Τι σημαίνει το make love to στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης make love to στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του make love to στο Αγγλικά.

Η λέξη make love to στο Αγγλικά σημαίνει φτιάχνω, κατασκευάζω, φτιάχνω, κατασκευάζω, παράγω, φτιάχνω, φτιάχνω, κάνω, κάνω, προκαλώ, δημιουργώ, βάζω, κάνω, αναγκάζω, κάνω, κάνω, μάρκα, φίρμα, κατασκευή, καταλαβαίνω, πηγαίνω προς, κατευθύνομαι προς, κάνω, παίρνω, βγάζω, κάνω, κλείνω, προλαβαίνω, πραγματοποιώ, φτιάχνω, κάνω, φτιάχνω, κάνω, πιάνω, φτιάχνω, κάνω, γίνομαι, καταφέρνω να μπω σε κτ, κάνω, κάνω, ρίχνω, σχηματίζω, διαμορφώνω, φτάνω σε, καταφθάνω σε, βγαίνω σε κτ, βάζω, πετυχαίνω, καταφέρνω να πάω σε κτ, βγάζω, βάφομαι, τα καταφέρνω με ότι έχω, παίζω κτ κορώνα γράμματα, αδυναμία παράδοσης, γυναίκα της οποίας η τιμή έχει αποκατασταθεί, τα ξαναβρίσκω, Κάντε την Αμερική Μεγάλη Ξανά, στρώνω το κρεβάτι, πάω κατευθείαν σε κτ, στοιχηματίζω σε κτ, κάνω προσφορά, γίνομαι όνομα, γίνομαι μεγάλο όνομα, ορμώ σαν βολίδα κάπου, τα κάνω μαντάρα, τα κάνω θάλασσα, τρέχω προς κτ, κάνω ένα σημαντικό βήμα, κάνω μια σύντομη αξιολόγηση, βγάζω μια περιουσία, κάνω ένα τηλεφώνημα, παίρνω ένα τηλέφωνο, τηλεφωνώ σε κπ, επιχειρηματολογώ, υποστηρίζω, αιτιολογώ, υπερασπίζω, κάνω μια αλλαγή, κάνω μια επιλογή, κάνω την επάνοδό μου, κάνω την επανεμφάνισή μου, επιστρέφω, επανέρχομαι, κάνω μια σύγκριση, ομολογώ άνευ πιέσεως, κλείνω ραντεβού, κλείνω μια συμφωνία, κάνω συμφωνία, παίρνω μια απόφαση, απαιτώ, βαθουλώνω, μειώνω σημαντικά, βγάζω διάγνωση, κάνω τη διαφορά, διακρίνω, κάνω μια γερή μπάζα στα γρήγορα, γελοιοποιούμαι, κάνω περιουσία, κάνω γκριμάτσα, κάνω φασαρία, το κάνω θέμα, δίνω σημασία σε κπ, ενθουσιάζομαι, τα καταφέρνω, κάνω καλή δουλειά με κτ, τρυπάω, τρυπώ, ταξιδεύω, πιάνω την καλή, αφήνω εντυπώσεις που διαρκούν, βγάζω το ψωμί μου, βγάζω τα προς το ζην, σημειώνω απώλειες, κάνω ένα σημάδι σε κτ, βάζω ένα σημάδι σε κτ, αφήνω το σημάδι μου, αφήνω την υπογραφή μου, ταιριάζω, τα κάνω χάλια, τα κάνω μούσκεμα, τα κάνω θάλασσα, κάνω κτ άνω-κάτω, τα θαλασσώνω, κάνω λάθος, κάνω νόημα, κάνω νεύμα, κάνω μια πρόταση, κάνω την τρίχα τριχιά, μετακομίζω, δρω, την πέφτω σε κπ, κάνω θόρυβο, κάνω θόρυβο, παραπονιέμαι για κάτι, σημειώνω κάτι, κρατώ σημείωση για κάτι, την πέφτω σε κπ, κάνω έκκληση, λέω κάτι, τονίζω, υπογραμμίζω, προσπαθώ να κάνω κτ, συνηθίζω να κάνω κτ, πραγματοποιώ μια αγορά, κάνω μια ευχάριστη αλλαγή, ζητάω, ζητώ, πουλάω, πουλώ, κάνω σκηνή, κάνω ντόρο για κτ, χαλάω τον κόσμο για κτ, βγάζω μιλιά, κάνω έναν ήχο, βγάζω έναν ήχο, καταβάλλω ιδιαίτερη προσπάθεια, βγάζω λόγο, προκαλώ ενθουσιασμό, κάνω μια αρχή, κάνω ένα ταξίδι, κάνω μια βόλτα, πάω σε κπ/κτ, πηγαίνω σε κπ/κτ, κάνω τη διαθήκη μου, είμαι επιεικής, είμαι επιεικής με κπ, λαμβάνω κτ υπόψη, λαμβάνω υπόψη κτ, επανορθώνω, επανορθώνω, διορθώνω το κακό που προκάλεσα σε κπ, Κάντε την Αμερική Μεγάλη Ξανά. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης make love to

