Τι σημαίνει το make for στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης make for στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του make for στο Αγγλικά.

Η λέξη make for στο Αγγλικά σημαίνει κινούμαι προς, πάω προς, κατευθύνομαι προς, προκαλώ, δημιουργώ, είμαι, αποτελώ, φτιάχνω, κατασκευάζω, φτιάχνω, κατασκευάζω, παράγω, φτιάχνω, φτιάχνω, κάνω, κάνω, προκαλώ, δημιουργώ, βάζω, κάνω, αναγκάζω, κάνω, κάνω, μάρκα, φίρμα, κατασκευή, καταλαβαίνω, πηγαίνω προς, κατευθύνομαι προς, κάνω, παίρνω, βγάζω, κάνω, κλείνω, προλαβαίνω, πραγματοποιώ, φτιάχνω, κάνω, φτιάχνω, κάνω, πιάνω, φτιάχνω, κάνω, γίνομαι, καταφέρνω να μπω σε κτ, κάνω, κάνω, ρίχνω, σχηματίζω, διαμορφώνω, φτάνω σε, καταφθάνω σε, βγαίνω σε κτ, βάζω, πετυχαίνω, καταφέρνω να πάω σε κτ, βγάζω, επανορθώνω για κτ, αντισταθμίζω, πάω κατευθείαν σε κτ, γίνομαι όνομα, γίνομαι μεγάλο όνομα, ορμώ σαν βολίδα κάπου, τρέχω προς κτ, προβλέπω, προβλέπω για, φροντίζω για, καθιστώ κπ υπεύθυνο για κτ, δημιουργώ προβλήματα σε κπ, προκαλώ προβλήματα σε κπ, αναπληρώνω το χαμένο χρόνο, ανοίγω δρόμο για κπ/κτ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης make for

κινούμαι προς, πάω προς, κατευθύνομαι προς

phrasal verb, transitive, inseparable (informal (head towards)

We turned the boat around and made for the nearest harbour.
Γυρίσαμε τη βάρκα προς την άλλη και κατευθυνθήκαμε προς το λιμάνι.

προκαλώ, δημιουργώ

phrasal verb, transitive, inseparable (informal (produce, create: situation)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Good teamwork makes for greater productivity in the workplace.

είμαι, αποτελώ

phrasal verb, transitive, inseparable (informal (be, count as)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
That reply makes for a good example of sarcasm.
Η απάντηση αυτή αποτελεί ένα καλό παράδειγμα σαρκασμού.

φτιάχνω, κατασκευάζω

transitive verb (construct)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The children made houses with blocks.
Τα παιδιά έφτιαξαν σπιτάκια με κύβους.

φτιάχνω, κατασκευάζω, παράγω

transitive verb (manufacture)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
That factory makes bolts.
Εκείνο το εργοστάσιο φτιάχνει βίδες.

φτιάχνω

transitive verb (fashion)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The weavers made a hat from palm fronds.
Οι υφάντρες έφτιαξαν ένα καπέλο από φύλλα φοίνικα.

φτιάχνω, κάνω

transitive verb (prepare)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
My mother wants to make a cake for my party.
Η μητέρα μου θέλει να φτιάξει (or: κάνει) μια τούρτα για το πάρτι μου.

κάνω, προκαλώ, δημιουργώ

transitive verb (create, cause)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The dogs made a commotion in the street.
Οι σκύλοι προκάλεσαν (or: δημιούργησαν) αναταραχή στον δρόμο.

βάζω, κάνω

verbal expression (compel) (καθομ: κπ να κάνει κτ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
My parents make me eat vegetables.
Οι γονείς μου με βάζουν (or: υποχρεώνουν) να τρώω λαχανικά.

αναγκάζω

transitive verb (informal (force)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I won't go! You can't make me!
Δεν φεύγω! Δεν μπορείς να με αναγκάσεις!

