Τι σημαίνει το go out στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης go out στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του go out στο Αγγλικά.

Η λέξη go out στο Αγγλικά σημαίνει βγαίνω, τα έχω με κπ, τα έχω με κπ, σβήνω, βγαίνω, βγαίνω, βγαίνω μαζί, κάνω τα πάντα, κάνω τα πάντα για να κάνω κτ, βγαίνω έξω για φαγητό, πηγαίνω για φαγητό, τελειώνω με δραματικό τρόπο, πτωχεύω, βγαίνω εκτός μόδας, φεύγω από τη μόδα, βγαίνω εκτός μόδας, φεύγω από τη μόδα, τρελαίνομαι, τρελαίνομαι από κτ, μπαίνω σε κόπο, κάνω τον κόπο, κάνω παράκαμψη, ρισκάρω, βγαίνω για να τα πιω, γίνομαι καπνός. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης go out

βγαίνω

phrasal verb, intransitive (exit, go outdoors)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Don't go out without a coat on; it's cold out there.

τα έχω με κπ

phrasal verb, intransitive (informal (date one another) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Are Lola and Archie just friends, or are they going out?
Η Λόλα με τον Άρτσι είναι απλά φίλοι, ή τα έχουν;

τα έχω με κπ

(informal (date)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
She is going out with my cousin.
Τα έχει με τον ξάδερφό μου.

σβήνω

phrasal verb, intransitive (light, fire: be extinguished)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Could you put another log on the fire, please, before it goes out.
Θα μπορούσες σε παρακαλώ να βάλεις ακόμα ένα κούτσουρο στη φωτιά, πριν σβήσει;

βγαίνω

phrasal verb, intransitive (do [sth] entertaining outside the home) (για διασκέδαση)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

βγαίνω

(date each other)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Alan and Julie are going out together.

βγαίνω μαζί

(go somewhere together)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
We all went out together for a meal at a local restaurant.

κάνω τα πάντα

verbal expression (slang (make a full effort)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
If you want to win the contest, you'll have to go all out.

κάνω τα πάντα για να κάνω κτ

verbal expression (slang (make a full effort)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
George went all out to impress his girlfriend.

βγαίνω έξω για φαγητό, πηγαίνω για φαγητό

verbal expression (eat lunch at a restaurant)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
To celebrate your birthday let's all go out for lunch.

τελειώνω με δραματικό τρόπο

verbal expression (figurative (come to a heroic end)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

πτωχεύω

verbal expression (company: fail)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The company went out of business during the recession.

βγαίνω εκτός μόδας, φεύγω από τη μόδα

verbal expression (be dated)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Three-piece suits had gone out of fashion by the early 1990s.

βγαίνω εκτός μόδας, φεύγω από τη μόδα

verbal expression (be dated)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Hawaiian shirts went out of style after the '60s.

τρελαίνομαι

verbal expression (figurative, informal (become insane) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I will go out of my mind if that loud music continues!

τρελαίνομαι από κτ

verbal expression (figurative, informal (become extremely anxious, worried) (μεταφορικά)

When Becky didn't come home that night, her mother went out of her mind with worry.

μπαίνω σε κόπο, κάνω τον κόπο

verbal expression (figurative (make effort) (συνήθως με άρνηση)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Don't go out of your way to bring me the book: I don't need it today. She went out of her way to help me.
Έκανε ό,τι μπορούσε για να με βοηθήσει.

κάνω παράκαμψη

verbal expression (take detour)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
It is the best bakery in town, and it is worth going out of your way to get your bread there.

ρισκάρω

verbal expression (figurative (say [sth] daring)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He went out on a limb when he asked his boss for a raise.

βγαίνω για να τα πιω

verbal expression (informal (visit pubs, bars to drink alcohol)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

γίνομαι καπνός

verbal expression (figurative (be discarded or wasted) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Our vacation plans went out the window when Dad lost his job.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του go out στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του go out

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.