φτιάχνω, κατασκευάζω

transitive verb (construct)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The children made houses with blocks.
Τα παιδιά έφτιαξαν σπιτάκια με κύβους.

φτιάχνω, κατασκευάζω, παράγω

transitive verb (manufacture)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
That factory makes bolts.
Εκείνο το εργοστάσιο φτιάχνει βίδες.

φτιάχνω

transitive verb (fashion)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The weavers made a hat from palm fronds.
Οι υφάντρες έφτιαξαν ένα καπέλο από φύλλα φοίνικα.

φτιάχνω, κάνω

transitive verb (prepare)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
My mother wants to make a cake for my party.
Η μητέρα μου θέλει να φτιάξει (or: κάνει) μια τούρτα για το πάρτι μου.

κάνω, προκαλώ, δημιουργώ

transitive verb (create, cause)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The dogs made a commotion in the street.
Οι σκύλοι προκάλεσαν (or: δημιούργησαν) αναταραχή στον δρόμο.

βάζω, κάνω

verbal expression (compel) (καθομ: κπ να κάνει κτ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
My parents make me eat vegetables.
Οι γονείς μου με βάζουν (or: υποχρεώνουν) να τρώω λαχανικά.

αναγκάζω

transitive verb (informal (force)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I won't go! You can't make me!
Δεν φεύγω! Δεν μπορείς να με αναγκάσεις!

κάνω

transitive verb (cause to) (κπ/κτ να κάνει κτ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He never fails to make me laugh.
Καταφέρνει πάντα να με κάνει να γελάσω.

κάνω

transitive verb (+ adj: cause to be)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
You make me happy.
Με κάνεις χαρούμενο.

μάρκα, φίρμα

noun (brand)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
What make of car do you drive? Toyota?
Τι μάρκα είναι το αυτοκίνητό σου; Είναι Τογιότα;

κατασκευή

noun (build, stature)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
He is of a lean make, and could be an excellent athlete.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Είναι ανθεκτική κατασκευή και αξίζει τα λεφτά της.

καταλαβαίνω

verbal expression (interpret) (από κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I don't know what to make of his actions. What do you make of this car?
Τι γνώμη έχεις για αυτό το αμάξι;

πηγαίνω προς, κατευθύνομαι προς

(move towards)

The fleet made for port.
Ο στόλος πήγε (or: κατευθύνθηκε) προς το λιμάνι.

κάνω

transitive verb (bring into existence)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Let's make a baby!
Ας κάνουμε ένα μωρό!

παίρνω

transitive verb (take: a decision)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Tess must make a decision.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Στη φετινή ετήσια συνέλευση λάβαμε πολύ σημαντικές αποφάσεις.

βγάζω

transitive verb (perform: a speech) (μεταφορικά: λόγο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
All of the candidates made speeches.
Όλοι οι υποψήφιοι εκφώνησαν ομιλίες.

κάνω

transitive verb (enter into: agreement, deal)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The parties involved made an agreement.
Τα συμβαλλόμενα μέρη σύναψαν μία συμφωνία.

κλείνω

transitive verb (fix: date, appointment) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Please call first to make an appointment.
Παρακαλώ τηλεφωνήστε πρώτα για να κλείσετε ραντεβού.

προλαβαίνω

transitive verb (train, plane: reach in time)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I have to run if I want to make my train.
Πρέπει να βιαστώ αν θέλω να προλάβω το τρένο μου.

πραγματοποιώ

transitive verb (put down: a payment) (πληρωμή)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Adam makes a payment on his car each month.
Ο Άνταμ πραγματοποιεί μια πληρωμή για το αυτοκίνητό του κάθε μήνα.

φτιάχνω

transitive verb (bed: make tidy) (καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The girls must make their beds every morning.
Τα κορίτσια πρέπει να φτιάχνουν (or: στρώνουν) το κρεβάτι τους κάθε πρωί.

