Τι σημαίνει το situación στο ισπανικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης situación στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του situación στο ισπανικά.
Η λέξη situación στο ισπανικά σημαίνει κατάσταση, κατάσταση, κατάσταση, πράγμα, περιγράφω τα πράγματα, παρουσιάζω τα πράγματα, παρουσιάζω τα γεγονότα, θέση, κατάσταση, θέση, συνθήκες διαμονής, συνθήκες διαβίωσης, μειονέκτημα, δυσάρεστη εμπειρία, καταγράφω, περιγράφω, όπως έχουν τα πράγματα, στην ίδια θέση, λεπτή κατάσταση, δύσκολη κατάσταση, ενοχλητική κατάσταση, δήλωση, αναφορά, επικίνδυνη κατάσταση, εξαίρεση, ειδική περίπτωση, σταθερή κατάσταση, επισφαλής κατάσταση, τρέχουσα κατάσταση, τρέχουσα κατάσταση, κατάσταση διαβίωσης, μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα, τρέχουσα κατάσταση, ασταθής κατάσταση, δύσκολη κατάσταση, ο ασκός του Αιόλου, αγχωτικός, κωμική σειρά, φέρνω κπ σε δύσκολη θέση, αξιολογώ την κατάσταση, στριμώχνω, πέφτω τυχαία πάνω σε κτ, σε δύσκολη θέση, σε απόγνωση, περίπτωση, πιστοποιητικό, άκρο, έσχατο σημείο, πιεστική κατάσταση, γεφυρώνω τις διαφορές, γεφυρώνω το χάσμα, σε δύσκολη θέση, μπελάς, πρόοδος, κρίσιμο σημείο, επεισόδιο, δυσκολία, κατάσταση που χαρακτηρίζεται από συνεχείς εναλλαγές, βρίσκομαι σε κατάσταση, βρίσκομαι σε θέση. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης situación
κατάστασηnombre femenino (συνθήκες) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) ¿Me puedes poner al tanto de la situación? ¿Cuánta gente había? Μπορείς να μου περιγράψεις την κατάσταση; Πόσοι άνθρωποι ήταν εκεί; |
κατάστασηnombre femenino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Cuando vio que otro negocio cerraba, se dio cuenta de que la situación era lamentable. |
κατάστασηnombre femenino (κρίση) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La situación en Oriente Medio tiene preocupado a todo el mundo. Η κατάσταση στη Μέση Ανατολή έχει ανησυχήσει όλον τον κόσμο. |
πράγμα
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) En serio, no quiero enredarme en esta desafortunada situación. Πραγματικά δεν θέλω να πάρω μέρος σε αυτό το θλιβερό πράγμα. |
περιγράφω τα πράγματα, παρουσιάζω τα πράγματα, παρουσιάζω τα γεγονότα
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
θέση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La posición de Peter entre los campesinos era muy importante para él. Η θέση του Πήτερ ανάμεσα στους χωρικούς ήταν πολύ σημαντική για αυτόν. |
κατάσταση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Hay recursos para las chicas que se encuentran en tal circunstancia. Υπάρχουν ευκαιρίες για κορίτσια που βρίσκονται σε τέτοια κατάσταση. |
θέση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) El voto deja a algunos legisladores en una posición incómoda. |
συνθήκες διαμονής, συνθήκες διαβίωσης
(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
μειονέκτημα
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Los problemas de pobreza y las desventajas deben ser atacados en nuestras escuelas. |
δυσάρεστη εμπειρία
|
καταγράφω, περιγράφω(τα στοιχεία, τα χαρακτηριστικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Los investigadores han reseñado las tendencias de la población en este país en los últimos doscientos años. Οι ερευνητές έχουν καταγράψει τις δημογραφικές τάσεις σε αυτήν τη χώρα κατά τα τελευταία διακόσια χρόνια. |
όπως έχουν τα πράγματαlocución adverbial (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
στην ίδια θέσηlocución adverbial (figurado) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) |
λεπτή κατάσταση, δύσκολη κατάστασηlocución nominal femenina (figurado) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Es una situación peliaguda. |
ενοχλητική κατάσταση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
δήλωση, αναφορά
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Según este informe de situación, la economía de Estados Unidos se desplomará si el gobierno no interviene. |
επικίνδυνη κατάσταση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
εξαίρεση, ειδική περίπτωση
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) No suelo pedirte dinero, pero éste es un caso especial. |
σταθερή κατάστασηlocución nominal femenina (salud) |
