Τι σημαίνει το tema στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης tema στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του tema στο ισπανικά.

Η λέξη tema στο ισπανικά σημαίνει θέμα, μοτίβο, θέμα, μοτίβο, θέμα, θέμα, ομώνυμο τραγούδι, περιγράφω τα πράγματα, παρουσιάζω τα πράγματα, παρουσιάζω τα γεγονότα, θέμα, αυτό το πράμα, συζήτηση, θέμα, μοτίβο, θέμα, αντικείμενο, ζήτημα, θέμα, θέμα, θέμα, ζήτημα, πράγμα, το πρόβλημα, φοβάμαι, τρέμω, βγαίνω εκτός θέματος, εντός, εντός θέματος, στη συγκεκριμένη περίπτωση, κατόπιν αναθεώρησης, δεύτερης σκέψης, εκτός θέματος, αλλάζοντας το θέμα, προχωρώντας σε ένα νέο θέμα, προχωρώντας σε ένα νέο ζήτημα, έτσι ακριβώς, βασικό πεδίο σπουδών, λόγος ανησυχίας, φλέγον θέμα, φλέγον ζήτημα, επείγον επαγγελματικό θέμα, αμφιλεγόμενη υπόθεση, ευαίσθητο ζήτημα, θέμα υπό συζήτηση, θέμα υπό συζήτηση, ευαίσθητο θέμα, υπό συζήτηση θέμα, ακανθώδες πρόβλημα, θέμα προς συζήτηση, καυτό θέμα, καυτό ζήτημα, εν λόγω θέμα, αμφιλεγόμενο ζήτημα, άξιος λόγου, καυτό θέμα, θέμα που συζητούν όλοι, νέο, γεγονός, συμβάν, αλλάζω θέμα, συζητάω, συζητώ, αποσυντονίζω, αναφέρω, εκτός θέματος, κρίσιμη ερώτηση, βασικό θέμα, κεντρικό θέμα, κύριο θέμα, θεωρώ κτ δεδομένο, αρχίζω να μιλάω για κάτι, μοτίβο, κεντρικό θέμα, εκτρέπομαι, ξανακάνω, εκτός θέματος, σήμα εκπομπής, βασικό ζήτημα, βασικό πρόβλημα, θέμα έκθεσης, αναφέρω διαρκώς κτ/κπ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης tema

θέμα

nombre masculino (υπόθεση)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
El tema del libro era que el bien triunfaba sobre el mal.
Κεντρική ιδέα του βιβλίου είναι ο θρίαμβος του καλού επί του κακού.

μοτίβο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
El tema central de su vida era su deseo de mantener a su familia.

θέμα, μοτίβο

(música) (μουσική φράση)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Esa canción tiene una melodía bonita.
Αυτό το τραγούδι έχει ωραίο θέμα (or: μοτίβο).

θέμα

nombre masculino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
¿Cuál es el tema del libro?
Τι θέμα έχει αυτό το βιβλίο;

θέμα

nombre masculino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
El tema de la conversación lo aburrió.
Έβρισκε το θέμα της συζήτησης πολύ ανιαρό.

ομώνυμο τραγούδι

nombre masculino (cine, banda sonora) (ταινίας, δίσκου)

¿Recuerdas el tema de la película?

περιγράφω τα πράγματα, παρουσιάζω τα πράγματα, παρουσιάζω τα γεγονότα

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

θέμα

nombre masculino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
El libro se desviaba con frecuencia de su tema principal.

αυτό το πράμα

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
¡No me gusta este tema de usar uniforme!
Δεν μου αρέσει αυτό το πράμα που λέγεται στολή.

συζήτηση

nombre masculino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
El tema de la política no me interesaba mucho, así que salí.
Η πολιτική συζήτηση δε με ενδιέφερε πολύ, γιαυτό βγήκα έξω.

θέμα

nombre masculino (έκθεσης)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Cuando estás buscando algo sobre lo que escribir, una foto puede ser un gran tema.

μοτίβο

(música) (μουσική)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Escuchamos el motivo que señalaba el regreso del príncipe.
Ακούσαμε το μοτίβο που σημαίνει την επιστροφή του πρίγκιπα.

θέμα, αντικείμενο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
El pintor escoge una materia poco convencional, como la basura en la calle.

ζήτημα, θέμα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
El Congreso tiene que abordar pronto el asunto de la inmigración ilegal.
Η Γερουσία πρέπει να αντιμετωπίσει το ζήτημα της παράνομης μετανάστευσης σύντομα.

θέμα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
El argumento de esta película es que los robots se han apoderado de la tierra.
Το θέμα αυτής της ταινίας είναι ότι τα ρομπότ έχουν καταλάβει τη Γη.

θέμα, ζήτημα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
De verdad que no quiero hablar de ese asunto ahora.
Πραγματικά δε θέλω να συζητήσω αυτό το θέμα (or: ζήτημα) αυτήν τη στιγμή.

πράγμα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
En serio, no quiero enredarme en esta desafortunada situación.
Πραγματικά δεν θέλω να πάρω μέρος σε αυτό το θλιβερό πράγμα.

το πρόβλημα

Quieres que deje a mi esposa, pero ya ves, la amo. Ese es el problema.

φοβάμαι

verbo transitivo (έχω φόβο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Temía que hubieran sufrido un accidente.
Ανησυχώ μήπως είχαν κάποιο ατύχημα.