κάνω, φτιάχνω

transitive verb (establish: name)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Bill is trying to make a name for himself in the business.
Ο Μπιλ προσπαθεί να κάνει (or: φτιάξει) ένα όνομα στην επιχείρηση.

κάνω

transitive verb (appoint) (καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The president is going to make Chris a vice-president.
Ο πρόεδρος σκοπεύει να ορίσει τον Κρις ως αντιπρόεδρο.

πιάνω

transitive verb (achieve, reach) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The sales team hopes to make its numbers this month.
Η ομάδα πωλήσεων ευελπιστεί να πιάσει τα ποσοστά της αυτό τον μήνα.

φτιάχνω

transitive verb (establish, set)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Legislatures make laws.
Τα νομοθετικά σώματα κάνουν θεσπίζω τους νόμους.

κάνω

transitive verb (commit: a mistake, etc.)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I made a mistake when I spent that money.
Έκανα λάθος που ξόδεψα αυτά τα χρήματα.

γίνομαι

transitive verb (attain: position, rank)

(βοηθητικό ρήμα: Συνδέει το υποκείμενο με ένα επίθετο ή ουσιαστικό που το χαρακτηρίζει, π.χ. είμαι, γίνομαι κλπ.)
Francis is trying to make Captain.
Ο Φράνσις προσπαθεί να γίνει Λοχαγός.

καταφέρνω να μπω σε κτ

transitive verb (informal (earn acceptance into)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Only half of people at tryouts made the team.
Μόνο οι μισοί από όσους πήραν μέρος στα δοκιμαστικά κατάφεραν να μπουν στην ομάδα.

κάνω

transitive verb (equal) (καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Two and two makes four.
Δύο και δύο κάνουν τέσσερα.

κάνω

transitive verb (be the essence of) (καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
What makes a good writer?
Ποια είναι τα στοιχεία ενός καλού συγγραφέα;

ρίχνω

transitive verb (US, slang (seduce) (καθομιλουμένη, μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He may try to make her, but he won't succeed.

σχηματίζω, διαμορφώνω

transitive verb (reach, form)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Leanne is always quick to make judgments.
Η Λιάν σχηματίζει (or: διαμορφώνει) γρήγορα άποψη για τα πάντα.

φτάνω σε, καταφθάνω σε

transitive verb (arrive at)

The ship made port early in the morning.
Το πλοίο έφτασε στο λιμάνι νωρίς το πρωί.

βγαίνω σε κτ

transitive verb (informal (appear on) (καθομιλουμένη)

The disaster made the evening news.
Η καταστροφή βγήκε στο νυχτερινό δελτίο ειδήσεων.

βάζω, πετυχαίνω

transitive verb (score: a goal, etc.)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The player made a goal in the second period.
Ο παίκτης έβαλε (or: πέτυχε) γκολ στο δεύτερο ημίχρονο.

καταφέρνω να πάω σε κτ

transitive verb (informal (manage to attend)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Sorry I couldn't make yesterday's meeting.
Συγγνώμη που δεν κατάφερα να έρθω στη χθεσινή συνάντηση.

βγάζω

transitive verb (earn)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Jeff makes $80,000 a year.

βάφομαι

(put on cosmetics) (μτφ: με καλλυντικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I don't have the time to apply makeup, so it's lucky I have nice skin!

τα καταφέρνω με ότι έχω

verbal expression (cope, manage)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

παίζω κτ κορώνα γράμματα

verbal expression (figurative (squander, handle recklessly) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αδυναμία παράδοσης

noun (incomplete act)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

γυναίκα της οποίας η τιμή έχει αποκατασταθεί

verbal expression (dated, humorous (marry) (παλαιό, χιουμοριστικό)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Sara's father was happy because Tom had made an honest woman of her.

τα ξαναβρίσκω

verbal expression (informal, figurative (be reconciled) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The pair kissed and made up after a nine-year feud.

Κάντε την Αμερική Μεγάλη Ξανά

expression (US, acronym (Make America Great Again)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

στρώνω το κρεβάτι

verbal expression (arrange bed linen)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Every morning, my mom insists that I make my bed before I leave for school.

πάω κατευθείαν σε κτ

verbal expression (informal (head directly towards)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Whenever I'm in a candy store I make a beeline for the chocolates.

στοιχηματίζω σε κτ

verbal expression (wager, gamble)

Do you want to make a bet on this fight?

