Τι σημαίνει το comercial στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης comercial στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του comercial στο ισπανικά.

Η λέξη comercial στο ισπανικά σημαίνει εμπορικός, μαζικός, διαφήμιση, διαφήμιση, διαφημιστικό διάλειμμα, επαγγελματικός, διαφήμιση, διαφήμιση, επιχειρηματίας, περιγραφή, διαφήμιση για κτ, διαφήμιση, προώθηση, πωλητής, που δεν προορίζεται, χρησιμοποιείται για κατοικια, σύντομος, παραλογοτέχνημα, εμπορικό όνομα, επαγγελματική στέγη, μη εμπορικός, εμπορικό κέντρο, επαγγελματική γλώσσα, εμπορικό ισοζύγιο, επαγγελματική αλληλογραφία, επαγγελματική συμφωνία, επιχείρηση, εταιρία, επαγγελματική αλληλογραφία, εμπορική τέχνη, αμοιβαίο εμπόριο μεταξύ κρατών, εμπορικό κέντρο, πιστωτική κάρτα καταστήματος, εμπορική συμφωνία, εμπορική έκθεση, εμπορική επωνυμία, εμπορική ονομασία, διοίκηση επιχειρήσεων, εμπορικό χρεόγραφο, εμπορικό κέντρο, εμπορικό κέντρο, πρωτότυπο φάρμακο, επιχειρηματική πρόοδος, επιχειρηματική εξέλιξη, επιχειρηματικό κέντρο, βιομηχανικό πάρκο, εμπορική περιοχή, εμπορικό επιτόκιο, στρατηγική διαφοροποίησης, σειρά καταστημάτων γύρω από χώρο στάθμευσης, τηλεοπτική διαφήμιση, εμπορικός λογαριασμός, εμπορική αποστολή, εμπορική ονομασία, εμπορική επωνυμία, εμπορική οδός, αμφισβήτηση συναλλαγής, νόμος που απαγορεύει εμπορικές δραστηριότητες την Κυριακή, στοά, ονομασία, επωνυμία, εμπορικό κέντρο, ριψοκίνδυνο επαγγελματικό εγχείρημα, επαγγελματικό μυστικό, μυστικό του επαγγέλματος, εγκλωβισμός, εμπορική ονομασία, εμπορικό έλλειμμα, διαφημιστικό φυλλάδιο, κατάστημα σε ερημική περιοχή, ώρες εργασίας. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης comercial

εμπορικός

adjetivo de una sola terminación

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Matt es piloto de una linea comercial.
Ο Ματ είναι πιλότος σε μια εμπορική αεροπορική εταιρεία.

μαζικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La leche cruda no está disponible para la venta comercial.

διαφήμιση

(ES)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Siempre apago el volumen cuando empiezan los anuncios.
Κλείνω πάντα τον ήχο, όταν ξεκινούν οι διαφημίσεις.

διαφήμιση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Creo que muchos de los nuevos anuncios son molestos.
Θεωρώ πως πολλές από τις νέες διαφημίσεις είναι απαίσιες.

διαφημιστικό διάλειμμα

nombre masculino (MX, coloquial)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

επαγγελματικός

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Este es un boletín comercial que enviamos a negocios similares.

διαφήμιση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

διαφήμιση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Matilda compuso la canción del anuncio de radio.
Η Ματίλντα συνέθεσε το τραγούδι για τη ραδιοφωνική διαφήμιση.

επιχειρηματίας

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)

περιγραφή

(σύντομη, συνοπτική)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La propaganda dice que este será el show más espectacular alguna vez representado.

διαφήμιση για κτ

El primer papel de Bob fue en una publicidad de jeans.
Ο πρώτος ρόλος του Μπομπ ως ηθοποιού ήταν σε μια διαφήμιση για τζιν παντελόνια.

διαφήμιση, προώθηση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La actriz salió en el programa de entrevistas para hacer un anuncio sobre su nueva película.

πωλητής

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Su promotor tiene cita para visitarnos la próxima semana.

που δεν προορίζεται, χρησιμοποιείται για κατοικια

(edificio, zona)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

σύντομος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
El grupo hizo circular una serie de anuncios breves en las emisoras de radio locales.

παραλογοτέχνημα

(ES) (ανούσιο έργο)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

εμπορικό όνομα

¿Alguien tiene una mejor idea para una nueva marca?
Έχει κανείς καμιά καλύτερη ιδέα για νέο εμπορικό όνομα;

επαγγελματική στέγη

μη εμπορικός

locución adjetiva

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

εμπορικό κέντρο

locución nominal masculina

Vamos a buscar zapatos al centro comercial.
Θα πάμε να κοιτάξουμε για καινούρια παπούτσια στο εμπορικό κέντρο.

