Τι σημαίνει το legal στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης legal στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του legal στο Αγγλικά.

Η λέξη legal στο Αγγλικά σημαίνει νόμιμος, νομικός, νομικός, επιτρεπτός, κορίτσι που μόλις ενηλικιώθηκε, νομική διαδικασία, νόμιμη ηλικία, συμβόλαιο, νομική βοήθεια, ένδικο βοήθημα πενίας, ευεργέτημα πενίας, δικαίωμα πενίας, εξουσιοδότηση, δικαστική υπόθεση, νομική υπόθεση, νομική αξίωση, δικαστικός υπάλληλος, συμβόλαιο, δικηγόρος, δικαστική απόφαση, ετυμηγορία, νομικό τμήμα, νομικό έγγραφο, έγγραφο δικαιωμάτων, νομικός ηθικός κώδικας, κατάθεση, μαρτυρία, νομομαθής, νομικοί λόγοι, κηδεμονία, εθνική αργία, επίσημη αργία, δικαστική υπόθεση, νομικό ζήτημα, νομικό θέμα, μπλοκ, εξουσιοδότηση, νομικός, νομικό προηγούμενο, νομικές διαδικασίες, δικονομία, νομικό επάγγελμα, διάσταση, διακστικός συμβιβασμός, νομικό σύστημα, δικαιοσύνη, νόμισμα πληρωμών και συναλλαγών, κηδεμονευόμενος, σε μέγεθος χαρτιού εκτυπωτή legal, νομιμοποιώ, παράνομος, ορθό και πλήρες ονοματεπώνυμο, διακινδύνευση. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης legal

νόμιμος

adjective (lawful)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
It is legal to say what you like in a public space.
Είναι νόμιμο να λες ό,τι σου αρέσει σε δημόσιο χώρο.

νομικός

adjective (concerning the law)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The company's policies caused some legal issues.
Οι πολιτικές της εταιρείας προκάλεσαν ορισμένα νομικά προβλήματα.

νομικός

adjective (type of profession)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Amy works as a legal assistant at a law firm.
Η Έιμι εργάζεται ως βοηθός δικηγόρου σε μια νομική εταιρεία.

επιτρεπτός

adjective (in game, by rules)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
That move isn't legal in this game.
Αυτή η κίνηση δεν επιτρέπεται σε τούτο το παιχνίδι.

κορίτσι που μόλις ενηλικιώθηκε

adjective (informal (girl: only just past age of consent)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
She was barely legal when they first slept together.

νομική διαδικασία

noun (court proceeding)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I've decided to take legal action against my neighbour.

νόμιμη ηλικία

noun (law: age at which you can do [sth])

The government should consider raising the legal age for driving from 17 to 18.

συμβόλαιο

noun (contract)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
If you rent a flat you need to get a legal agreement with your landlord.

νομική βοήθεια

noun (service of a lawyer)

This is a complicated matter, so I would advise you to seek legal aid.

ένδικο βοήθημα πενίας, ευεργέτημα πενίας, δικαίωμα πενίας

noun (free or subsidized legal assistance) (νομική)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
The migrant worker's family received pro bono assistance from legal aid attorneys.

εξουσιοδότηση

noun (official permission)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
James had to obtain legal authorisation from the council to hold a rave party in his garden.

δικαστική υπόθεση, νομική υπόθεση

noun (dispute brought to a court)

νομική αξίωση

noun (right, [sth] demanded by law)

δικαστικός υπάλληλος

noun (law: administrative assistant)

While in law school, he worked summers as a legal clerk.

συμβόλαιο

noun (written agreement binding by law)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The two companies signed a legal contract to regulate their partnership.

δικηγόρος

noun (lawyer)

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)
In the US, everyone who is arrested has a right to legal counsel.

δικαστική απόφαση, ετυμηγορία

noun (law: judgement)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
We don't agree with the court's legal decision and are going to appeal against it.

νομικό τμήμα

noun (part of company for legal issues)

νομικό έγγραφο

noun (document about a matter of law)

έγγραφο δικαιωμάτων

noun (document granting a legal right)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

νομικός ηθικός κώδικας

plural noun (moral code of practice for lawyers)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The lawyer started an affair with a witness, which is completely against legal ethics.

κατάθεση, μαρτυρία

noun (testimony admissible in court)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Dr. Schwartz was called on to give legal evidence about the defendant's injuries.

νομομαθής

noun (specialist in law)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
These sections should be reviewed by a legal expert prior to publication.

νομικοί λόγοι

plural noun (legitimate reasons)

The judge quickly became impatient with their case when they failed to give any legal grounds for their claim.

κηδεμονία

noun (official custody, care of a dependant)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
After Suzanne's brother was killed in Iraq, she claimed legal guardianship of her orphaned nephew. The child's mother was unable to care for him properly, so legal guardianship was awarded to his father.
Αφότου σκοτώθηκε ο αδερφός της στο Ιράκ, η Σούζαν έκανε αίτηση για την κηδεμονία του ορφανού ανιψιού της. Η μητέρα του παιδιού δεν ήταν σε θέση να το φροντίσει επαρκώς και συνεπώς η κηδεμονία δόθηκε στον πατέρα.

εθνική αργία, επίσημη αργία

noun (national non-working day)

δικαστική υπόθεση

noun (subject of court proceedings)

When their dispute became a legal matter, she hired the best lawyer she could find.

νομικό ζήτημα, νομικό θέμα

noun (topic relating to law)

μπλοκ

(ruled writing tablet) (με γραμμές)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

εξουσιοδότηση

noun (official authorization)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Have you got legal permission to run the event here? Legal permission must be obtained before importing foodstuffs into Australia.

νομικός

noun (formal ([sb] who practices law)

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)

νομικό προηγούμενο

noun (law: decision influencing future cases) (νομική)

When a case sets a legal precedent, it is often referred to by the parties involved, such as Roe v. Wade.

νομικές διαδικασίες

plural noun (court case)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The legal proceedings dragged on for over a year.

δικονομία

noun (court procedure)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The legal process to get squatters out of a property can take a long time.

νομικό επάγγελμα

noun (law: law-related employment field)

διάσταση

noun (official agreement to separate)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The couple decided to try a legal separation before getting a divorce.
Το ζευγάρι αποφάσισε να μείνει σε διάσταση πριν πάρουν διαζύγιο.

διακστικός συμβιβασμός

noun (settling of a lawsuit)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The injured worker withdrew his lawsuit after reaching a legal settlement with his employer.

νομικό σύστημα, δικαιοσύνη

noun (judicial structures and processes: law)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Our legal system seems to place more value on property than on human life.

νόμισμα πληρωμών και συναλλαγών

noun (money: valid currency)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
A lot of people mistakenly believe that Scottish banknotes aren't legal tender in England. Though they're very uncommon, $2 bills are in fact legal tender in the US.

κηδεμονευόμενος

noun (child in care of a guardian)

(μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.)

σε μέγεθος χαρτιού εκτυπωτή legal

adjective (long paper)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

νομιμοποιώ

transitive verb (legalize, decriminalize)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Do you think marijuana should be made legal?

παράνομος

adjective (not established by law)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ορθό και πλήρες ονοματεπώνυμο

noun (person's official full name)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Please use your proper legal name when filling out this form.

διακινδύνευση

noun (law: chance of loss)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The attorney evaluated the risk with his client.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του legal στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του legal

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.