Τι σημαίνει το officer στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης officer στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του officer στο Αγγλικά.

Η λέξη officer στο Αγγλικά σημαίνει αξιωματικός, αστυνομικός, στέλεχος, αξιωματικός του στρατού, οικονομικός διευθυντής, οικονομική διευθύντρια, διευθύνων σύμβουλος, οικονομικός διευθυντής, οικονομική διευθύντρια, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, γενικός διευθυντής επιχειρήσεων, αρχικελευστής, διοικητής, διοικήτρια, διοικητής, βαθμοφόρος στρατιωτικός, Γενικός Διευθυντής Επιχειρήσεων, Γενική Διευθύντρια Επιχειρήσεων, τελωνειακός, διοικητικό στέλεχος, διπλωμάτης, διπλωμάτισσα, υγειονομικός υπάλληλος, νεοειδικευθείς γιατρός, υπάλληλος στην υπηρεσία μετανάστευσης, υπεύθυνος δανείων, υπεύθυνη δανείων, υπεύθυνος στέγασης, υπεύθυνη στέγασης, άτομο με άδεια τέλεσης γάμου, αξιωματικός, αξιωματικός του ναυτικού, υπαξιωματικός, υπαξιωματικός, υπαξιωματικός, μέλος του Τάγματος της Βρετανικής Αυτοκρατορίας, όργανο της τάξης, υπεύθυνος προσωπικού, υπεύθυνη προσωπικού, κελευστής, κελεύστρια, αστυνομικός με πολιτικά, αστυνομικός, αστυνόμος, υπεύθυνος διαχείρισης έργων, υπεύθυνη διαχείρισης έργων, υπεύθυνος δημοσίων σχέσεων, δικαστικός αντιπρόσωπος εκλογικού τμήματος, υπάλληλος οδικής ασφάλειας, ανώτερος αξιωματικός αστυνομίας, αξιωματούχος, ανθυπασπιστής. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης officer

αξιωματικός

noun (military)

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)
Sonia is an officer in the army.
Η Σόνια είναι αξιωματικός του στρατού.

αστυνομικός

noun (police person)

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)
Matthew is an officer in the police force.

στέλεχος

noun (of club, organization) (ανώτερο)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Naomi is the finance officer of our club.

αξιωματικός του στρατού

noun (military authority figure)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.)

οικονομικός διευθυντής, οικονομική διευθύντρια

noun (initialism (chief financial officer)

The CFO has ultimate responsibility for the company's bookkeeping.

διευθύνων σύμβουλος

noun (CEO: senior manager)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.)
The firm is looking for a new chief executive officer.
Η εταιρεία αναζητά νέο διευθύνοντα σύμβουλο.

οικονομικός διευθυντής, οικονομική διευθύντρια

noun (senior financial manager)

<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>

noun (navy: second in command)

γενικός διευθυντής επιχειρήσεων

noun (executive in charge)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

αρχικελευστής

noun (navy: noncommissioned officer)

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)

διοικητής, διοικήτρια

noun (abbreviation (military: commanding officer)

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)
Go see your CO for you new assignment.

διοικητής

noun (military: officer in charge)

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)

βαθμοφόρος στρατιωτικός

noun (military: appointed staff member) (τοποθετημένος σε βαθμό)

Γενικός Διευθυντής Επιχειρήσεων, Γενική Διευθύντρια Επιχειρήσεων

noun (initialism (Chief Operating Officer)

The COO will be visiting this week, so clean up your desk.

τελωνειακός

noun (at airport, etc.)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

διοικητικό στέλεχος

noun (officer with executive duties)

διπλωμάτης, διπλωμάτισσα

noun (US (member of the US Foreign Service)

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)

υγειονομικός υπάλληλος

noun (sanitation official)

νεοειδικευθείς γιατρός

noun (UK (houseman: junior doctor on staff)

υπάλληλος στην υπηρεσία μετανάστευσης

noun (official administrating incoming foreigners)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

υπεύθυνος δανείων, υπεύθυνη δανείων

noun (bank worker who handles loans)

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)

υπεύθυνος στέγασης, υπεύθυνη στέγασης

noun (UK ([sb] who helps in finding accommodation)

άτομο με άδεια τέλεσης γάμου

noun (registrar: [sb] who conducts a wedding)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αξιωματικός

noun (member of military staff)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

αξιωματικός του ναυτικού

noun (member of navy staff)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

υπαξιωματικός

noun (US, initialism (noncommissioned officer)

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)

υπαξιωματικός

noun (US, informal, abbreviation (military: non-commissioned officer) (στρατός)

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)

υπαξιωματικός

noun (military: enlisted staff member) (στρατός)

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)
The non-commissioned officer led his soldiers as well as any officer could have hoped.

μέλος του Τάγματος της Βρετανικής Αυτοκρατορίας

noun (initialism (honored member)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

όργανο της τάξης

noun ([sb] who enforces law)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

υπεύθυνος προσωπικού, υπεύθυνη προσωπικού

noun (human resources staff)

κελευστής, κελεύστρια

noun (navy: noncommissioned officer)

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)
Schneider served in the U.S. Navy for two years and reached the rank of petty officer.

αστυνομικός με πολιτικά

noun (police officer not in uniform)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.)
The teens were arrested by a plain-clothes officer.

αστυνομικός, αστυνόμος

noun (member of police force)

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)
When he grows up he wants to be either a firefighter or a police officer.
Όταν μεγαλώσει θέλει να γίνει είτε πυροσβέστης είτε αστυνομικός.

υπεύθυνος διαχείρισης έργων, υπεύθυνη διαχείρισης έργων

noun (coordinates task, program)

The Project Officer is in charge of the management of the project.

υπεύθυνος δημοσίων σχέσεων

noun (manages public image)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.)

δικαστικός αντιπρόσωπος εκλογικού τμήματος

noun (UK ([sb] who announces voting results)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

υπάλληλος οδικής ασφάλειας

noun (employee: traffic safety)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The Road Safety Officer visits schools and talks to the students.

ανώτερος αξιωματικός αστυνομίας

noun (high-ranking member of police force)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
If you have trouble with a colleague, you should first report it to a senior officer.

αξιωματούχος

noun ([sb] employed in the military or police force)

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)

ανθυπασπιστής

noun (military rank)

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του officer στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του officer

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.