Τι σημαίνει το o στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης o στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του o στο ισπανικά.

Η λέξη o στο ισπανικά σημαίνει ή, Ο, ή, είτε, ή, Ο, -, εναλλακτικά, ή, Δ, ή αλλιώς, ή εναλλακτικά, το καλό που σου θέλω, περίπου, ή/και, σωστά;, νοκ άουτ, νοκ-άουτ, νοκ άουτ, νοκ-άουτ, ανάληψη μετρητών μαζί με την πληρωμή με πιστωτική στο σούπερ-μάρκετ, περίπου, στενή λωρίδα γης, ρίχνω κπ κάτω, περίπου, μισο-, σχεδόν, περίπου, σχεδόν το ίδιο, ε, περίπου, καμιά εκατοσταριά, καμιά κατοσταριά, έτσι και έτσι, περίπου πενήντα, γύρω στα πενήντα, ξεκάθαρος, ελάχιστα ή καθόλου, περίπου δέκα, αναίσθητος, δηλαδή, είτε με τον έναν, είτε με τον άλλο τρόπο, με άλλα λόγια, σπάνια... και αν, αργά ή γρήγορα, δηλαδή, σε λίγο, βρέξει χιονίσει, ότι και να γίνει, βρέξει χιονίσει, για καλό και για κακό, τελικά, με το πλήρωμα του χρόνου, περίπου, πάνω κάτω, λίγο πολύ, κατά προσέγγιση, περίπου, δηλαδή, επομένως, άρα, αναγκαστικά, καταναγκαστικά, περίπου, χονδρικά, κατά προσέγγιση, με άλλα λόγια, με κάθε τρόπο, με κάθε δυνατό μέσο, ή παραπάνω, ή περισσότερο. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης o

ή

(σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.)
¿Quieres el verde o el azul?
Θέλεις το πράσινο ή το μπλε;

Ο

nombre femenino (letra) (γράμμα)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
No puedo decir si esto es un 0 o una o.
Δε μπορώ να ξεχωρίσω αν αυτό είναι όμικρον ή μηδέν.

ή

(σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.)
Las islas son conocidas como Las Falklands o como Las Islas Malvinas.
Τα νησιά είναι γνωστά ως Νήσοι Φώκλαντ ή Νήσοι Μαλβίνες.

είτε, ή

(σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.)
Deberías llamarlo o enviarle un correo electrónico.
Θα έπρεπε είτε να του τηλεφωνήσεις είτε να του στείλεις ένα email.

Ο

nombre masculino (συντομογραφία: χημεία κλπ)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
El símbolo del oxígeno es O.
Το σύμβολο του οξυγόνου στους χημικούς τύπους είναι το Ο.

-

(Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Estaré de vuelta en dos o tres minutos.
Επιστρέφω σε δυο-τρία λεπτά.

εναλλακτικά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Shelby necesita estudiar más, o podría tomar clases privadas.

ή

conjunción (διάζευξη: ή το ένα ή το άλλο)

(σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.)
¡O me amas o no!
Ή μ' αγαπάς ή δε μ' αγαπάς!

Δ

nombre masculino (oeste) (συντομογραφία: Δύση)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ή αλλιώς, ή εναλλακτικά

locución adverbial

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Sale con guarnición de papas fritas, o como alternativa, de puré.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Επίλεξε ζαμπόν και αυγά ή αλλιώς ζαμπόν και τυρί.

το καλό που σου θέλω

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
¡O venís ya mismo o vas a ver!
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Το καλό που σου θέλω, θα κάνεις αυτό που λέω!

περίπου

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Nuestro departamento ha alcanzado aproximadamente un millón en ventas.
Το γραφείο μας έχει περίπου ένα εκατομμύριο σε πωλήσεις.

ή/και

conjunción

(σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.)

σωστά;

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

νοκ άουτ, νοκ-άουτ

(AmL) (μποξ: η τελική γροθιά)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
El boxeador ganó con un nocaut.

νοκ άουτ, νοκ-άουτ

(AmL) (μποξ: νίκη)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

ανάληψη μετρητών μαζί με την πληρωμή με πιστωτική στο σούπερ-μάρκετ

(voz inglesa)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

περίπου

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Anoche escuché un estrépito como a las diez.
Άκουσα έναν κρότο γύρω στις δέκα χθες το βράδυ.

στενή λωρίδα γης

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

ρίχνω κπ κάτω

Su golpe noqueó a su oponente y lo hizo ganar el combate.

περίπου

(coloquial)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Es como de unos seis pies de alto.
Είναι ψηλός, γύρω στο ένα κι ογδόντα.

μισο-

(informal)

Estoy medio listo para salir.
Είμαι μισοέτοιμος να φύγουμε.