κάνω

transitive verb (cause to) (κπ/κτ να κάνει κτ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He never fails to make me laugh.
Καταφέρνει πάντα να με κάνει να γελάσω.

κάνω

transitive verb (+ adj: cause to be)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
You make me happy.
Με κάνεις χαρούμενο.

μάρκα, φίρμα

noun (brand)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
What make of car do you drive? Toyota?
Τι μάρκα είναι το αυτοκίνητό σου; Είναι Τογιότα;

κατασκευή

noun (build, stature)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
He is of a lean make, and could be an excellent athlete.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Είναι ανθεκτική κατασκευή και αξίζει τα λεφτά της.

καταλαβαίνω

verbal expression (interpret) (από κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I don't know what to make of his actions. What do you make of this car?
Τι γνώμη έχεις για αυτό το αμάξι;

πηγαίνω προς, κατευθύνομαι προς

(move towards)

The fleet made for port.
Ο στόλος πήγε (or: κατευθύνθηκε) προς το λιμάνι.

κάνω

transitive verb (bring into existence)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Let's make a baby!
Ας κάνουμε ένα μωρό!

παίρνω

transitive verb (take: a decision)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Tess must make a decision.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Στη φετινή ετήσια συνέλευση λάβαμε πολύ σημαντικές αποφάσεις.

βγάζω

transitive verb (perform: a speech) (μεταφορικά: λόγο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
All of the candidates made speeches.
Όλοι οι υποψήφιοι εκφώνησαν ομιλίες.

κάνω

transitive verb (enter into: agreement, deal)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The parties involved made an agreement.
Τα συμβαλλόμενα μέρη σύναψαν μία συμφωνία.

κλείνω

transitive verb (fix: date, appointment) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Please call first to make an appointment.
Παρακαλώ τηλεφωνήστε πρώτα για να κλείσετε ραντεβού.

προλαβαίνω

transitive verb (train, plane: reach in time)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I have to run if I want to make my train.
Πρέπει να βιαστώ αν θέλω να προλάβω το τρένο μου.

πραγματοποιώ

transitive verb (put down: a payment) (πληρωμή)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Adam makes a payment on his car each month.
Ο Άνταμ πραγματοποιεί μια πληρωμή για το αυτοκίνητό του κάθε μήνα.

φτιάχνω

transitive verb (bed: make tidy) (καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The girls must make their beds every morning.
Τα κορίτσια πρέπει να φτιάχνουν (or: στρώνουν) το κρεβάτι τους κάθε πρωί.

κάνω, φτιάχνω

transitive verb (establish: name)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Bill is trying to make a name for himself in the business.
Ο Μπιλ προσπαθεί να κάνει (or: φτιάξει) ένα όνομα στην επιχείρηση.

κάνω

transitive verb (appoint) (καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The president is going to make Chris a vice-president.
Ο πρόεδρος σκοπεύει να ορίσει τον Κρις ως αντιπρόεδρο.

πιάνω

transitive verb (achieve, reach) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The sales team hopes to make its numbers this month.
Η ομάδα πωλήσεων ευελπιστεί να πιάσει τα ποσοστά της αυτό τον μήνα.

φτιάχνω

transitive verb (establish, set)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Legislatures make laws.
Τα νομοθετικά σώματα κάνουν θεσπίζω τους νόμους.

κάνω

transitive verb (commit: a mistake, etc.)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I made a mistake when I spent that money.
Έκανα λάθος που ξόδεψα αυτά τα χρήματα.

γίνομαι

transitive verb (attain: position, rank)

(βοηθητικό ρήμα: Συνδέει το υποκείμενο με ένα επίθετο ή ουσιαστικό που το χαρακτηρίζει, π.χ. είμαι, γίνομαι κλπ.)
Francis is trying to make Captain.
Ο Φράνσις προσπαθεί να γίνει Λοχαγός.

