Τι σημαίνει το f στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης f στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του f στο Αγγλικά.

Η λέξη f στο Αγγλικά σημαίνει F, κάτω από τη βάση, φα, Π.Α., ακουστική συχνότητα, διάλεκτος, παραλλαγή της αγγλονορμανδικής γλώσσας, Ασιάτισσα, πτυχίο καλών τεχνών, πτυχιούχος καλών τεχνών, τιμή, ασφάλεια και ναύλος συμπεριλαμβάνονται στην τιμή, μεταφέρθηκε, ηλεκτρομαγνητικό πεδίο, ΗΕΔ, μαμώτο, ελεύθερο επί του πλοίου, πόδια ανά δευτερόλεπτο, καρέ ανά δευτερόλεπτο, πλαίσια ανά δευτερόλεπτο, μαμάω, απαυτώνω, τη μάμησα, μαμιόλης, μαμιόλα, γ@μημένος, οικοδεσπότης, οικοδέσποινα, λιοντάρι, Ευτυχώς είναι Παρασκευή!, Επιτέλους Παρασκευή!. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης f

F

noun (6th letter of alphabet)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
There are two fs in the word saffron.
Η λέξη «saffron» γράφεται με δύο F.

κάτω από τη βάση

noun (education: failing grade)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
An "F" grade means that you must repeat the course.
Αν πάρεις κάτω από τη βάση, σημαίνει ότι πρέπει να επαναλάβεις το μάθημα.

φα

noun (musical note: fa) (νότα)

(ουσιαστικό θηλυκό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. μακιγιέζ, μπέιμπι-σίτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
F is played on one of the white keys.

Π.Α.

noun (initialism (military: air force) (σντμ: πολεμική αεροπορία)

(ουσιαστικό θηλυκό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. μακιγιέζ, μπέιμπι-σίτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

ακουστική συχνότητα

noun (initialism (physics: audio frequency) (επιστήμη: φυσική, επικοινωνίες)

διάλεκτος, παραλλαγή της αγγλονορμανδικής γλώσσας

noun (initialism (language: Anglo-French)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

Ασιάτισσα

noun (initialism (Asian female)

πτυχίο καλών τεχνών

noun (initialism (degree: Bachelor of Fine Arts)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Terry received a B.F.A. from the University of Texas.

πτυχιούχος καλών τεχνών

noun (initialism ([sb]: Bachelor of Fine Arts)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.)
The CEO is a BFA and MBA with specialties in online marketing communications.

τιμή, ασφάλεια και ναύλος συμπεριλαμβάνονται στην τιμή

noun (initialism (cost, insurance, and freight)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μεταφέρθηκε

noun (initialism (carried forward)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

ηλεκτρομαγνητικό πεδίο

noun (initialism (electromagnetic field)

ΗΕΔ

noun (initialism (electromotive force) (σντμ: ηλεκτρεγερτική δύναμη)

(ουσιαστικό θηλυκό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. μακιγιέζ, μπέιμπι-σίτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

μαμώτο

noun (euphemism for fuck) (καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

ελεύθερο επί του πλοίου

noun (US, initialism (shipping: free on board) (διακίνηση αγαθών)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
FOB is a term used in shipping.

πόδια ανά δευτερόλεπτο

noun (abbreviation, usually plural (foot per second) (μονάδα μέτρησης)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

καρέ ανά δευτερόλεπτο, πλαίσια ανά δευτερόλεπτο

noun (abbreviation, usually plural (film: frame per second)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μαμάω, απαυτώνω

(figurative, vulgar, slang (fuck) (αργκό: αντί βρισιάς)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
F**k it, this film's boring; let's watch something else.

τη μάμησα

adjective (figurative, vulgar, slang (fucked) (ευφημισμός)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The TV's f*cked again. The boss found out what we did, so now we're all f***ed.

μαμιόλης, μαμιόλα

noun (pejorative, vulgar, slang (despicable person) (αργκό: αντί βρισιάς)

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)
You won't believe what that f***er did today!

γ@μημένος

(vulgar, slang (fucking) (γραπτός λόγος, διαδίκτυο)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
I hate you! You're a f***ing jerk! This film's f*cking awful.

οικοδεσπότης, οικοδέσποινα

noun ([sb]: receives guests) (σε σπίτι)

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)
The host welcomed his guests.
Η οικοδέσποινα υποδέχτηκε τους καλεσμένους της.

λιοντάρι

noun (big cat) (αρσενικό και θηλυκό)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The lion has the nickname "King of the Jungle", but lions actually live on the savannah.
Το λιοντάρι έχει το ψευδώνυμο «Βασιλιάς της Ζούγκλας», αλλά στην πραγματικότητα τα λιοντάρια ζούνε στη σαβάνα.

Ευτυχώς είναι Παρασκευή!, Επιτέλους Παρασκευή!

interjection (informal, initialism (Thank goodness it's Friday.)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του f στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του f

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.