Τι σημαίνει το extent στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης extent στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του extent στο Αγγλικά.

Η λέξη extent στο Αγγλικά σημαίνει έκταση, έκταση, εξάπλωση, πλήρης έκταση, ο βαθμό που, σε κάποιο βαθμό, σε σημαντικό βαθμό, σε μεγάλο βαθμό, κατά κύριο λόγο, σε μεγάλο βαθμό, ελαφρώς, σε μικρό βαθμό, κατά ένα μικρό μέρος, σε ένα βαθμό, σε ένα ποσοστό, σε κάποιο βαθμό, σε αυτό το σημείο, σε τέτοιο βαθμό, σε αυτόν τον βαθμό, στο μεγαλύτερο βαθμό, σε όλη την έκταση, στον ίδιο βαθμό, σε ποιόν βαθμό, σε ποιόν βαθμό, απόλυτος βαθμός. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης extent

έκταση

noun (scope, range) (βαθμός, εύρος)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
What is the extent of the damage? The extent to which the strike affected production is unclear.
Ποια είναι η έκταση της ζημιάς;

έκταση, εξάπλωση

noun (area)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The extent of the fire was about three hectares.

πλήρης έκταση

noun (total reach or degree of [sth])

The full extent of the disaster is still not clear.

ο βαθμό που

expression (scope)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I'm not sure of the extent to which the accident has been investigated—information may be limited right now.

σε κάποιο βαθμό

adverb (to some degree)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I agree with you to a certain extent, but not entirely.

σε σημαντικό βαθμό

adverb (rather a lot, to quite a degree)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

σε μεγάλο βαθμό, κατά κύριο λόγο

adverb (largely, extremely)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

σε μεγάλο βαθμό

adverb (greatly)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Humans share the DNA of chimpanzees to a large extent.

ελαφρώς, σε μικρό βαθμό, κατά ένα μικρό μέρος

adverb (slightly, a little)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
I am to a small extent sympathetic to their problems.

σε ένα βαθμό, σε ένα ποσοστό

adverb (to a certain degree)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
I'm only happy with the job you did to an extent.

σε κάποιο βαθμό

adverb (to a certain degree)

You have to admit you're to blame to some extent. We all suffer to some extent when we're far away from our loved ones.
Πρέπει να παραδεχθείς ότι φταις σε κάποιο βαθμό. Όλοι υποφέρουμε σε κάποιο βαθμό, όταν είμαστε μακριά από τους αγαπημένους μας.

σε αυτό το σημείο

adverb (to an extreme)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
It was a mystery why he should go to such an extent.
Ήταν μυστήριο ο λόγος που έφτασε σε αυτό το σημείο.

σε τέτοιο βαθμό, σε αυτόν τον βαθμό

conjunction (so greatly that)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
He yelled to such an extent that my ears almost burst.
Φώναξε σε τέτοιο βαθμό που σχεδόν κουφάθηκα.

στο μεγαλύτερο βαθμό, σε όλη την έκταση

adverb (to the maximum degree)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

στον ίδιο βαθμό

adverb (to a similar or identical degree)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

σε ποιόν βαθμό

conjunction (the degree to which)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
To what extent do you think this program will affect young people?
Σε ποιόν βαθμό πιστεύεις ότι θα επηρεάσει το πρόγραμμα τους νέους;

σε ποιόν βαθμό

adverb (to what degree)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
We know that schools will be targeted in the upcoming budget cuts, but we do not yet know to what extent.

απόλυτος βαθμός

noun (fullest degree or limit)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του extent στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του extent

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.