σχεδόν, περίπου

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Tú y yo tenemos casi la misma altura.

σχεδόν το ίδιο

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Los dos hombres estaban en la misma clase, así que son de la misma edad.

ε

(general)

Ella es una muchacha absolutamente adorable, ¿verdad?
Είναι αξιαγάπητο κορίτσι, ε;

περίπου

Adriana tiene una amiga, o algo así, que solo la ve cuando sus otros amigos tienen planes.
Η Αντριάνα έχει μια φίλη, ή περίπου φίλη, με την οποία βρίσκεται όταν οι άλλοι φίλοι της είναι απασχολημένοι.

καμιά εκατοσταριά, καμιά κατοσταριά

(ανεπίσημο)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Es un avión mediano, con alrededor de cien asientos.

έτσι και έτσι

(καθομιλουμένη)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
El almuerzo fue así así, puede ser que la cena sea mejor.

περίπου πενήντα, γύρω στα πενήντα

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Había unas cincuenta mesas en la feria de empleo.

ξεκάθαρος

locución adjetiva (división clara)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ελάχιστα ή καθόλου

expresión

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
No pude repasar nada, así que hay pocas o ninguna posibilidad de que apruebe el examen.

περίπου δέκα

locución adverbial

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
En diez días o así habré terminado mis exámenes.

αναίσθητος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

δηλαδή

(μόριο: Βοηθούν στον σχηματισμό της υποτακτικής και των μελλοντικών χρόνων, π.χ.να ήμουν πάλι παιδί, θα παντρευτώ, ή πρόκειται για άκλιτες λέξεις που δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως άλλο μέρος του λόγου.)
Josh siempre quiso tener éxito en la vida; específicamente, quería ser rico.
Ο Τζος πάντα ήθελε να πετύχει στη ζωή του, ήθελε δηλαδή να γίνει πλούσιος.

είτε με τον έναν, είτε με τον άλλο τρόπο

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

με άλλα λόγια

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Me encantaría ir pero tengo mucho que hacer; en otras palabras, no tengo tiempo.
Θα μου άρεσε πολύ να πάω αλλά έχω πολλά να κάνω...με άλλα λόγια, δεν έχω χρόνο.

σπάνια... και αν

adverbio

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Raramente o nunca tengo tiempo de relajarme y leer un libro.
Σπάνια βρίσκω χρόνο να ξεκουραστώ και να διαβάσω ένα βιβλίο, και αν.

αργά ή γρήγορα

locución adverbial

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
¡Sigue con tu vida criminal y tarde o temprano acabarás preso!

δηλαδή

locución adverbial

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Lo siento. O sea, es decir, no lo volveré a hacer.
Συγγνώμη. Με άλλα λόγια, δεν θα το ξανακάνω.

σε λίγο

locución adverbial

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Tarde o temprano te darás cuenta de tu error.

βρέξει χιονίσει, ότι και να γίνει

expresión (figurado)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Voy a terminar este maratón llueva, truene o relampaguee.

βρέξει χιονίσει

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Mañana vamos a la playa llueva o truene.

για καλό και για κακό

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Seré tu esposa para bien o para mal.

τελικά, με το πλήρωμα του χρόνου

locución adverbial

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Sí, es un hombre extraño, pero creo que tarde o temprano aprenderás a quererlo.

περίπου, πάνω κάτω

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Creo que eso más o menos lo cubre, así que dejemos la discusión.

λίγο πολύ

locución adverbial

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Más o menos, la decisión está tomada, pero debemos escuchar su opinión antes de la decisión final.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Έχω λίγο πολύ αποφασίσει να αναβάλω τις σπουδές για έναν χρόνο.

κατά προσέγγιση, περίπου

locución adverbial

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Hace muchos años había una granja más o menos por aquí.

δηλαδή, επομένως, άρα

locución adverbial

(σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.)

αναγκαστικά, καταναγκαστικά

adverbio (fam)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Y ahora mismo vas a arreglar tu cuarto sí o sí.

περίπου, χονδρικά, κατά προσέγγιση

locución adverbial

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
La jarra puede contener más o menos un litro de agua.
Το δοχείο χωρούσε περίπου (or: κατά προσέγγιση) ένα λίτρο νερό.

με άλλα λόγια

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Sam heredará la propiedad cuando llegue a la mayoría de edad, es decir, cuando cumpla 18 años.

με κάθε τρόπο, με κάθε δυνατό μέσο

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
De una forma u otra lo vamos a conseguir; no te preocupes.

ή παραπάνω, ή περισσότερο

locución adverbial

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Va a llevar dos horas o más atravesar Chicago en auto.

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του o στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Σχετικές λέξεις του o

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.