Τι σημαίνει το plane στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης plane στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του plane στο Αγγλικά.
Η λέξη plane στο Αγγλικά σημαίνει αεροπλάνο, επίπεδο, πλάνη, επίπεδος, επίπεδο, γλιστράω, πλανίζω, ισιώνω, πλανίζω, μικρό αεροσκάφος που δεν απαιτεί αεροδρόμιο για την απογείωση και την προσγείωσή του, φορτηγό αεροπλάνο, ναυλωμένο αεροσκάφος, αεροσκάφος περιφερειακών διαδρομών, αεροσκάφος περιφερειακών μεταφορών, αεροπλάνο περιφερειακών διαδρομών, αεροπλάνο περιφερειακών μεταφορών, συστοιχία εστιακού επιπέδου, οριζόντιο επίπεδο, οριζόντιος σταθεροποιητής, κυρτή επιφάνεια, επιφάνεια υπό κλίση, τζετ, σαΐτα, επιβατικό αεροπλάνο, πανεύκολος, αεροπορικό ατύχημα, αεροπορικό εισιτήριο, πλάτανος ο δυτικός, πλάτανος, αεροπορικό ταξίδι, παρατήρηση αεροπλάνων, αεροσκάφος απομακρυσμένου ελέγχου, αεροπλάνο που εκτοξεύει πυραύλους. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης plane
αεροπλάνοnoun (colloquial, abbreviation (airplane, aeroplane) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) We boarded the plane ten minutes early. Επιβιβαστήκαμε στο αεροπλάνο δέκα λεπτά νωρίτερα. |
επίπεδοnoun (flat surface) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) A ramp is an inclined plane. Η ράμπα είναι ένα επικληνές επίπεδο. |
πλάνηnoun (instrument for smoothing wood) (εργαλείο) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The carpenter used a plane to smooth the rough piece of wood. Ο ξυλουργός χρησιμοποίησε μια πλάνη για να λειάνει το τραχύ ξύλο. |
επίπεδοςadjective (level) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Jill used a spirit level to ensure she had a plane surface. Η Τζιλ χρησιμοποίησε αλφάδι για να βεβαιωθεί πως η επιφάνεια ήταν επίπεδη. |
επίπεδοnoun (figurative (elevation) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) He lives on a higher moral plane than the rest of us. |
γλιστράωintransitive verb (glide) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The car planed along the icy road surface. |
πλανίζωintransitive verb (work with a plane) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The carpenter will cut, plane, and sand to achieve a smooth result. |
ισιώνωtransitive verb (make level) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The bulldozers planed the land. |
πλανίζωtransitive verb (wood: smooth with a plane) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Richard planed the rough spots on the piece of wood until they were smooth. |
μικρό αεροσκάφος που δεν απαιτεί αεροδρόμιο για την απογείωση και την προσγείωσή τουnoun (for remote areas) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) A bush plane is sometimes the only means of getting to remote locations. |
φορτηγό αεροπλάνοnoun (freight aircraft) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) The airport extended its runway to accommodate bigger cargo planes. |
ναυλωμένο αεροσκάφοςnoun (aircraft hired for private use) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) He can even afford a chartered plane to take him to and from the ranch. |
αεροσκάφος περιφερειακών διαδρομών, αεροσκάφος περιφερειακών μεταφορώνnoun (plane for short journeys) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) The commuter aircraft only carried 30 passengers. |
αεροπλάνο περιφερειακών διαδρομών, αεροπλάνο περιφερειακών μεταφορώνnoun (colloquial (aircraft for short journeys) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Commuter planes are used by airlines to fly to smaller cities. |
συστοιχία εστιακού επιπέδουnoun (digital imaging device) (οπτική) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
οριζόντιο επίπεδοnoun (parallel to horizon) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) The teacher asked the students to calculate the speed of a car moving along a horizontal plane. |
οριζόντιος σταθεροποιητήςnoun (aeronautics) |
κυρτή επιφάνεια, επιφάνεια υπό κλίσηnoun (sloping or tilted surface) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) When painting with water-colours, keep the paper on an inclined plane so the water can run downwards. |
τζετnoun (aircraft) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) |
σαΐταnoun (plane: folded paper) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The children threw paper airplanes across the room. |
επιβατικό αεροπλάνοnoun (colloquial (aircraft: carries travelers) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) The de Havilland Comet was the world's first jet passenger plane. |
πανεύκολοςnoun (figurative (easy course) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
αεροπορικό ατύχημαnoun (aircraft accident) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) A stone memorial commemorates the plane crash of 1981. |
αεροπορικό εισιτήριοnoun (entitlement to travel by aircraft) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Have you booked your plane ticket yet? The use of paper plane tickets is declining in the age of computers. Έχεις κλείσει αεροπορικό εισιτήριο; Η χρήση έντυπων αεροπορικών εισιτηρίων μειώνεται στην εποχή των υπολογιστών. |
πλάτανος ο δυτικόςnoun (American sycamore) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) The plane tree is a species that is native to North America. |
πλάτανοςnoun (deciduous tree) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Plane trees were commonly planted in London in the 18th and 19th centuries. |
αεροπορικό ταξίδιnoun (informal (journey by aeroplane) The longest plane trip I've ever taken was from Khartoum to Singapore. |
παρατήρηση αεροπλάνωνnoun (informal (hobby: aeroplane spotting) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) Aaron's main hobby is plane watching. |
αεροσκάφος απομακρυσμένου ελέγχουnoun (model aircraft) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) Tony built a remote-control plane from a kit. |
αεροπλάνο που εκτοξεύει πυραύλουςnoun (aircraft that launches rockets) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του plane στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του plane
Συνώνυμα
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.