επισφαλής κατάσταση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
τρέχουσα κατάστασηnombre femenino La situación actual de la empresa es precaria y los empleados temen ser despedidos. |
τρέχουσα κατάσταση
Mi situación actual es de jubilado, pero quizá vuelva a trabajar el año próximo. |
κατάσταση διαβίωσηςnombre femenino (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα(μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
τρέχουσα κατάσταση
Recordé lo que me dijo Alván sobre la situación actual en México y decidí que quizás todavía no era tiempo de volver. |
ασταθής κατάσταση
|
δύσκολη κατάσταση
|
ο ασκός του Αιόλου(μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
αγχωτικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
κωμική σειράlocución nominal femenina |
φέρνω κπ σε δύσκολη θέσηlocución verbal (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Sus comentarios desconsiderados sobre Janet nos pusieron a todos en una situación incómoda. Τα απερίσκεπτα σχόλιά της για την Τζάνετ μας έφεραν όλους σε δύσκολη θέση. |
αξιολογώ την κατάστασηlocución verbal (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Antes de actuar, tenemos que estudiar la situación para tener claras nuestras opciones. Πρέπει να αξιολογήσουμε την κατάσταση και να δούμε πως θα προχωρήσουμε από εδώ και πέρα. |
στριμώχνω(μεταφορικά, ανεπίσημο) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
πέφτω τυχαία πάνω σε κτ
|
σε δύσκολη θέση
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) El arrastrero estaba en dificultades, así que soltaron los botes salvavidas. |
σε απόγνωση
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Cuando Jim perdió su trabajo se encontró en apuros. |
περίπτωση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) A Rachel siempre le ha gustado imaginarse qué haría en diferentes situaciones hipotéticas. Στη Ρέιτσελ άρεσε πάντα να βρίσκει εκ των προτέρων τι θα έκανε σε διάφορες περιπτώσεις. |
πιστοποιητικόlocución nominal masculina (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) El certificado de situación llegó ayer por correo. |
άκρο, έσχατο σημείο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) En situaciones extremas las verdaderas personalidades se vuelven evidentes. |
πιεστική κατάστασηlocución nominal femenina (μεταφορικά) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Los territorios en disputa siguen creando una situación conflictiva entre los dos países. |
γεφυρώνω τις διαφορές, γεφυρώνω το χάσμαlocución verbal (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) No tenemos servilletas, pero las toallas de papel salvarán la situación. |
σε δύσκολη θέση
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Bill estaba en una situación incómoda porque le debía mucha plata a mucha gente. Ο Μπιλ ήταν σε δύσκολη θέση επειδή χρώσταγε πολλά χρήματα σε πολλούς. |
μπελάς
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Realmente es una situación irritante cuando mi conexión a internet falla cada cinco minutos. |
πρόοδος(informal) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Si las cosas se ponen difíciles en el trabajo, pide ayuda. |
κρίσιμο σημείο
(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) ¿Qué nos hizo llegar hasta esta situación crítica en nuestra relación? |
επεισόδιο(μεταφορικά) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Hubo una situación tensa en la sala de conferencias cuando dos personas se pelearon. |
δυσκολία
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
κατάσταση που χαρακτηρίζεται από συνεχείς εναλλαγές(literal) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
βρίσκομαι σε κατάσταση, βρίσκομαι σε θέση
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Debido al desastre, la organización fue puesta en una circunstancia tal que no pudo pagar el festival de ese año. Λόγω της καταστροφής, ο οργανισμός βρέθηκε σε κατάσταση αδυναμίας να πληρώσει το φεστιβάλ φέτος. |
Ας μάθουμε ισπανικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του situación στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.
Σχετικές λέξεις του situación
Ενημερωμένες λέξεις του ισπανικά
Γνωρίζετε για το ισπανικά
Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.