Ten."
«Τι ώρα είναι;» «Δέκα.»

δέκα η ώρα

noun (time: 10 A.M.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
At weekends, I rarely get up before ten o'clock.

δέκα η ώρα

noun (time: 10 P.M.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
There's not much to do in this town after ten o'clock.

τρεις

noun (time: 3 o'clock)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
I'm meeting Anne at three.

τρεις η ώρα

noun (time: 3 P.M.)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

τρεις η ώρα

noun (time: 3 A.M.)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

συσκευή που χτυπάω κάρτα

noun (records work hours)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

γυρίζω πίσω τον χρόνο, γυρίζω τον χρόνο πίσω

verbal expression (figurative (restore youth)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
When she reached the age of 80 she became desperate to turn back the clock. Nora hoped that plastic surgery would turn back the clock for her.

δώδεκα

noun (time: 12 o'clock)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
"What time is it?" "Twelve."
«Τι ώρα είναι;» «Δώδεκα.»

δώδεκα η ώρα

noun (time: 12 noon, midday)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

δώδεκα η ώρα

noun (time: 12 midnight)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

δύο

noun (time: 2 o'clock)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Come back at 2 when I've finished my lunch.
Έλα στις δύο όταν θα έχω τελειώσει το μεσημεριανό μου.

δύο η ώρα

noun (time: 2 P.M.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Each day at about two o'clock I get sleepy.

δύο η ώρα

noun (time: 2 A.M.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

ρολόι τοίχου

noun (timepiece mounted on a wall)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
This classroom needs a wall clock so that the teacher can stay on schedule.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του clock στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του clock

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.