Τι σημαίνει το sempre στο πορτογαλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης sempre στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του sempre στο πορτογαλικά.
Η λέξη sempre στο πορτογαλικά σημαίνει πάντα, για πάντα, πάντα, πάντα, συνέχεια, πάντα, τόσο, πάντα, εξαρχής, από την αρχή, ανά πάσα στιγμή, κοινός, μέσος, συνήθης, διαθέσιμος, εύκαιρος, τα συνηθισμένα, τα γνωστά, τα κλασικά, που υπάρχει πάντα, για πάντα, αργά αλλά σταθερά, όποτε, όσο συχνά θέλεις, όσο συχνά σου αρέσει, ως συνήθως, για πάντα, για πάντα, τις πιο πολλές φορές, όσο συχνά θέλεις, κατά βούληση, αιωνίως, για πάντα, παντοτινά, ως συνήθως, όπως πάντα, ως συνήθως, όπως πάντα, σχεδόν πάντα, για πάντα, υπό τον όρο ότι, υπό την προϋπόθεση ότι, εφ' όσον, Έρχεσαι συχνά εδώ;, για πάντα, είμαι ατελείωτος, ζω για πάντα, είμαι αθάνατος, κρατάω για πάντα, διαρκώ για πάντα, ως συνήθως, κάθε φορά, είμαι ατελείωτος, αντέχω/κρατάω για πάντα, έχω αδυναμία σε κπ, το σύνηθες ποτό, δοκιμασμένη συνταγή, προχωράω, όποτε, για πάντα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης sempre
πάνταadvérbio (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Ela sempre escreve cartas de agradecimento após o seu aniversário. Γράφει πάντα (or: πάντοτε) ευχαριστήρια γράμματα μετά τα γενέθλιά της. |
για πάνταadvérbio (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Eu vou te amar para sempre. Θα σ' αγαπώ για πάντα. |
πάνταadvérbio (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Eu sempre te amei. Πάντοτε σε αγαπούσα. |
πάντα, συνέχειαadvérbio (διαρκώς) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Ele está sempre reclamando, mas nunca faz nada quanto a isso. Παραπονιέται πάντα (or: συνέχεια) αλλά δεν κάνει τίποτα για να βελτιώσει την κατάσταση. |
πάνταadvérbio (αν είναι ανάγκη) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Você sempre pode pegar o trem, se o seu carro não estiver funcionando. Αν το αυτοκίνητό σου δε δουλεύει, μπορείς πάντα να πάρεις το τρένο. |
τόσοadvérbio (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Ele é sempre muito esperto. Είναι τόσο έξυπνος! |
πάνταadvérbio (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Eles sempre estavam pesarosos por aquele dia trágico. Αισθάνονταν πάντα λύπη για αυτή την τραγική μέρα. |
εξαρχής, από την αρχή
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Ela sabia sobre a festa surpresa o tempo todo. Γνώριζε για το πάρτι έκπληξη από την αρχή. |
ανά πάσα στιγμή(informal) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Passe por aqui toda vez que precisar, estamos aqui a qualquer hora. Έλα όποτε θες, είμαστε εδώ όλες τις ώρες. |
κοινός, μέσος, συνήθης
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
διαθέσιμος, εύκαιρος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
τα συνηθισμένα, τα γνωστά, τα κλασικά
Nada especial aconteceu hoje. Somente o trivial. |
που υπάρχει πάνταlocução adjetiva (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
για πάνταlocução adverbial (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Amarei você para sempre. Θα σ' αγαπώ για πάντα. |
αργά αλλά σταθεράlocução adverbial (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
όποτε(coloquial) (σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.) Toda vez que Sam ia ao parque, ele inevitavelmente encontrava uma ou duas cobras. Κάθε φορά που ο Σαμ πήγαινε στο πάρκο, αναπόφευκτα έπεφτε πάνω σε ένα-δύο φίδια. |
όσο συχνά θέλεις, όσο συχνά σου αρέσει
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ως συνήθως
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Jane andava pela rua como de costume, sem saber que algo estava prestes a mudar sua vida. Η Τζέιν περπατούσε στον δρόμο ως συνήθως, μη γνωρίζοντας ότι κάτι επρόκειτο να αλλάξει τη ζωή της για πάντα. |
για πάνταadvérbio (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) |
για πάντα
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
τις πιο πολλές φορέςlocução adverbial (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
όσο συχνά θέλεις
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
κατά βούληση
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
αιωνίως, για πάντα, παντοτινάlocução adverbial (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
ως συνήθως, όπως πάνταlocução adverbial (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Como sempre, Sally estava conversando com australianos. |
ως συνήθως, όπως πάνταlocução adverbial (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Δεν κατάλαβα ούτε μια λέξη από όσα έλεγε, όπως πάντα. Το λεωφορείο καθυστέρησε, ως συνήθως! |
σχεδόν πάνταlocução adverbial (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) |
για πάνταlocução adverbial (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) |
υπό τον όρο ότι, υπό την προϋπόθεση ότι, εφ' όσον(tanto quanto) (πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.) |
Έρχεσαι συχνά εδώ;expressão (frase de cantada) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
για πάνταexpressão (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) |
είμαι ατελείωτοςlocução verbal (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) Todos achavam que o relacionamento do casal continuaria para sempre. |
ζω για πάντα, είμαι αθάνατος
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
κρατάω για πάντα, διαρκώ για πάντα
(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) |
ως συνήθωςadvérbio (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
κάθε φοράlocução adverbial (em cada ocasião) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Toda vez que eu vou ao restaurante, peço o mesmo prato. Κάθε φορά που πηγαίνω στο εστιατόριο παραγγέλνω το ίδιο πιάτο. |
είμαι ατελείωτοςlocução verbal (μεταφορικά) (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) A impressão era que a viagem de trem duraria para sempre. |
αντέχω/κρατάω για πάνταlocução verbal (figurado: na memória) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Filmes clássicos como "Casablanca" viverão para sempre nos corações dos cinéfilos. Elvis morreu há muitos anos, mas viverá para sempre para os fãs que ainda ouvem a sua música. |
έχω αδυναμία σε κπexpressão verbal (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) |
το σύνηθες ποτόexpressão (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
δοκιμασμένη συνταγήexpressão (escolha usual) (μεταφορικά) Pretendia provar algo novo, mas me vi pedindo o de sempre: gim e tônica. |
προχωράωexpressão verbal (figurado) (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
όποτε
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Ela traz flores sempre que vem nos ver. |
για πάνταexpressão (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
Ας μάθουμε πορτογαλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του sempre στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.
Σχετικές λέξεις του sempre
Ενημερωμένες λέξεις του πορτογαλικά
Γνωρίζετε για το πορτογαλικά
πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.