Τι σημαίνει το newspaper στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης newspaper στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του newspaper στο Αγγλικά.

Η λέξη newspaper στο Αγγλικά σημαίνει εφημερίδα, εφημερίδα, ημερήσια εφημερίδα, τοπική εφημερίδα, εφημερίδα που κυκλοφορεί σε όλητην επικράτεια, νεαρός που παραδίδει εφημερίδες, στήλη εφημερίδας, απόκομμα εφημερίδας, σοβαρή εφημερίδα, τοπική εφημερίδα, σχολική εφημερίδα, εφημερίδα τσέπης, εβδομαδιαία εφημερίδα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης newspaper

εφημερίδα

noun (periodical publication) (περιοδική δημοσίευση)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The morning newspaper is late.
Η πρωινή εφημερίδα έχει αργήσει.

εφημερίδα

noun (single one) (μία, ημερήσια)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Do you have today's newspaper here?
Έχετε τη σημερινή εφημερίδα εδώ;

ημερήσια εφημερίδα

noun (newspaper published every day)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
My local newsagent delivers the daily newspaper to my door.

τοπική εφημερίδα

noun (regional news publication)

I read about the city council in the local newspaper, but otherwise I get my news from the Internet.

εφημερίδα που κυκλοφορεί σε όλητην επικράτεια

noun (newspaper published country wide)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The crime was so heinous that it made the national newspapers.

νεαρός που παραδίδει εφημερίδες

noun (young male who delivers newspapers)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The newspaper boy delivers the neighbors's newspapers every morning at 7 am.

στήλη εφημερίδας

noun (regular feature in a news publication)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

απόκομμα εφημερίδας

noun (clipping from a news publication)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

σοβαρή εφημερίδα

noun (informal (respected broadsheet newspaper) (καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
El País is often considered to be a newspaper of record from Spain.

τοπική εφημερίδα

noun (news publication circulated locally)

σχολική εφημερίδα

noun (publication produced by school pupils)

εφημερίδα τσέπης

noun (UK (small-format newspaper)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
The tabloids all have front-page stories about the scandal.

εβδομαδιαία εφημερίδα

noun (news publication printed once a week)

Weekly newspapers are struggling due to the advent of the internet.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του newspaper στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του newspaper

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.