Τι σημαίνει το asunto στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης asunto στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του asunto στο ισπανικά.

Η λέξη asunto στο ισπανικά σημαίνει ζήτημα, θέμα, θέμα, ζήτημα, πράγμα, υπόθεση, πρόβλημα, ζήτημα, θέμα, πρόβλημα, θέμα, δουλειά, θέμα, ζήτημα, υπόθεση, θέμα, υπόθεση, θέμα, θέμα, ζήτημα, θέμα, ζήτημα, θέμα, ζήτημα, θέμα, -, επείγον επαγγελματικό θέμα, να μη σε νοιάζει, κοίτα τη δουλειά σου, δεν σε αφορά, όλο το πακέτο, σημαντικό θέμα, ζήτημα ζωής και θανάτου, δεν είναι να το παίρνεις αψήφιστα, δεν είναι μικρό πράγμα, λεπτή κατάσταση, δύσκολη κατάσταση, φλέγον θέμα, φλέγον ζήτημα, ευαίσθητο ζήτημα, δευτερεύον, ελλάσσον ζήτημα, νόημα, δεν είναι δουλειά κάποιου, υπό συζήτηση θέμα, ασχημόπραγμα, βασικά, σημαντικό θέμα, σημαντικό ζήτημα, δικαστική υπόθεση, σημείο αντιπαράθεσης, σημείο διαφωνίας, εν λόγω θέμα, γραμμή θέματος, καυτό θέμα, οριζόντιο θέμα, καυτό θέμα, δευτερεύον θέμα, αναλαμβάνω δράση, έχω ανοιχτούς λογαριασμούς, μπαίνω στο ψητό, φτάνω στο ψητό, λύνω διαφωνία μέσω συζήτησης, τα βρίσκω, κακοδιαχειρίζομαι, μπερδεύω/περιπλέκω τα πράγματα, λύνω διαφωνία μέσω συζήτησης, τα βρίσκω, πολύ σημαντικός, σχετικό θέμα, θέτω το ερώτημα, το κάνω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης asunto

ζήτημα, θέμα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
El Congreso tiene que abordar pronto el asunto de la inmigración ilegal.
Η Γερουσία πρέπει να αντιμετωπίσει το ζήτημα της παράνομης μετανάστευσης σύντομα.

θέμα, ζήτημα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
De verdad que no quiero hablar de ese asunto ahora.
Πραγματικά δε θέλω να συζητήσω αυτό το θέμα (or: ζήτημα) αυτήν τη στιγμή.

πράγμα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
En serio, no quiero enredarme en esta desafortunada situación.
Πραγματικά δεν θέλω να πάρω μέρος σε αυτό το θλιβερό πράγμα.

υπόθεση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
El director resolvió el asunto rápidamente.
Ο διευθυντής χειρίστηκε άμεσα την υπόθεση.

πρόβλημα, ζήτημα, θέμα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Tienes que resolver el asunto de cómo hacer el seguimiento de los pagos.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Πρέπει να αντιμετωπίσουμε το πρόβλημα της αντικοινωνικής συμπεριφοράς στους δρόμους.

πρόβλημα, θέμα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Si James quiere apostar todo su dinero y quedarse sin un céntimo, es asunto suyo.

δουλειά

(μτφ, ανεπίσημο)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Eso no es asunto tuyo.
Αυτό δεν είναι δικό σου θέμα.

θέμα, ζήτημα

nombre masculino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
A ella le preocupa el asunto del acoso en el trabajo.

υπόθεση

nombre masculino (επαγγελματική)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Tiene que ocuparse de asuntos de negocios en Francia.

θέμα

nombre masculino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Olvidémonos del asunto de las abejas. No hay ningún punto en la orden del día que diga "asuntos nuevos".

υπόθεση

nombre masculino (προσωπικό θέμα)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Eso es asunto suyo y no debemos preguntarle sobre eso.

θέμα

nombre masculino (en correos)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Asunto: junta de la próxima semana.

θέμα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Lo siento pero no es asunto (or: problema) tuyo.
Συγγνώμη, αλλά αυτό δεν είναι δική σου υπόθεση. Το κύριο μέλημα της κυβέρνησης είναι η διατήρηση της τάξης.

ζήτημα, θέμα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Hay tres cuestiones que deben resolverse.
Υπάρχουν τρία ζητήματα (or: θέματα) που πρέπει να διευθετηθούν.

ζήτημα, θέμα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
La fecha de terminación era una cuestión de tiempo y dinero.
Η ημερομηνία ολοκλήρωσης ήταν ζήτημα (or: θέμα) χρόνου και χρήματος.

ζήτημα, θέμα

(πρόβλημα)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
La posesión de la tierra era el problema principal.
Η ιδιοκτησία της γης είναι το κύριο ζήτημα (or: θέμα).

