Τι σημαίνει το go off στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης go off στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του go off στο Αγγλικά.

Η λέξη go off στο Αγγλικά σημαίνει εκρήγνυμαι, χτυπάω, χτυπώ, αλλοιώνομαι, χαλάω, φεύγω, ξενερώνω με κπ/κτ, ξεσπάω σε κπ, παίρνω κάτι και εξαφανίζομαι, εγκαταλείπω κάποιον για κάποιον άλλο, βγαίνω εκτός πορείας, βγαίνω εκτός πορείας, ξεφεύγω από το θέμα, ξεσπάω, τα χάνω, εκτροχιάζομαι, εκτροχιάζομαι, άντε. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης go off

εκρήγνυμαι

phrasal verb, intransitive (bomb: explode)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The bomb went off in the busiest part of town.
Η βόμβα έσκασε στο πιο πολυσύχναστο σημείο της πόλης.

χτυπάω, χτυπώ

phrasal verb, intransitive (alarm: sound)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I don't always wake up when my alarm goes off.
Δεν ξυπνάω πάντα όταν χτυπάει το ξυπνητήρι μου.

αλλοιώνομαι, χαλάω

phrasal verb, intransitive (informal (food: spoil)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Dairy products go off quickly if they're not kept in the fridge.
Τα γαλακτοκομικά προϊόντα χαλάνε γρήγορα αν δεν διατηρηθούν στο ψυγείο.

φεύγω

phrasal verb, intransitive (go away) (για κάπου)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
He left the family farm and went off to the big city to look for work.
Άφησε την οικογενειακή φάρμα και πήγε στη μεγάλη πόλη για να βρει δουλειά.

ξενερώνω με κπ/κτ

phrasal verb, transitive, inseparable (UK, informal (lose liking for) (καθομιλουμέμη)

I used to really like him, but since I heard about his strange habits I've gone right off him.
Τον συμπαθούσα πολύ παλιότερα, απ' τη στιγμή όμως που άκουσα για τις περίεργες συνήθειές του ξενέρωσα τελείως μαζί του.

ξεσπάω σε κπ

phrasal verb, transitive, inseparable (informal (express anger)

All I said was that he had a bit of a temper and he went off on me!

παίρνω κάτι και εξαφανίζομαι

(informal (steal [sth] and leave with it)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

εγκαταλείπω κάποιον για κάποιον άλλο

(informal (leave a spouse, etc., for [sb] else)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

βγαίνω εκτός πορείας

verbal expression (stray from intended direction)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

βγαίνω εκτός πορείας

verbal expression (figurative (go awry, not progress correctly) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ξεφεύγω από το θέμα

verbal expression (figurative (digress, change subject)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ξεσπάω

verbal expression (UK, slang (rant)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Brett went off on one about the amount of money it had cost to get the car repaired.

τα χάνω

verbal expression (figurative (do [sth] extreme) (καθομιλουμένη, μεταφορικά)

εκτροχιάζομαι

verbal expression (in socially unacceptable way) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Bill went off the rails when he started drinking too much alcohol.

εκτροχιάζομαι

verbal expression (not according to plan) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The project went off the rails because of financial problems.

άντε

interjection (please leave)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
It's almost time for school--off you go.
Ώρα να πας στο σχολείο, άντε.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του go off στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του go off

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.