κάνω προσφορά

verbal expression (offer to buy [sth])

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I made a bid on the stuffed moose in the auction and ended up winning it.

γίνομαι όνομα, γίνομαι μεγάλο όνομα

verbal expression (become famous) (καθομιλουμένη, μτφ)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
After his book was published he made a big name for himself in literary circles.

ορμώ σαν βολίδα κάπου

verbal expression (informal (escape quickly) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The dog made a bolt for the garden gate, but I caught him before he could run out into the road.
Ο σκύλος μ' ένα σάλτο βρέθηκε στην πόρτα του κήπου, αλλά τον έπιασα, προτού βγει στον δρόμο.

τα κάνω μαντάρα, τα κάνω θάλασσα

verbal expression (informal (do [sth] poorly) (μεταφορικά, καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

τρέχω προς κτ

verbal expression (informal (run towards) (κυριολεκτικά, μεταφορικά)

Six monkeys jumped the electric fence and made a break for freedom.

κάνω ένα σημαντικό βήμα

verbal expression (make an important advance) (μεταφορικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
After years of study they made an important breakthrough in cancer research.

κάνω μια σύντομη αξιολόγηση

verbal expression (appraise or judge [sth] quickly)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

βγάζω μια περιουσία

verbal expression (informal (earn a lot of money) (μεταφορικά)

κάνω ένα τηλεφώνημα, παίρνω ένα τηλέφωνο

verbal expression (informal (phone [sb])

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Do you mind waiting five minutes while I make a call?

τηλεφωνώ σε κπ

verbal expression (informal (phone [sb])

Hold on a second, I just have to make a call to my supervisor.
Περίμενε μια στιγμή. Πρέπει να τηλεφωνήσω στον διευθυντή μου.

επιχειρηματολογώ, υποστηρίζω, αιτιολογώ, υπερασπίζω

verbal expression (argue in favour: of [sth])

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He had a tough job making a case for being a vegan.

κάνω μια αλλαγή

verbal expression (amend [sth])

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κάνω μια επιλογή

verbal expression (select from among options)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κάνω την επάνοδό μου, κάνω την επανεμφάνισή μου

verbal expression (popular again)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The pop singer made a comeback after appearing on a reality TV show.

επιστρέφω, επανέρχομαι

verbal expression (active again)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
He made a comeback, taking silver in the Olympics after four years in retirement.

κάνω μια σύγκριση

verbal expression (compare and contrast)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
People always make a comparison between me and Julia Roberts.

ομολογώ άνευ πιέσεως

verbal expression (freely admit one's guilt)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The police were surprised she made a confession without duress; the thought they would have to pressure her into admitting guilt.

κλείνω ραντεβού

verbal expression (arrange [sth] for a specific day)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I made a date with her for Friday; we are going out to dinner.

κλείνω μια συμφωνία

verbal expression (do business)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The businessman took his partner out to lunch to make a deal.

κάνω συμφωνία

verbal expression (agree on [sth])

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
We made a deal that I'd do the laundry if he did the dishes.

παίρνω μια απόφαση

verbal expression (decide, choose)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
We couldn't agree on where to eat, so I had to make a decision.
Δεν μπορούσαμε να συμφωνήσουμε που θα φάμε, έτσι έπρεπε να πάρω εγώ την απόφαση.

απαιτώ

verbal expression (insist on [sth] being done)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

βαθουλώνω

verbal expression (metal: leave an indentation)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The hailstones made dents in the roof of the car.

μειώνω σημαντικά

verbal expression (figurative, informal (reduce noticeably)

Paying for a new roof has really made a dent in my savings. Despite all the interruptions, I managed to make a dent in the work.

βγάζω διάγνωση

verbal expression (diagnose a condition)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I'm still waiting for the doctor to make a diagnosis.

κάνω τη διαφορά

verbal expression (have a significant impact) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Please give generously; your donations will make a difference. Josie is trying to make a difference by doing charity work.
Φανείτε γενναιόδωροι, παρακαλώ. Οι δωρεές σας θα κάνουν τη διαφορά. Η Τζόζι προσπαθεί να κάνει τη διαφορά κάνοντας εθελοντική εργασία.

διακρίνω

verbal expression (distinguish, differentiate)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
She called me cheap, but I think she needs to make a distinction between cheap and frugal. Most people make a distinction between flowers and weeds, but they can both be beautiful.

κάνω μια γερή μπάζα στα γρήγορα

verbal expression (informal (make money quickly)

γελοιοποιούμαι

verbal expression (do [sth] stupid)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I don't mind being wrong, but I hate making a fool of myself.

