Τι σημαίνει το responsibility στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης responsibility στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του responsibility στο Αγγλικά.
Η λέξη responsibility στο Αγγλικά σημαίνει ευθύνη, υποχρέωση, ευθύνη, υπευθυνότητα, ευθύνη, υπευθυνότητα, αναλαμβάνω την ευθύνη, εταιρική κοινωνική ευθύνη, υπευθυνότητα στα οικονομικά, οικονομική ευθύνη, ατομικό καθήκον, δημόσιο καθήκον, που είναι ευθύνη του, που είναι καθήκον του, ευθύνη, δέσμευση, ατομική ευθύνη, αναλαμβάνω την ευθύνη, παίρνω τον έλεγχο. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης responsibility
ευθύνη, υποχρέωσηnoun (obligation) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Taking care of the dog is your responsibility. ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Η προστασία των παιδιών είναι καθήκον των γονέων. |
ευθύνηnoun (state of being responsible) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) She is mature enough to take on responsibility. Είναι πλέον αρκετά ώριμη για να αναλάβει ευθύνες. |
υπευθυνότηταnoun (instance of being responsible) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) He showed his responsibility by doing the tasks without being asked. |
ευθύνηnoun (sthg to care for) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The car is your responsibility. |
υπευθυνότηταnoun (dependability) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Known for his responsibility, he is trusted by teachers and students alike. |
αναλαμβάνω την ευθύνηverbal expression (be willing to take on duties) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) She accepted the responsibility of planning the office Christmas party. |
εταιρική κοινωνική ευθύνηnoun (business: social good) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
υπευθυνότητα στα οικονομικάnoun (sensible attitude to money) (νοοτροπία) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
οικονομική ευθύνηnoun (duty to provide for [sb]) (προς τρίτους) The father has financial responsibility for his children. |
ατομικό καθήκον, δημόσιο καθήκονnoun (personal or civic duty) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) We all have an individual responsibility to recycle our rubbish. |
που είναι ευθύνη του, που είναι καθήκον τουpreposition (is the duty of, falls to) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) It is the responsibility of all doctors to make sure that they are up to date with the latest medical knowledge. |
ευθύνη, δέσμευσηnoun (figurative (responsibility) (μεταφορικά) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) John has passed the mantle of responsibility to his assistant editor. |
ατομική ευθύνηnoun (individual's specific duty) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) It is the personal responsibility of each individual to care for his neighbor. |
αναλαμβάνω την ευθύνηverbal expression (accept the blame for [sth]) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Since it was my idea to throw the ball, I took responsibility for the broken window. When the boss got angry, Charleen took the responsibility. Αφού ήταν ιδέα μου να πετάξουμε τη μπάλα, ανέλαβα την ευθύνη για το σπασμένο τζάμι. Όταν το αφεντικό θύμωσε, η Τσαρλίν ανέλαβε την ευθύνη. |
παίρνω τον έλεγχοverbal expression (take charge of [sth]) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του responsibility στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του responsibility
Συνώνυμα
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.