Τι σημαίνει το laid στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης laid στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του laid στο Αγγλικά.

Η λέξη laid στο Αγγλικά σημαίνει τοποθετώ, απλώνω, αποθέτω, επιρρίπτω, γεννάω, στρώνω, λαϊκός, λαϊκός, απλός, που δεν είναι το χώρου, που δεν ανήκει στον κλάδο, κομμάτι, πήδημα, γαμήσι, τραγούδι, τραγούδι, γεννάω, στήνω, βάζω, στοιχηματίζω, ποντάρω, βάζω στοίχημα, επιτίθεμαι σε κπ/κτ, βάζω στην άκρη, ξαπλώνω, εγκαταλείπομαι, βάζω κτ στην άκρη, βάζω κτ στην μπάντα, καταθέτω, παραδίδω, βάζω, ξαπλώνω, αποθηκεύω, απολύω, παρατάω, αφήνω κπ σε ησυχία, αφήνω κπ στην ησυχία του, αφήνω κπ ήσυχο, κόβω, υπερβάλλω, τοποθετώ, απλώνω, εξηγώ, αναλύω, ξοδεύω, χαλάω, ρίχνω κπ κάτω, ετοιμάζω, ρίχνω στο κρεβάτι, αποθηκεύω, προσορμίζω, ελλιμενίζω, κάνω στάση, αποκτώ αίσθηση, βάζω τη φωτιά, ετοιμάζω τη φωτιά, ανάβω τη φωτιά, απλώνω χέρι σε κπ, σηκώνω χέρι σε κπ, βάζω, τοποθετώ, στοκάρω, αποκαλύπτω, διεκδικώ, ισχυρίζομαι ότι/πως, ισχυρίζομαι πως κατέχω, βάζω τους κανόνες, δίνω τη ζωή μου για κπ/κτ, υπογραμμίζω, τονίζω, στρώνω πλάκες λιθόστρωσης σε, απλώνω, ξαπλώνω, ξαπλώνω κπ κάτω, αγγίζω, παίρνω κτ στα χέρια μου, την πέφτω σε κπ, τη λέω σε κπ, τα χώνω σε κπ, τα λέω στα ίσια, λέω τα πράγματα με το όνομά τους, κολακεύω/επαινώ υπερβολικά, τα παραλέω, τα παραφουσκώνω, τα παραλέω, εξουδετερώνω, τοπογραφία, κόβω, ακουμπάω κτ σε κτ, ακουμπώ κτ σε κτ, βάζω κτ σε κτ, θεραπεύω αγγίζοντας, επιτίθεμαι, πολιορκώ, θέτω τις βάσεις/τα θεμέλια, κάνω προεργασία, στήνω το σκηνικό, φτιάχνω το σκηνικό, θάβω, βάζω ένα τέλος σε κτ, ερημώνω, καταστρέφω, ανοίγω τα χαρτιά μου, λωρίδα στάσης, λέι απ, lay up, διακοπή, καπαρωμένος, προσδιορίζω, αναγνωρίζω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης laid

τοποθετώ, απλώνω, αποθέτω

transitive verb (place horizontally)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He usually lays the plans on the table.
Συνήθως αραδιάζει (or: ακουμπάει) τα σχέδια στο τραπέζι.

επιρρίπτω

(blame, stress: assign) (ευθύνες κλπ σε κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He would usually lay the blame on his sister.
Συνήθως έριχνε (or: φόρτωνε) τις ευθύνες στην αδερφή του.

γεννάω

transitive verb (produce: egg) (αβγό)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A hen can lay a few eggs per week, I think.
Μια κότα μπορεί να γεννήσει κάμποσα αυγά την εβδομάδα, νομίζω.

στρώνω

transitive verb (floor: cover)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He laid lino in the hall.
Έστρωσε λινοτάπητα στο διάδρομο.

λαϊκός

adjective (not religious) (μη θρησκευτικός)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
This is a lay organisation, with no connection to any religion.
Πρόκειται για μια λαϊκή οργάνωση που δεν συνδέεται με καμία θρησκεία.

λαϊκός, απλός

adjective (not member of a religious order) (μη κληρικός)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The priest was on the altar with three lay people, who would help with Holy Communion.
Ο ιερέας ήταν στην Αγία Τράπεζα με τρεις λαϊκούς (or: απλούς) ανθρώπους που θα τον βοηθούσαν με τη Θεία Κοινωνία.