καταφέρνω να μπω σε κτ

transitive verb (informal (earn acceptance into)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Only half of people at tryouts made the team.
Μόνο οι μισοί από όσους πήραν μέρος στα δοκιμαστικά κατάφεραν να μπουν στην ομάδα.

κάνω

transitive verb (equal) (καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Two and two makes four.
Δύο και δύο κάνουν τέσσερα.

κάνω

transitive verb (be the essence of) (καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
What makes a good writer?
Ποια είναι τα στοιχεία ενός καλού συγγραφέα;

ρίχνω

transitive verb (US, slang (seduce) (καθομιλουμένη, μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He may try to make her, but he won't succeed.

σχηματίζω, διαμορφώνω

transitive verb (reach, form)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Leanne is always quick to make judgments.
Η Λιάν σχηματίζει (or: διαμορφώνει) γρήγορα άποψη για τα πάντα.

φτάνω σε, καταφθάνω σε

transitive verb (arrive at)

The ship made port early in the morning.
Το πλοίο έφτασε στο λιμάνι νωρίς το πρωί.

βγαίνω σε κτ

transitive verb (informal (appear on) (καθομιλουμένη)

The disaster made the evening news.
Η καταστροφή βγήκε στο νυχτερινό δελτίο ειδήσεων.

βάζω, πετυχαίνω

transitive verb (score: a goal, etc.)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The player made a goal in the second period.
Ο παίκτης έβαλε (or: πέτυχε) γκολ στο δεύτερο ημίχρονο.

καταφέρνω να πάω σε κτ

transitive verb (informal (manage to attend)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Sorry I couldn't make yesterday's meeting.
Συγγνώμη που δεν κατάφερα να έρθω στη χθεσινή συνάντηση.

βγάζω

transitive verb (earn)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Jeff makes $80,000 a year.

επανορθώνω για κτ

phrasal verb, transitive, inseparable (compensate)

She made up for being rude to me yesterday by inviting me out for coffee.
Για να επανορθώσει για τη χθεσινή αγενή συμπεριφορά της μου πρότεινε να πάμε για καφέ.

αντισταθμίζω

phrasal verb, transitive, inseparable (counter, outweigh)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He'll never be able to make up for his lack of natural ability.
Δεν θα μπορέσει ποτέ να αντισταθμίσει την έλλειψη έμφυτου ταλέντου.

πάω κατευθείαν σε κτ

verbal expression (informal (head directly towards)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Whenever I'm in a candy store I make a beeline for the chocolates.

γίνομαι όνομα, γίνομαι μεγάλο όνομα

verbal expression (become famous) (καθομιλουμένη, μτφ)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
After his book was published he made a big name for himself in literary circles.

ορμώ σαν βολίδα κάπου

verbal expression (informal (escape quickly) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The dog made a bolt for the garden gate, but I caught him before he could run out into the road.
Ο σκύλος μ' ένα σάλτο βρέθηκε στην πόρτα του κήπου, αλλά τον έπιασα, προτού βγει στον δρόμο.

τρέχω προς κτ

verbal expression (informal (run towards) (κυριολεκτικά, μεταφορικά)

Six monkeys jumped the electric fence and made a break for freedom.

προβλέπω

verbal expression (take preparatory measures for)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
We need to make provision for bad debts, in case people don't pay their bills.

προβλέπω για, φροντίζω για

verbal expression (supply what is needed by)

καθιστώ κπ υπεύθυνο για κτ

verbal expression (put [sb] in charge of [sth])

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
He was promoted at work and made responsible for the new export business.

δημιουργώ προβλήματα σε κπ, προκαλώ προβλήματα σε κπ

verbal expression (cause problems)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The icy roads are making trouble for motorists.

αναπληρώνω το χαμένο χρόνο

verbal expression (compensate for past inaction)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Her father made up for lost time by buying her lots of presents.

ανοίγω δρόμο για κπ/κτ

verbal expression (clear a path for)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The guards asked the crowd to back up to make way for the king.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του make for στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του make for

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.