-

(Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
¿Cuál es la historia entre Amber y Paul? ¿Están saliendo?
Τι παίζει με την Άμπερ και τον Πωλ; Τα έχουν;

επείγον επαγγελματικό θέμα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Ya hemos divagado demasiado, volvamos al tema que nos ocupa.

να μη σε νοιάζει, κοίτα τη δουλειά σου, δεν σε αφορά

locución adverbial (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
¿Qué cuánto gano? ¡No es asunto tuyo!

όλο το πακέτο

(καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

σημαντικό θέμα

No puedo jugar ahora; tengo cosas importantes que hacer.

ζήτημα ζωής και θανάτου

locución nominal masculina

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Salir de una casa en llamas es un asunto de vida o muerte.

δεν είναι να το παίρνεις αψήφιστα, δεν είναι μικρό πράγμα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Resbalarse en el hielo no es un asunto de risa: te podrías romper el cuello.

λεπτή κατάσταση, δύσκολη κατάσταση

locución nominal masculina (figurado) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Abordar un tema espinoso como éste es siempre riesgoso, pero el autor maneja muy bien sus recursos y logra salir airoso de la prueba.

φλέγον θέμα, φλέγον ζήτημα

(formal)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

ευαίσθητο ζήτημα

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
La impotencia es un tema delicado que resulta muy difícil de hablar para muchos hombres.

δευτερεύον, ελλάσσον ζήτημα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Estaba disgustada pero mi madre me dijo que no debía preocuparme por un asunto sin importancia.

νόημα

locución nominal masculina (καθομιλουμένη,μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Para la mayoría de los estudiantes, obtener buenas calificaciones es el meollo del asunto.
Για τους περισσότερους σπουδαστές, ο σκοπός είναι να πάρουν καλούς βαθμούς. Στον κόσμο των επιχειρήσεων σκοπός είναι το κέρδος.

δεν είναι δουλειά κάποιου

locución adverbial (ofensivo) (ανεπίσημο)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Lo que hago con mi tiempo libre no es asunto tuyo.
Το τι κάνω στον ελεύθερό μου χρόνο δε σε αφορά.

υπό συζήτηση θέμα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Es bueno saber eso... pero el asunto en cuestión es completamente diferente.

ασχημόπραγμα

(μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Los celos son una cosa fea.

βασικά

(coloquial)

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)
¿Podríamos dejar la charla y centrarnos en el meollo del asunto?

σημαντικό θέμα, σημαντικό ζήτημα

δικαστική υπόθεση

Todo empezó con una discusión familiar y terminó transformándose en un asunto legal.

σημείο αντιπαράθεσης, σημείο διαφωνίας

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Ése es un asunto polémico que por ahora convendría no discutir.

εν λόγω θέμα

locución nominal masculina

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

γραμμή θέματος

nombre femenino

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

καυτό θέμα

οριζόντιο θέμα

(μεταφορικά)

καυτό θέμα

(μεταφορικά)

δευτερεύον θέμα

αναλαμβάνω δράση

locución verbal (coloquial)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
No podemos ignorar la situación, debemos tomar cartas en el asunto.
Δεν μπορούμε απλά να αγνοήσουμε την κατάσταση, πρέπει να αναλάβουμε δράση.

έχω ανοιχτούς λογαριασμούς

locución verbal (figurado) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

μπαίνω στο ψητό, φτάνω στο ψητό

(informal) (καθομιλουμένη, μτφ)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
A Natalie le llevó un tiempo largo ir al grano.

λύνω διαφωνία μέσω συζήτησης, τα βρίσκω

locución verbal (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Tras una larga charla se pusieron de acuerdo y pudieron finalmente dar el asunto por terminado.

κακοδιαχειρίζομαι

locución verbal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El gerente manejó mal un asunto personal en la oficina.

μπερδεύω/περιπλέκω τα πράγματα

locución verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

λύνω διαφωνία μέσω συζήτησης, τα βρίσκω

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Tenemos que hablar acerca de tu novia.

πολύ σημαντικός

Aprobar el examen de manejo fue algo importante para Julián.
Το να περάσει την εξέταση για το δίπλωμα οδήγησης ήταν πολύ σημαντικό για την Τζόντι.

σχετικό θέμα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

θέτω το ερώτημα

locución verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
La derrota plantea el asunto sobre la habilidad de defensa del equipo.
Μετά από αυτή την ήττα τίθεται το ερώτημα αν η ομάδα είναι ικανή να παίξει άμυνα.

το κάνω

locución verbal (coloquial, tener sexo) (μεταφορικά, καθομ)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του asunto στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Σχετικές λέξεις του asunto

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.