που δεν είναι το χώρου, που δεν ανήκει στον κλάδο

adjective (not professional) (μτφ: άτομο)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I'm not a doctor, just a lay person.
Εγώ δεν είμαι γιατρός, δεν είμαι ειδικός.

κομμάτι

noun (slang, vulgar (sexual partner) (μτφ: ερωτικός/ή παρτενέρ)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Yeah, she was a good lay.
Ναι, είναι καλό κομμάτι.

πήδημα, γαμήσι

noun (slang, vulgar (sexual intercourse) (χυδαίο: σεξ)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
I hope I get a lay tonight, I am so randy.
Ελπίζω να μου κάτσει ένα πήδημα σήμερα, έχω όρεξη.

τραγούδι

noun (historical (medieval poem) (μεσαιωνικό ποίημα)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
"The Lay of the Last Minstrel" is a poem by Sir Walter Scott.
«Το τραγούδι του τελευταίου τροβαδούρου» είναι ένα ποίημα του Σερ Γουόλτερ Σκοτ.

τραγούδι

noun (historical (medieval song) (μεσαιωνικό τραγούδι)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
She sang us a beautiful lay from centuries ago.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Μας τραγούδησε μια όμορφη μπαλάντα ενός άλλου αιώνα.

γεννάω

intransitive verb (lay eggs) (γεννάω αβγά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
That hen does not lay any more.
Αυτή η κότα δε γεννάει πια.

στήνω, βάζω

transitive verb (install)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The contractors came in to lay the foundation to the building.
Οι εργολάβοι ήρθαν για να ρίξουν τα θεμέλια του κτηρίου.

στοιχηματίζω, ποντάρω

transitive verb (place a bet) (κάτι σε κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He laid fifty dollars on the horse.
Πόνταρε πενήντα δολάρια στο άλογο.

βάζω στοίχημα

transitive verb (bet) (σε/με κάποιον)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I'll lay you ten to one that he wasn't there at all.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Στοιχηματίζω ότι δεν θα έρθει στη μάθημα σήμερα.

επιτίθεμαι σε κπ/κτ

phrasal verb, transitive, inseparable (UK (attack, beat)

βάζω στην άκρη

phrasal verb, transitive, inseparable (put temporarily to one side)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I had to lay aside my wedding plans until after my mother recovered.

ξαπλώνω

phrasal verb, intransitive (slang (recline)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I love to lay back and relax in my new easy chair.

εγκαταλείπομαι

phrasal verb, intransitive (US (crop: leave untended)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
After the farmer was evicted from his land, the corn was left to lay by.
Μετά την έξωση του αγρότη από τη γη του, το καλαμπόκι εγκαταλείφθηκε.

βάζω κτ στην άκρη, βάζω κτ στην μπάντα

phrasal verb, transitive, inseparable (US (money: save up) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

καταθέτω, παραδίδω

phrasal verb, transitive, separable (surrender, give up: weapons) (για τα όπλα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The President pleaded with the terrorists to lay down their arms.
Ο πρόεδρος ικέτεψε τους τρομοκράτες να παραδώσουν τα όπλα τους.

βάζω

phrasal verb, transitive, separable (establish: law, rules, etc.)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ξαπλώνω

phrasal verb, intransitive (informal (recline, lie down)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I'm tired; I'm going to lay down on the bed for an hour.

αποθηκεύω

phrasal verb, transitive, separable (US (store for later use)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I am laying in plenty of food and drink for the Christmas period.

απολύω

phrasal verb, transitive, separable (make redundant)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The current economic crisis has led many companies to lay off some of their employees.
Η τρέχουσα οικονομική κρίση ανάγκασε πολλές εταιρείες να απολύσουν κάποιους από τους υπαλλήλους τους.

παρατάω

phrasal verb, intransitive (slang (stop bothering [sb]) (μεταφορικά, καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I've had a bad day. Just lay off!
Είχα μια άσχημη μέρα. Παράτα με!

αφήνω κπ σε ησυχία, αφήνω κπ στην ησυχία του, αφήνω κπ ήσυχο

phrasal verb, transitive, inseparable (slang (stop bothering: [sb])

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Lay off your sister for five minutes, would you? You've teased her enough.
Μπορείς ν' αφήσεις την αδερφή σου ήσυχη για πέντε λεπτά; Αρκετά την πείραξες.

