Τι σημαίνει το e στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης e στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του e στο Αγγλικά.

Η λέξη e στο Αγγλικά σημαίνει e-, Ε, μι, Α, έκσταση, ecstasy, Ε, πτυχίο χημικού μηχανικού, χημικός μηχανικός, πτυχίο πολιτικού μηχανικού, πολιτικός μηχανικός, πτυχίο μηχανικού, προ Χριστού, πολλαπλή αποστολή, e-book, e-book reader, ebook reader, e-reader, ηλεκτρονικό εμπόριο, διαδικτυακή εταιρεία, διαδικτυακή επιχείρηση, ηλεκτρονικό τσιγάρο, ηλεκτρονικό εμπόριο, ηλεκτρονική μάθηση, ηλεκτρονικής μάθησης, ηλεκτρονικό εμπόριο, έμπορος που ασχολείται με το ηλεκτρονικό εμπόριο, ηλεκτρονικό εισιτήριο, ηλεκτρονικά απόβλητα, π.χ., ποτέ, email, υπηρεσία για email, υπηρεσία ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, email, στέλνω με email, στέλνω με email, στέλνω με email, στέλνω με το ηλεκτρονικό ταχυδρομείο, ηλεκτρονική διεύθυνση, ηλεκτρομαγνητικό πεδίο, ΗΕΔ, εντατική, εκπαιδευτικός με επιπλέον ειδίκευση, ηλεκτρονικά αθλήματα, ηλεκτρονικό περιοδικό, δηλαδή, online banking, δείκτης τιμής προς κέρδη, φυσική αγωγή, φάκελος με προπληρωμένο τέλος, γραμματοσημασμένος αυτοαπευθυνόμενος φάκελος, Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, βιταμίνη Ε, ΣΚ, Σ-Κ, ότι να'ναι. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης e

e-

prefix (electronic, on the Internet)

For example: email, e-book

Ε

noun (fifth letter of alphabet)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Does your last name have two Es or one?
Το επίθετό σου έχει δύο Ε ή ένα;

μι

noun (musical note) (μουσική νότα)

(ουσιαστικό θηλυκό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. μακιγιέζ, μπέιμπι-σίτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
If you transpose this to E I think I can sing it.
Αν το αλλάξεις σε μι, νομίζω πως μπορώ να το τραγουδήσω.

Α

noun (written, abbreviation (east) (ανατολή)

(ουσιαστικό θηλυκό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. μακιγιέζ, μπέιμπι-σίτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
The geographical coordinates of France are 46°00 N, 2°00 E.
Οι γεωγραφικές συντεταγμένες της Γαλλίας είναι 46°00 Β, 2°00 Α.

έκσταση, ecstasy

noun (abbreviation, slang (drug: MDMA, ecstasy)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
There was a lot of E going around at the rave last night.
Κυκλοφορούσε πολύ ecstasy στο ρέιβ πάρτι χθες βράδυ.

Ε

noun (UK (school mark)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

πτυχίο χημικού μηχανικού

noun (initialism (degree: Bachelor of Chemical Engineering)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

χημικός μηχανικός

noun (initialism ([sb]: Bachelor of Chemical Engineering)

πτυχίο πολιτικού μηχανικού

noun (initialism (degree: Bachelor of Civil Engineering)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

πολιτικός μηχανικός

noun (initialism ([sb]: Bachelor of Civil Engineering)

πτυχίο μηχανικού

noun (initialism (degree: Bachelor of Engineering)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

προ Χριστού

adverb (initialism (Before the Common Era)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Julius Caesar was born in the year 100 BCE.

πολλαπλή αποστολή

noun (electronic message) (email)

e-book

noun (electronic book)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

e-book reader, ebook reader, e-reader

noun (electronic device)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
E-book readers are popular among people who commute to work by bus or train.

ηλεκτρονικό εμπόριο

noun (uncountable (online buying and selling)

διαδικτυακή εταιρεία, διαδικτυακή επιχείρηση

noun (online company)

ηλεκτρονικό τσιγάρο

noun (colloquial (electronic cigarette)

ηλεκτρονικό εμπόριο

noun (internet business)

There was an increase in e-commerce this holiday season.