κάνω περιουσία

verbal expression (informal (win, earn a vast amount of money)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
That businesswoman has made a fortune in retail.

κάνω γκριμάτσα

verbal expression (informal (make silly facial expression)

To make me laugh, my dad made funny faces at me.

κάνω φασαρία

verbal expression (informal (complain about [sth]) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
One of the customers was making a fuss at the teller's counter.
Κάποιος απ' τους πελάτες έκανε φασαρία στον γκισέ του ταμία.

το κάνω θέμα

verbal expression (informal (fret over trivial things) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Oh, it's only a grazed knee – stop making a fuss!
Ένα γδαρμένο γόνατο είναι όλο κι όλο, σταμάτα να το κάνεις θέμα!

δίνω σημασία σε κπ

verbal expression (informal (pay a lot of attention to)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The boss brought his dog to work yesterday and everyone made a fuss of it.
Εχτές, το αφεντικό έφερε το σκυλί του στη δουλειά και όλοι ασχολούνταν μ' αυτό.

ενθουσιάζομαι

verbal expression (informal (show great admiration for)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Nina got engaged yesterday! All the women in the office were making a fuss over her ring.
Η Νίνα αρραβωνιάστηκε χθες! Όλες οι γυναίκες στο γραφείο το παράκαναν μιλώντας για το δαχτυλίδι της.

τα καταφέρνω

verbal expression (informal (make it successful)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
If we work hard on our relationship, we can make a go of it.

κάνω καλή δουλειά με κτ

verbal expression (informal (do [sth] well)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Tim made a good job of painting the house.

τρυπάω, τρυπώ

verbal expression (puncture)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
It was a piece of glass that made the hole in your tyre.

ταξιδεύω

verbal expression (travel somewhere)

Neil made a journey from London to Manchester.

πιάνω την καλή

noun (slang, figurative (make a large profit) (βγάζω πολλά χρήματα)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
They made a killing last year buying up apartment buildings.

αφήνω εντυπώσεις που διαρκούν

verbal expression (have enduring impact)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

βγάζω το ψωμί μου, βγάζω τα προς το ζην

verbal expression (earn money) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Sergei earns a living by driving a taxi. Stephen made his living by trading in stocks and shares.
Ο Σεργκέι βγάζει το ψωμί του οδηγώντας ταξί. Ο Στέφεν έβγαζε τα προς το ζην κάνοντας συναλλαγές με χρεόγραφα και μετοχές.

σημειώνω απώλειες

verbal expression (lose money)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
My company made a loss last year and had to lay off three employees.

κάνω ένα σημάδι σε κτ, βάζω ένα σημάδι σε κτ

verbal expression (write, draw or paint)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
He made a mark on the pavement to show where to turn.

αφήνω το σημάδι μου, αφήνω την υπογραφή μου

verbal expression (figurative (have an impact) (μεταφορικά: σε κτ/κπ)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Dick Button made his mark on figure skating when he performed the first double axel jump.

ταιριάζω

verbal expression (pair [sth] with [sth] similar)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I'm trying to find two socks that make a match, but they all seem to be odd ones.

τα κάνω χάλια, τα κάνω μούσκεμα, τα κάνω θάλασσα

verbal expression (create disorder or dirt) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
You can have your mates round for the evening so long as you promise not to make a mess. The kids have been making chocolate cake and they've made a mess with the batter in the kitchen.

κάνω κτ άνω-κάτω

verbal expression (make [sth] disordered or dirty)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Don't make a mess of my nice clean living room.
Μην κάνεις άνω-κάτω το ωραίο και καθαρό καθιστικό μου!

τα θαλασσώνω

verbal expression (get [sth] wrong)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The new guy has made a mess of this project; I'm going to have to redo it all.
Ο καινούργιος τα θαλάσσωσε με το πρότζεκτ. Θα πρέπει να το ξανακάνω από την αρχή.

κάνω λάθος

verbal expression (commit an error)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Don't be afraid to make a mistake.
Να μην φοβάσαι να κάνεις λάθος.

κάνω νόημα, κάνω νεύμα

verbal expression (gesture, move)

The old man made a motion to the children to come closer.

κάνω μια πρόταση

verbal expression (at meeting: propose [sth])

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
She made a motion to adjourn the meeting.

κάνω την τρίχα τριχιά

verbal expression (figurative (exaggerate a trivial problem) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

μετακομίζω

verbal expression (informal (leave)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
He was tired of this town, so he decided to make a move.