τρέμω

(να κάνω κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Siempre temo dar discursos.
Πάντα τρέμω να δίνω ομιλίες.

βγαίνω εκτός θέματος

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Nuestro profesor nos dijo que teníamos que hablar de un tema durante dos minutos sin desviarnos.

εντός

(a un tema) (μεταφορικά: θέμα)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Por favor, cíñase al asunto que se discute.
Σε παρακαλώ, μην ξεφεύγεις από το υπό συζήτηση ερώτημα.

εντός θέματος

locución adjetiva

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
El profesor Adams no siempre está en tema cuando habla.
Ο καθηγητής Άνταμς δεν είναι πάντα εντός θέματος όταν μιλάει.

στη συγκεκριμένη περίπτωση

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Generalmente estaría de acuerdo contigo, pero en este caso en concreto creo que te equivocas.

κατόπιν αναθεώρησης, δεύτερης σκέψης

locución adverbial

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Al reconsiderar el tema, hemos decidido aprobarte el préstamo.

εκτός θέματος

locución adverbial

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

αλλάζοντας το θέμα, προχωρώντας σε ένα νέο θέμα, προχωρώντας σε ένα νέο ζήτημα

locución adverbial

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Cambiando de tema, ¿has tenido noticias de Pepito?

έτσι ακριβώς

expresión (fam)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Ese es el tema. Ya te dije que no me gusta bailar.

βασικό πεδίο σπουδών

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Mi principal tema de estudio es el griego y estoy haciendo historia del arte como segunda especialidad.

λόγος ανησυχίας

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
El brote de meningitis es un tema de preocupación para los servicios de salud.

φλέγον θέμα, φλέγον ζήτημα

(formal)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

επείγον επαγγελματικό θέμα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Ya hemos divagado demasiado, volvamos al tema que nos ocupa.

αμφιλεγόμενη υπόθεση

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
El control de armas se ha vuelto un tema controvertido.

ευαίσθητο ζήτημα

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
La impotencia es un tema delicado que resulta muy difícil de hablar para muchos hombres.

θέμα υπό συζήτηση

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
El calentamiento global era el principal tema a discutir en la conferencia.

θέμα υπό συζήτηση

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
¿Podemos por favor regresar al tema en cuestión?

ευαίσθητο θέμα

(μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Mi madre ya no me pregunta por mis novios porque sabe que ese es un tema delicado.

υπό συζήτηση θέμα

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
El tema a debatir en la conferencia de hoy es la contaminación del agua.
Το θέμα της σημερινής διάλεξης είναι η μόλυνση των υδάτων.

ακανθώδες πρόβλημα

(figurado)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
El financiamiento de la educación pública es un tema bastante peludo.

θέμα προς συζήτηση

nombre masculino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Las nuevas medidas económicas fue el tema de discusión en la oficina durante toda la semana.

καυτό θέμα, καυτό ζήτημα

locución nominal masculina (μεταφορικά)

εν λόγω θέμα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αμφιλεγόμενο ζήτημα

El uso de métodos anticonceptivos es un tema que divide a la Iglesia.

άξιος λόγου

καυτό θέμα

(μεταφορικά)

θέμα που συζητούν όλοι

locución nominal masculina

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

νέο, γεγονός, συμβάν

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Me gusta estar al tanto del tema actual.

αλλάζω θέμα

locución verbal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Cambiemos de tema y hablemos de algo menos deprimente.

συζητάω, συζητώ

locución verbal

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Tenemos que tratar el tema de dónde ir de vacaciones este año.

αποσυντονίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El olor de los «brownies» recién hechos distrajo a Robert, que se olvidó de lo que estaba diciendo.

αναφέρω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
No es una buena idea que saques el tema de la política en presencia de mi familia.
Δεν είναι καλή ιδέα να αναφέρεις πολιτικά ζητήματα μπροστά στην οικογένειά μου.

εκτός θέματος

locución adjetiva

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
Los mensajes sin relación al tema serán borrados sin previo aviso.

κρίσιμη ερώτηση

locución nominal masculina

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
El tema prioritario en la agenda de hoy es los damnificados por el huracán.

βασικό θέμα, κεντρικό θέμα, κύριο θέμα

El tema principal de nuestra reunión es la propuesta del cambio de ubicación de la oficina.

θεωρώ κτ δεδομένο

locución verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αρχίζω να μιλάω για κάτι

locución verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Mi jefe siempre se pone a la defensiva cuando sacamos el tema de un aumento.
Το αφεντικό μου παίρνει πάντα αμυντική στάση όταν αρχίζουμε να μιλάμε για το θέμα των αυξήσεων.

μοτίβο, κεντρικό θέμα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
El tema central de su último libro es la necesidad de reformar la prisión.
Το κεντρικό θέμα του τελευταίου βιβλίου της είναι η αναγκαιότητα της αναμόρφωσης στη φυλακή.

εκτρέπομαι

(figurado) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La conversación se fue por las ramas.

ξανακάνω

(trabajo)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

εκτός θέματος

locución adjetiva

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Perdón por irme fuera de tema, pero necesito preguntarles algo a todos.

σήμα εκπομπής

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

βασικό ζήτημα, βασικό πρόβλημα

θέμα έκθεσης

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

αναφέρω διαρκώς κτ/κπ

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του tema στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Σχετικές λέξεις του tema

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.