επαγγελματική γλώσσα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Está haciendo un curso de inglés comercial para su nuevo trabajo.

εμπορικό ισοζύγιο

A pesar de las fluctuaciones, la balanza comercial de China se ve saludable.

επαγγελματική αλληλογραφία

Tengo archivos diferentes para mis cartas comerciales y mis cartas personales.

επαγγελματική συμφωνία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

επιχείρηση, εταιρία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La nueva ley municipal favorece la instalación de establecimientos comerciales en la zona céntrica.

επαγγελματική αλληλογραφία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

εμπορική τέχνη

nombre masculino

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αμοιβαίο εμπόριο μεταξύ κρατών

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Llegamos a un acuerdo de intercambio comercial con Bulgaria.
Η Ιαπωνία και οι ΗΠΑ μερικές φορές διαφωνούν σχετικά για το τι είναι δίκαιο σε ότι αφορά στο αμοιβαίο εμπόριο μεταξύ κρατών.

εμπορικό κέντρο

locución nominal masculina

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Tengo que ir al centro comercial por unos adornos para la estancia.

πιστωτική κάρτα καταστήματος

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

εμπορική συμφωνία

nombre masculino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Los Estados Unidos y el Reino Unido están trabajando en un nuevo acuerdo comercial.

εμπορική έκθεση

nombre femenino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

εμπορική επωνυμία, εμπορική ονομασία

locución nominal masculina

Los medicamentos tienen tanto un nombre comercial como un nombre genérico.

διοίκηση επιχειρήσεων

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

εμπορικό χρεόγραφο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

εμπορικό κέντρο

locución nominal masculina

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Me gusta comprar en el centro comercial.

εμπορικό κέντρο

locución nominal masculina

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Visité diez almacenes diferentes en el centro comercial.
Πήγα σε δέκα διαφορετικά καταστήματα στο εμπορικό κέντρο.

πρωτότυπο φάρμακο

(όχι γενόσημο)

επιχειρηματική πρόοδος, επιχειρηματική εξέλιξη

Durante dos años hubo un cierto auge comercial, lamentablemente no fue duradero.

επιχειρηματικό κέντρο

El nuevo Centro de Negocios contribuirá decididamente a reforzar las relaciones comerciales entre Suiza y España.

βιομηχανικό πάρκο

(βιομηχανίες, βιοτεχνίες)

εμπορική περιοχή

nombre femenino (Argentina) (για οικονομία, εμπόριο)

Esta parte que te marqué en el mapa es la zona comercial.

εμπορικό επιτόκιο

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Esta actividad la hago sin ningún interés comercial, es mi hobby.

στρατηγική διαφοροποίησης

(μάρκετινγκ, πωλήσεις)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

σειρά καταστημάτων γύρω από χώρο στάθμευσης

locución nominal femenina

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

τηλεοπτική διαφήμιση

locución nominal masculina

εμπορικός λογαριασμός

locución nominal femenina

εμπορική αποστολή

El gobierno local envió una misión comercial encabezada por el primer ministro.

εμπορική ονομασία, εμπορική επωνυμία

nombre femenino

εμπορική οδός

αμφισβήτηση συναλλαγής

nombre masculino

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

νόμος που απαγορεύει εμπορικές δραστηριότητες την Κυριακή

nombre femenino plural

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

στοά

(με μαγαζιά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Lo compre en una pequeña galería comercial en Londres.

ονομασία, επωνυμία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

εμπορικό κέντρο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
La tienda de abastos está localizada en el centro comercial, en la calle Main.

ριψοκίνδυνο επαγγελματικό εγχείρημα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

επαγγελματικό μυστικό, μυστικό του επαγγέλματος

locución nominal masculina

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
La mayoría de las empresas se niegan a revelar sus secretos comerciales.

εγκλωβισμός

(εμπόριο)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

εμπορική ονομασία

locución nominal masculina

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Trataré de conseguir el producto pero necesito que me digas la marca, el modelo y el nombre comercial del fabricante.
Πες μου τη μάρκα, το μοντέλο και την εμπορική ονομασία, για να δω αν θα μπορέσω να βρω το προϊόν.

εμπορικό έλλειμμα

διαφημιστικό φυλλάδιο

κατάστημα σε ερημική περιοχή

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ώρες εργασίας

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του comercial στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Σχετικές λέξεις του comercial

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.