κόβω

phrasal verb, transitive, inseparable (slang (stop indulging in) (καθομιλουμένη, μτφ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He needs to lay off the booze for a while.
Πρέπει να κόψει το ποτό για λίγο καιρό.

υπερβάλλω

phrasal verb, transitive, separable (informal (exaggerate)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Your brother can really lay on the drama!

τοποθετώ

phrasal verb, transitive, separable (apply)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The builder laid the plaster on with a trowel.
Ο χτίστης άπλωσε τον σοβά μ' ένα μυστρί.

απλώνω

phrasal verb, transitive, separable (arrange, set out)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Before packing his bag for the trip, he carefully laid out the clothes he wanted to take.
Πριν φτιάξει τον σάκο του για το ταξίδι, έβγαλε προσεκτικά τα ρούχα που ήθελε να πάρει.

εξηγώ, αναλύω

phrasal verb, transitive, separable (explain, present: a plan)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
During the murder trial, the prosecutors carefully laid out the state's case against the defendant.

ξοδεύω, χαλάω

phrasal verb, transitive, separable (informal (spend: money)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Her father will have to lay out a lot of money to pay for her wedding.
Ο πατέρας της θα πρέπει να ξοδέψει πολλά χρήματα για να πληρώσει για τον γάμο της.

ρίχνω κπ κάτω

phrasal verb, transitive, separable (slang (punch, knock over)

His punch laid his opponent out and he won the boxing match.

ετοιμάζω

phrasal verb, transitive, separable (prepare body for funeral) (νεκρό για ταφή)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The funeral home is going to lay my dead aunt out for viewing tomorrow.
Το γραφείο κηδειών θα ετοιμάσει αύριο τη νεκρή θεία μου προς πρόθεση.

ρίχνω στο κρεβάτι

phrasal verb, transitive, separable (informal, often passive (confine to bed)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
A bad dose of flu can lay you up for several days.

αποθηκεύω

phrasal verb, transitive, separable (US (store for future use)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
We need to lay up plenty of firewood for the winter.

προσορμίζω, ελλιμενίζω

phrasal verb, transitive, separable (vessel: put in dock) (επίσημο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κάνω στάση

phrasal verb, intransitive (US (make a stopover) (σε ταξίδι)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Maggie will lay over in Chicago before continuing on to Portland.

αποκτώ αίσθηση

verbal expression (informal, figurative (become familiar with [sth]) (μεταφορικά)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)

βάζω τη φωτιά, ετοιμάζω τη φωτιά, ανάβω τη φωτιά

verbal expression (prepare a fire)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
He laid a fire for the group.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Πήγε νωρίτερα για να βάλει τη φωτιά και να βρούμε το σπίτι ζεστό.

απλώνω χέρι σε κπ, σηκώνω χέρι σε κπ

verbal expression (informal (hit, harm)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I would never lay a hand on my children; I don't believe in corporal punishment.

βάζω, τοποθετώ

verbal expression (set a trap, snare) (παγίδα για κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He laid a trap for the mouse.
Έβαλε μια παγίδα για το ποντίκι.

στοκάρω

(store for later use) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αποκαλύπτω

verbal expression (figurative (reveal, expose)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The investigation laid bare the corruption by government officials.

διεκδικώ

verbal expression (claim ownership of) (ιδιοκτησία)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He laid claim to the house and the surrounding land.
Διεκδίκησε το σπίτι και τη γη που το περιβάλλει.

ισχυρίζομαι ότι/πως

verbal expression (assert [sth] about yourself)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Prudence laid claim to being the best singer in her family.

ισχυρίζομαι πως κατέχω

verbal expression (claim to have)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

βάζω τους κανόνες

verbal expression (enforce rules)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
My mom laid down the law; if I choose to smoke I can't live at home.

δίνω τη ζωή μου για κπ/κτ

verbal expression (die for a cause)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Some mothers would lay down their lives for their children.

υπογραμμίζω, τονίζω

verbal expression (stress, emphasize) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

στρώνω πλάκες λιθόστρωσης σε

verbal expression (place paving slabs on)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

απλώνω

(spread [sth] across an even surface)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
You must lay the book out flat in order to photocopy it well.