ηλεκτρονική μάθηση

noun (online study)

ηλεκτρονικής μάθησης

noun as adjective (relating to online study)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ηλεκτρονικό εμπόριο

noun (selling on Internet)

έμπορος που ασχολείται με το ηλεκτρονικό εμπόριο

noun (Internet retailer)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

ηλεκτρονικό εισιτήριο

noun (abbreviation (electronic ticket)

ηλεκτρονικά απόβλητα

noun (discarded electronic devices)

π.χ.

adverb (Latin, abbreviation (for example) (συντομογραφία)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Eat more fruits that are high in fibre, e.g., prunes and figs.
Να τρως περισσότερα φρούτα που έχουν υψηλά επίπεδα φυτικών ινών, π.χ. δαμάσκηνα και σύκα.

ποτέ

adverb (literary, dated (ever)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
'Twas the grandest house I e'er did see.

email

noun (electronic message)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
I received an email from John with the directions to the party.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Θα λάβετε απάντηση με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου.

υπηρεσία για email, υπηρεσία ηλεκτρονικού ταχυδρομείου

noun (electronic messaging system)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Our server is down and we're without email.
Ο εξυπηρετητής μας δε λειτουργεί και δεν έχουμε υπηρεσία για email (or: υπηρεσία ηλεκτρονικού ταχυδρομείου).

email

noun (informal (electronic messaging address)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
If you give me your email, I'll send the invitation to you.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Μην ξεχάσετε να συμπληρώσετε τη διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου σας στην αίτησή σας.

στέλνω με email

transitive verb (send electronic message) (επικοινωνώ με υπολογιστή)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I'll email you tomorrow with the details.
Θα σου στείλω τις λεπτομέρειες με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου.

στέλνω με email

transitive verb (send: to [sb] via email) (κάτι σε κάποιον)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I will email you the directions.
Θα σου στείλω τις οδηγίες με email.

στέλνω με email, στέλνω με το ηλεκτρονικό ταχυδρομείο

transitive verb (send: [sth] via email)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I'll email the invoices to all our customers.
Θα στείλω τα τιμολόγια σε όλους τους πελάτες μας με email.

ηλεκτρονική διεύθυνση

noun (messaging: account name)

I made a typo in George's email address so he didn't receive my mail.

ηλεκτρομαγνητικό πεδίο

noun (initialism (electromagnetic field)

ΗΕΔ

noun (initialism (electromotive force) (σντμ: ηλεκτρεγερτική δύναμη)

(ουσιαστικό θηλυκό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. μακιγιέζ, μπέιμπι-σίτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

εντατική

noun (initialism (emergency room)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Where do you turn for the entrance to the ER?

εκπαιδευτικός με επιπλέον ειδίκευση

noun (initialism (Education Specialist)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

ηλεκτρονικά αθλήματα

noun (uncountable (competitive computer gaming)

ηλεκτρονικό περιοδικό

noun (online magazine)

δηλαδή

adverb (Latin, abbreviation (id est: that is)

(μόριο: Βοηθούν στον σχηματισμό της υποτακτικής και των μελλοντικών χρόνων, π.χ.να ήμουν πάλι παιδί, θα παντρευτώ, ή πρόκειται για άκλιτες λέξεις που δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως άλλο μέρος του λόγου.)
Only one country, i.e., China, voted against the measure.
Μόνο μια χώρα, η Κίνα δηλαδή, ψήφισε κατά του μέτρου.

online banking

noun (access to bank via internet)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Online banking certainly makes bill paying much faster and cheaper than before. I don't receive paper statements any more now I've got internet banking

δείκτης τιμής προς κέρδη

noun (abbreviation (finance: price-to-earnings ratio)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

φυσική αγωγή

noun (abbreviation (physical education)

Phys Ed is just as important as more academic subjects.

φάκελος με προπληρωμένο τέλος

noun (UK, initialism (stamped addressed envelope)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

γραμματοσημασμένος αυτοαπευθυνόμενος φάκελος

noun (US, initialism (self-addressed stamped envelope)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς

noun (enforces securities laws)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

βιταμίνη Ε

noun (organic nutrient)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Vitamin E oil restores broken and damaged fingernails.

ΣΚ, Σ-Κ

noun (written, abbreviation (weekend)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

ότι να'ναι

expression (written, informal, abbreviation (whatever)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του e στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του e

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.