Τι σημαίνει το fact στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης fact στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του fact στο Αγγλικά.

Η λέξη fact στο Αγγλικά σημαίνει γεγονός, γεγονός, στοιχείο, δεδομένο, εκδοχή, κοινώς αποδεκτό, ευρέως γνωστό, ύστερα, έπειτα, μετά, επιπρόσθετος, για την ακρίβεια, πληρεξούσιος δικηγόρος, πρόωρα, πρώιμα, πριν την ώρα του, από πριν, παρόλο που, αν και, εξακριβωμένο γεγονός, εξακριβωμένο, αποδεδειγμένο γεγονός, αλήθεια, πληροφοριακό δελτίο, φυλλάδιο, φύλλο πληροφοριών, υπεύθυνος επαλήθευσης, αποστολή εύρεσης στοιχείων, ενδιαφέρουσα πληροφορία, σκληρή αλήθεια, αντικειμενικά δεδομένα, στην πραγματικότητα, στην πραγματικότητα, στην πραγματικότητα, λαμβάνοντας υπόψη το γεγονός ότι/πως, λαμβάνοντας υπόψιν το γεγονός ότι/πως,, αδιαμφισβήτητο γεγονός, αναμφισβήτητο γεγονός, αδιαμφισβήτητο γεγονός, ξέρω κτ στα σίγουρα, γεγονός, αντικειμενικός, συναφής πληροφορία, σχετική πληροφορία, σημαντικό γεγονός, το γεγονός παραμένει ότι, εξακολουθεί να ισχύει ότι, αναμφισβήτητο γεγονός, ευρέως γνωστός. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης fact

γεγονός

noun (truth)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
It is a fact that dolphins are mammals.
Είναι γεγονός ότι τα δελφίνια είναι θηλαστικά.

γεγονός

noun (reality)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
This political thriller is more fact than fiction.
Αυτό το πολιτικό θρίλερ είναι στο μεγαλύτερο μέρος αληθινό γεγονός και όχι φαντασία.

στοιχείο

plural noun (data, information)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
We shouldn't make a judgement before we have the facts. The facts set forth herein are personally known to me.
Δεν πρέπει να κρίνουμε πριν να έχουμε όλες τις πληροφορίες. Τις πληροφορίες που παρουσιάζονται εδώ τις γνωρίζω προσωπικά.

δεδομένο

noun (science: observed truth)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Observe the chemical process and write down the facts.
Παρακολούθησε τη χημική διαδικασία και γράψε τα δεδομένα.

εκδοχή

noun (alleged truth)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
His facts are not the same as mine.
Η δική του εκδοχή δεν είναι ίδια με τη δική μου.

κοινώς αποδεκτό, ευρέως γνωστό

noun ([sth] commonly believed to be true)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
It's an accepted fact that cigarettes cause severe health problems.

ύστερα, έπειτα, μετά

expression (afterwards)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
He had no knowledge of the robbery until after the fact.

επιπρόσθετος

expression (added after concluded)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Conditions added to a contract after the fact are invalid unless both parties agree to them.

για την ακρίβεια

expression (in fact, on the contrary)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I'm not ignoring your brother; as a matter of fact, I invited him for dinner tonight.
Δεν αγνοώ τον αδερφό σου. Για την ακρίβεια τον κάλεσα για δείπνο απόψε.

πληρεξούσιος δικηγόρος

noun (US (lawyer acting on behalf of [sb])

πρόωρα, πρώιμα, πριν την ώρα του, από πριν

adverb (beforehand)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
By acting before the fact, a company can save time and money by anticipating problems.

παρόλο που, αν και

conjunction (even though)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Despite the fact that he had revised really hard, Billy could not answer a single question on the exam paper.

εξακριβωμένο γεγονός

noun ([sth] known from direct experience)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

εξακριβωμένο, αποδεδειγμένο γεγονός

noun ([sth] proven)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
It is an established fact that children do better academically in single-sex schools.

αλήθεια

noun ([sth] unavoidably true)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

πληροφοριακό δελτίο, φυλλάδιο, φύλλο πληροφοριών

noun (information page)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The fact sheet explains the pertinent details of the car.

υπεύθυνος επαλήθευσης

noun (researcher: verifies information)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.)

αποστολή εύρεσης στοιχείων

noun (effort to find evidence)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

ενδιαφέρουσα πληροφορία

noun (often pl (amusing piece of trivia)

σκληρή αλήθεια, αντικειμενικά δεδομένα

noun ([sth] harsh but true)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The hard fact was that I had failed, and nothing could change that.

στην πραγματικότητα

adverb (in reality)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
In actual fact, she never even graduated.

στην πραγματικότητα

adverb (in reality, actually)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
He claims to be highly educated when, in fact, he left school when he was 16.
Υποστηρίζει πως είναι ιδιαίτερα μορφωμένος, στην πραγματικότητα όμως παράτησε το σχολείο όταν ήταν 16.

στην πραγματικότητα

expression (actually)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

λαμβάνοντας υπόψη το γεγονός ότι/πως, λαμβάνοντας υπόψιν το γεγονός ότι/πως,

expression (given that)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
In view of the fact that it's raining hard, we are going to cancel the game.

αδιαμφισβήτητο γεγονός

noun ([sth] that cannot be denied or disproved)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
It is an indisputable fact that the sun rises in the east.

αναμφισβήτητο γεγονός, αδιαμφισβήτητο γεγονός

noun ([sth] that cannot be contradicted)

It is an inescapable fact that the world is facing catastrophically dangerous climate change.

ξέρω κτ στα σίγουρα

verbal expression (with certainty)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I know for a fact that she made over $1 million last year.

γεγονός

noun (actual fact)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
We're not dealing with matters of fact here, only wild opinions.

αντικειμενικός

adjective (practical, straightforward)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
James spoke about what he had seen in a matter-of-fact manner.

συναφής πληροφορία, σχετική πληροφορία

noun (pertinent information)

The criminal's race is not a relevant fact in the case against him.

σημαντικό γεγονός

noun (important piece of information)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

το γεγονός παραμένει ότι, εξακολουθεί να ισχύει ότι

adverb (nevertheless)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αναμφισβήτητο γεγονός

noun ([sth] incontrovertible)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
It is an undeniable fact that we will all die one day.

ευρέως γνωστός

noun ([sth] of which many people are aware)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
It is a well-known fact that smoking causes cancer.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του fact στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του fact

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.