ξαπλώνω

(place [sb] in lying position)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The doctor told me to lay him flat on the ground so he could check his pulse.

ξαπλώνω κπ κάτω

(figurative, informal (knock [sb] over) (καθομιλουμένη)

After the punch laid the boxer flat, the referee declared his opponent the winner.

αγγίζω

verbal expression (person: heal by touch)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
After the preacher laid hands on him he began to walk without his crutches.

παίρνω κτ στα χέρια μου

verbal expression (informal, figurative (obtain: [sth])

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I'll bring you that CD just as soon as I can lay my hands on it.

την πέφτω σε κπ

(informal (attack) (ανεπίσημο, αργκό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The attacker laid into his victim with several punches to the head.

τη λέω σε κπ, τα χώνω σε κπ

(informal (criticize) (αργκό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Kate laid into her husband for arriving late.

τα λέω στα ίσια, λέω τα πράγματα με το όνομά τους

verbal expression (informal, figurative (speak frankly)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The CEO laid it on the line: "The business needs to reform or it will face dire consequences."

κολακεύω/επαινώ υπερβολικά

verbal expression (informal, figurative (compliment effusively)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
He keeps telling me how fabulous I look; he's really laying it on thick and I am getting embarrassed.
Μου λέει συνεχώς πόσο υπέροχη είμαι· πραγματικά με κολακεύει υπερβολικά και έχω αρχίσει να νιώθω αμηχανία.

τα παραλέω, τα παραφουσκώνω

verbal expression (figurative, informal (exaggerate to mislead)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
At the interview he laid it on thick how much past experience he had, which made me suspicious.

τα παραλέω

verbal expression (informal, figurative (exaggerate) (αποδοκιμασίας, καθομ)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

εξουδετερώνω

verbal expression (overcome, incapacitate)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

τοπογραφία

noun (geographical features)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
When hillwalking, be guided by the lay of the land.

κόβω

verbal expression (slang (stop doing) (καθομιλουμένη, μτφ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I wish my friends would lay off teasing me about my friendship with James.

ακουμπάω κτ σε κτ, ακουμπώ κτ σε κτ, βάζω κτ σε κτ

(put on top)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He laid his coat on the arm of the chair.
Ακούμπησε (or: έβαλε) το παλτό του στο μπράτσο της πολυθρόνας.

θεραπεύω αγγίζοντας

verbal expression (heal by touch)

Jesus laid on hands and the blind man was able to see.

επιτίθεμαι, πολιορκώ

verbal expression (attack)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The German army laid siege to Stalingrad in August 1942.

θέτω τις βάσεις/τα θεμέλια

verbal expression (prepare the ground or base) (κυριολεκτικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
To build a house, you must first lay the foundation.

κάνω προεργασία

verbal expression (figurative (do preparatory work) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The research from my dissertation laid the foundation for my first book. A good education can lay the foundation for a successful life.

στήνω το σκηνικό, φτιάχνω το σκηνικό

verbal expression (set: a scene)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
He laid the scene for the audience with his description.
Έστησε το σκηνικό για το κοινό με την περιγραφή του.

θάβω

verbal expression (euphemism (person: bury)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
She was laid to rest under the oak tree next to her husband.

βάζω ένα τέλος σε κτ

verbal expression (figurative (rumours, etc.: end)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The politician wanted to lay the rumours about his private life to rest.

ερημώνω, καταστρέφω

verbal expression (devastate)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The earthquake laid waste to the already devastated country.

ανοίγω τα χαρτιά μου

verbal expression (figurative (be frank) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
It's time for everyone to put their cards on the table.

λωρίδα στάσης

noun (UK (vehicle rest stop)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
There is a lay-by coming up in about one-hundred meters.

λέι απ, lay up

noun (basketball shot) (σουτ στο μπάσκετ)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
The two points from the last lay-up helped them win the game.

διακοπή

noun (journey: break) (για ταξίδι)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

καπαρωμένος

noun ([sth] reserved by paying a deposit)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

προσδιορίζω, αναγνωρίζω

verbal expression (figurative, informal (identify, determine)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I've just put my finger on why I find it so hard getting up in the morning: I hate my job!
Μόλις προσδιόρισα γιατί βρίσκω τόσο δύσκολο να σηκωθώ το πρωί! Είναι γιατί μισώ τη δουλειά μου.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του laid στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του laid

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.