δρω

verbal expression (figurative, informal (begin, act)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Jane thought it was the right time to make a move and open her own restaurant.

την πέφτω σε κπ

verbal expression (informal (try to seduce) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κάνω θόρυβο

verbal expression (generate loud sounds)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)

κάνω θόρυβο

verbal expression (figurative, informal (call attention to [sth]) (μεταφορικά)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)

παραπονιέμαι για κάτι

verbal expression (figurative, informal (complain about [sth])

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)

σημειώνω κάτι

verbal expression (write [sth] down)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κρατώ σημείωση για κάτι

verbal expression (figurative (commit [sth] to memory)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)

την πέφτω σε κπ

verbal expression (slang (make a sexual advance) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
He was disciplined for sexual harassment after he made a pass at one of the secretaries.

κάνω έκκληση

verbal expression (plead, appeal for [sth])

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The film star made a plea to the public on behalf of the earthquake relief fund.

λέω κάτι

verbal expression (say [sth] significant)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Will you stop interrupting me? I'm trying to make a point here!
Θα σταματήσεις να με διακόπτεις; Προσπαθώ να πω κάτι!

τονίζω, υπογραμμίζω

verbal expression (emphasize)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
This chef makes a point of cooking with locally sourced ingredients.

προσπαθώ να κάνω κτ

verbal expression (insist on doing)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I make a point of donating to a charity every Christmas.

συνηθίζω να κάνω κτ

verbal expression (be in the habit of)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Most doctors do not make a practice of calling on patients in their homes.

πραγματοποιώ μια αγορά

verbal expression (buy [sth])

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κάνω μια ευχάριστη αλλαγή

verbal expression (be pleasantly unusual)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ζητάω, ζητώ

verbal expression (ask for [sth])

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
To make a request for a new website feature, click here.

πουλάω, πουλώ

verbal expression (salesperson: close a deal)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
A good salesperson can make a sale even after the customer says no.

κάνω σκηνή

verbal expression (informal (overreact)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κάνω ντόρο για κτ, χαλάω τον κόσμο για κτ

verbal expression (informal, figurative (make a fuss)

Stop making such a song and dance about it! It's not that big a deal.

βγάζω μιλιά

verbal expression (utter a noise)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Don't make a sound till he's gone - I don't want him to know we're here.

κάνω έναν ήχο, βγάζω έναν ήχο

verbal expression (create a noise)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
My clock makes a sound like a bird when it strikes the hour.

καταβάλλω ιδιαίτερη προσπάθεια

verbal expression (try very hard, be unusually conscientious)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I have to make a special effort to get along with my co-worker. It's your mum's birthday so please make a special effort to behave.

βγάζω λόγο

verbal expression (address an audience)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
At the birthday party everyone asked Grandpa to make a speech. The father of the bride gave a speech, welcoming his new son-in-law to the family.

προκαλώ ενθουσιασμό

verbal expression (cause excitement)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The news that the film star would be visiting their small town really made a splash.

κάνω μια αρχή

verbal expression (begin)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κάνω ένα ταξίδι

verbal expression (US (travel)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Richard made a trip to Australia.

κάνω μια βόλτα

verbal expression (UK (go on a short journey)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Liz made a trip to the shops.

πάω σε κπ/κτ, πηγαίνω σε κπ/κτ

verbal expression (informal (go to)

My tooth hurts; I need to make a visit to the dentist.

κάνω τη διαθήκη μου

verbal expression (legal document: write)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

είμαι επιεικής

(be lenient)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

είμαι επιεικής με κπ

verbal expression (be lenient)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The teachers made allowances for him and gave him a certificate.

λαμβάνω κτ υπόψη, λαμβάνω υπόψη κτ

verbal expression (take [sth] into account)

You have to make allowances for the fact that he's only just learning.

επανορθώνω

(compensate for a wrong)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I'm sorry for what I did to you; how can I make amends?

επανορθώνω

verbal expression (compensate for [sth])

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Henry wanted to make amends for his rude behaviour towards James.
Ο Χένρι θέλησε να επανορθώσει για την αγενή συμπεριφορά του απέναντι στον Τζέιμς.

διορθώνω το κακό που προκάλεσα σε κπ

verbal expression (compensate [sb] for a wrong)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
When he became sober, he decided to make amends to those he had hurt by his drinking.

Κάντε την Αμερική Μεγάλη Ξανά

noun (US (Republican campaign slogan)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του make love to στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του make love to

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.