Τι σημαίνει το placing στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης placing στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του placing στο Αγγλικά.

Η λέξη placing στο Αγγλικά σημαίνει σειρά, κατάταξη, τοποθέτηση, μέρος, θέση, θέση, σπίτι, θέση, τοποθετώ, βάζω, θέση, μέρος, σερβίτσιο, θέση, θέση, το σημείο που βρίσκομαι, θέση, θέση, θέση, τόπος και χρόνος, οδός, πλασάρισμα, έρχομαι, τερματίζω, κάνω πλασέ, τερματίζω, βάζω, τοποθετώ, κατατάσσω, τοποθετώ, βάζω, τοποθετώ, βάζω, στέλνω, διορίζω, διορίζω, τοποθετώ, τοποθετώ, κάνω, δίνω, κάνω, στέλνω, θυμάμαι από που ξέρω κπ/κτ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης placing

σειρά, κατάταξη

noun (competitive ranking)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
John's placing in the marathon was in the lower half.

τοποθέτηση

noun (positioning, location)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The placing of weapons in space is very controversial.

μέρος

noun (location)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
This park is one of my favourite places.
Αυτό το πάρκο είναι από τα αγαπημένα μου μέρη.

θέση

noun (position)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
She lost her place in the queue.
Έχασε τη σειρά της.

θέση

noun (spot)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Are there any places left for tonight's concert?
Υπάρχουν καθόλου θέσεις για τη συναυλία το βράδυ;

σπίτι

noun (informal (house)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Shall we go to my place or yours?
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Θέλετε να έρθετε σε μένα απόψε ή προτιμάτε να βγούμε έξω;

θέση

noun (as substitute for)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
He sent a delegate to attend the ceremony in his place.
Έστειλε έναν αντιπρόσωπο στην τελετή αντ' αυτού.

τοποθετώ, βάζω

transitive verb (put)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He placed the book on the shelf.
Τοποθέτησε (or: Έβαλε) το βιβλίο στο ράφι.

θέση

noun (space)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
There's always a place for you in this house.
Θα έχεις πάντα θέση σε αυτό το σπίτι.

μέρος

noun (area)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
She marked out a place in the sand and sat down to sunbathe.

σερβίτσιο

noun (table setting)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
How many places do we need at the table?

θέση

noun (function) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
People can't agree on the place of science in theology.

θέση

noun (position, right)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I wouldn't live my life the way you do, but it's not really my place to judge. He should remember his place in society and stop causing trouble.

το σημείο που βρίσκομαι

noun (in a book)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
You should bookmark your place in the novel.

θέση

noun (rank, position) (κατάταξη)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
She won second place in the competition.

θέση

noun (appropriate location)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
All the children were in their places.

θέση

noun (job, post)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I'm looking for a place in a publishing house.

τόπος και χρόνος

noun (situation)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
This is not the right place to discuss politics.

οδός

noun (court, short street)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
They live on Harlow Place.

πλασάρισμα

noun (US (horse racing: second)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The payoff is for win, place and show.

έρχομαι, τερματίζω

intransitive verb (race horse: finish in given position)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
My horse placed third and I won two hundred dollars.

κάνω πλασέ

intransitive verb (horse race: finish in first three) (ιπποδρομίες)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
My horse didn't even place.

τερματίζω

intransitive verb (race horse: finish)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Where did your horse place?

βάζω

transitive verb (put: person in situation) (κάποιον σε κατάσταση)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
His action placed her in danger.

τοποθετώ

transitive verb (child: for adoption)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The child was placed with a family in another city.

κατατάσσω

transitive verb (rank)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I would place him in the top ten players of all time.

τοποθετώ, βάζω

transitive verb (situate)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
She placed vases of flowers in the dining room.

τοποθετώ, βάζω

transitive verb (arrange)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Place the books in chronological order.

στέλνω

transitive verb (enrol: in a school, institution)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
They placed her in one of the country's finest schools.

διορίζω

transitive verb (employment)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The job agency placed him almost immediately.

διορίζω

transitive verb (appoint) (κπ σε κάτι, κπ ως κτ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
They placed him as head of the new sales team.

τοποθετώ

transitive verb (situate: in time)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
An anachronism is something placed in a period to which it does not belong.

τοποθετώ

transitive verb (bet)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
You only have a minute left to place your bet.

κάνω

transitive verb (call)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Shall I place the call for you?
Να τηλεφωνήσω εγώ για σένα;

δίνω, κάνω

transitive verb (order)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I'd like to place an order for a dozen more items.

στέλνω

transitive verb (sport: kick or hit ball)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He placed the ball in the upper right corner of the net.

θυμάμαι από που ξέρω κπ/κτ

transitive verb (identify)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
This actor looks very familiar but I just can't place him.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του placing στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του placing

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.